Η πρόταση για δημοψήφισμα και η πρόταση μομφής στην κυβέρνηση είναι μια ανάσα για το σύστημα. Ολοι οι θεσμοί του (κοινοβουλευτικοί και μη) συνασπίζονται γύρω από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και παίρνουν τους εργαζόμενους από το δρόμο (απεργίες και διαδηλώσεις) για να τους οδηγήσουν στον καναπέ, από τον οποίο θα παρακολουθήσουν άνετα τις κονταρομαχίες των πολιτικών ανδρών και γυναικών στο ναό της Δημοκρατίας. Βεβαίως, υπήρξαν και δυο προσκλήσεις για συγκέντρωση έξω από τη Βουλή. Μία από το ΠΑΣΟΚ και μία από τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ομως αυτές δε μπορούν να θεωρηθούν «πεζοδρομιακές» εκδηλώσεις (τέτοιες θεωρούνται μόνο οι απεργίες που ζορίζουν το σύστημα, οι οποίες πλέον χαρακτηρίζονται κακουργήματα), αλλά νόμιμη άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Ούτε το αραλίκι του καναπέ θα διαταράξουν. Οι πολλοί δεν επρόκειτο να μπουν στον κόπο να πάνε, ειδικά από τη στιγμή που φάνηκε ότι τα κοινοβουλευτικά καραγκιοζιλίκια δεν έχουν καμιά σχέση με τον αγώνα ενάντια στο ασφαληστρικό, αλλά εντάσσονται στην τακτική συγκέντρωσης ψήφων από τα κόμματα.
Οι πολλοί έχουν μείνει με την πικρή αίσθηση μιας ακόμα ήττας. Απήργησαν, αλλά ηττήθηκαν. Οι πιο μαχητικοί φωνάζουν και πάλι για ξεπούλημα. Και βέβαια, δεν έχουν άδικο. Αυτές τις στιγμές, όμως, πρέπει να ψάξουμε και να βρούμε το κομβικό εκείνο ζήτημα που θα μας προσφέρει το «κλειδί» για την τακτική μας από εδώ και πέρα. Αλλιώς, η πίκρα και η οργή από μόνες τους αποτε- λούν τους χειρότερους συμβούλους. Οδηγούν στην παραίτηση και την ιδιώτευση.
Μπορούσε να κερδηθεί ο αγώνας ενάντια στο ασφαληστρικό; Φυσικά και μπορούσε. Οι δυνάμεις στην εργατική πλευρά υπήρχαν. Υπήρχε αγανάκτηση για το περιεχόμενο των ανατροπών που προωθεί η κυβέρνηση, υπήρχε διάθεση γι’ αγώνα, υπήρχαν κλάδοι με «δύναμη πυρός» που μπήκαν δυναμικά στον αγώνα από την αρχή και μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αιχμή του δόρατος για όλους τους εργαζόμενους. Υπήρχε διάθεση συμμετοχής στις απεργιακές κινητοποιήσεις ακόμα και από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, όπου όλα τα σκιάζει η φοβέρα. Τρεις γενικές απεργίες έγιναν όλες κι όλες, σε διάστημα τριών μηνών, και είχαν ψηλά ποσοστά συμμετοχής (ιδιαίτερα η πρώτη και η τρίτη). Υπήρχε, τέλος, η ευνοϊκή συγκυρία δίπλα στους μισθωτούς να κινητοποιούνται ευρύτατα στρώματα μικροαστών όλων των κλάδων, ορισμένοι από τους οποίους έχουν και πολιτικό βάρος.
Τι χρειαζόταν για να καμφθεί ο τσαμπουκάς της κυβέρνησης; Ενα στοιχειώδες σχέδιο, που θα οργάνωνε τον αγώνα, θα κλιμάκωνε την πίεση και θα καταστούσε σαφές ότι θα υπάρξει συνέχιση και μετά την ψήφιση του νομοσχέδιου. Και τι είχαμε; Είχαμε συντεχνιακό κατακερματισμό του κινήματος και κυρίως ξεχώρισμα των κλάδων αιχμής από το υπόλοιπο κίνημα. Είχαμε σκόρπιες τουφεκιές για την τιμή των όπλων από μεριάς ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και σαφή ένδειξη ότι η ψήφιση του νομοσχέδιου στη Βουλή σηματοδοτεί τη λήξη όλων των αγώνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι έβαλαν μόνο μια 24ωρη απεργία την παραμονή της τελικής ψηφοφορίας και απογευματινό συλλαλητήριο με… πενιές από τον Τσέρτο τη μέρα της ψήφισης. Είχαμε ακόμη αποκλιμάκωση αντί κλιμάκωση της πίεσης που ασκούσαν οι κλάδοι αιχμής. Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ έκλεινε νυχτερινές συμφωνίες με την κυβερνητική διοίκηση και αντί να βγάζει μονάδες από την παραγωγή έβαζε κάποιες απ’ αυτές που είχαν βγει. Η ΠΟΕ-ΟΤΑ παρέδωσε τη χωματερή για να κάνει τη δουλειά του ο απεργοσπαστικός μηχανισμός του Κακλαμάνη και των άλλων δεξιών (και όχι μόνο) δημάρχων. Και το ΔΣ του συλλόγου εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας παρέδωσε στη λειτουργία τους κρίσιμους για το χρηματιστήριο και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος τομείς, αντί –με ευθύνη της ΓΣΕΕ και των βουλευτών της αντιπολίτευσης– να κατεβάσει τα ρολά και να νεκρώσει τα πάντα.
Αφού δεν έγιναν όλ’ αυτά, αφού το μήνυμα που στελνόταν στην κυβέρνηση ήταν «ψηφίστε το να ησυχάσουμε κι εμείς κι εσείς», επόμενο ήταν ο Καραμανλής να μην κάνει πίσω. Το πολιτικό κόστος το είχε ήδη υποστεί. Εκείνο που διακυβευόταν ήταν η δυνατότητά του να περάσει το νόμο, για να μην πάει στράφι το πολιτικό κόστος. Αυτή τη δυνατότητα δεν του την έδωσε ο κρατικός μηχανισμός (εδώ που τα λέμε, τα ΜΑΤ είχαν τη μικρότερη δράση από κάθε άλλη φορά), αλλά το μήνυμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ότι δεν προτίθεται να πάει πέρα από μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων, με ημερομηνία λήξης την ψήφιση του νομοσχέδιου.
Ετσι και έγινε. Γιατί, όμως, να εκπλησσόμαστε; Υπήρχε περίπτωση αυτή η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με την ιστορία που κουβαλά, εκφυλισμένη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους προγόνους της, να κάνει οτιδήποτε το διαφορετικό; Υπήρχε περίπτωση αυτά τα κοινοβουλευτικά κόμματα να έχουν διαφορετική τακτική, να προκρίνουν την ανάγκη για νίκη των εργαζόμενων από τη δική τους ανάγκη για συγκέντρωση πολιτικής επιρροής;
Μόνο ένας παράγοντας θα μπορούσε ν’ αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Η παρέμβαση των ίδιων των εργαζόμενων, η αυτονόμησή τους, η σύγκρουση με την τακτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Υπήρξαν περιπτώσεις στο παρελθόν που αυτό συνέβη, έστω και μερικά, έστω και χωρίς επιτυχία. Αυτή τη φορά δεν είχαμε ορατές τάσεις αυτονόμησης. Είχαμε την απόλυτη «κοινοβουλευτικοποίηση» των συνδικαλιστικών διαδικασιών. Ούτε συνελεύσεις, ούτε συζητήσεις, ούτε άλλες μαζικές διαδικασίες. Μια τεράστια μάζα εργαζόμενων ανέθεσε εν λευκώ στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να διαχειριστεί την υπόθεσή της, να αποφασίζει κυριαρχικά για κάθε φάση του αγώνα. Οπως ακριβώς αναθέτει στα κόμματα τη διαχείριση της αστικής εξουσίας.
Αν ψάχνουμε για το μεγάλο ένοχο, λοιπόν, πρέπει να κοιτάξουμε στον καθρέφτη. Να σκεφτούμε πως δεν είναι δυνατόν να χορηγούμε εν λευκώ ανάθεση σε ένα μηχανισμό που ξέρουμε τη φύση του, τα όριά του, τη στρατηγική και την τακτική του. Αυτή η ανάθεση οδηγεί στην ήττα. Προοπτική νίκης ανοίγει μόνο η… ξε-ανάθεση.