Η εικόνα των απεργιακών διαδηλώσεων της Τρίτης στην Αθήνα ήταν απογοητευτική. Ο μισός κόσμος απ’ αυτόν που είχε κατέβει στην προηγούμενη απεργία. Ο λόγος ήταν προφανής: η καθολική απεργία σε όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αντίθετα απ’ ό,τι γινόταν πριν, με τους εργαζόμενους στα ΜΜΜ να κάνουν στάσεις εργασίας και να λειτουργούν τις ώρες που ο κόσμος έπρεπε να πάει και να φύγει από τη διαδήλωση. Απόδειξη το γεγονός ότι την επομένη, που λειτούργησαν τις ώρες της συγκέντρωσης μετρό και ηλεκτρικός, ο κόσμος ήταν διπλάσιος, παρά την απειλή της βροχής.
Γιατί πάρθηκε μια τέτοια απόφαση, όταν ήταν δεδομένο ότι θα λειτουργούσε σε βάρος της μαζικότητας της απεργιακής συγκέντρωσης; Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, όταν άκουσε τις κριτικές από τα ραδιόφωνα, βγήκε και κατά την αγαπημένη του συνήθεια έριξε την ευθύνη στα σωματεία των εργαζόμενων στα ΜΜΜ. Οποιος ξέρει καλά, όμως, πρόσωπα και καταστάσεις ξέρει πως η γραμμή κατέβηκε «από πάνω». Κατέβηκε από τα κορυφαία κλιμάκια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που έχουν τον τρόπο να καθορίζουν τις αποφάσεις της γραφειοκρατίας στα πρωτοβάθμια σωματεία. Ηταν η μεγάλη προσφορά των εργατοπατέρων στην τρικομματική συγκυβέρνηση ή μάλλον στη σταθερότητα του συστήματος. Τα ίδια θα έκαναν και την Τετάρτη, αν δεν μεσολαβούσε κατακραυγή που τους έκανε ν’ αλλάξουν γνώμη (άφησαν και πάλι εκτός λειτουργίας τα αστικά λεωφορεία και τα τρόλεϊ).
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θέλει όσο το δυνατόν λιγότερο κόσμο στο δρόμο. Οχι μόνο για να ελέγχει την κατάσταση, αλλά και για να λειτουργεί αυτό ως πηγή απογοήτευσης και ηττοπάθειας.