Την περασμένη Τρίτη, ψηφίστηκε από τη δωσιλογική κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και την κόρη του Μητσοτάκη το χουντο-νομοσχέδιο Ρέππα για τις αστικές συγκοινωνίας της Αθήνας. Σε προηγούμενα φύλλα, δημοσιεύσαμε εκτενή ρεπορτάζ από τις γενικές συνελεύσεις των οδηγών της ΕΘΕΛ και οι αναγνώστες της «Κ» γνωρίζουν τον υπονομευτικό ρόλο που έπαιξε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του κλάδου και τη βοήθεια που προσέφερε στην κυβέρνηση για να περάσει το νομοσχέδιο με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις. Γνωρίζουν επίσης, ότι σε ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης των εργαζόμενων είχε παγιωθεί η πεποίθηση ότι ο αγώνας θα μπορούσε να είναι νικηφόρος και να ανατρέψει του σχεδιασμούς του Ρέππα. Τα τελευταία χρόνια, η ψήφιση ενός νόμου έδινε τη δυνατότητα στους γραφειοκράτες να σπέρνουν την απογοήτευση στους εργαζόμενους, να κηρύσσουν τη λήξη του αγώνα και να τον μεταθέτουν χρονικά στην «ακύρωση» του νόμου «στην πράξη».
Στη γενική συνέλευση της Τετάρτης και παρά το «μούδιασμα» από την ψήφιση του νομοσχέδιου, οι οδηγοί της ΕΘΕΛ κατάφεραν να νικήσουν την απογοήτευση για τη μάχη που χάθηκε, να διατηρήσουν την αγωνιστική τους διάθεση και να ακολουθήσουν το ταξικό τους ένστικτο. Η απόφασή τους να συνεχίσουν τον αγώνα, την επαύριο της ψήφισης του νόμου, και ταυτόχρονα να προσπαθήσουν να συντονιστούν με τη βάση των άλλων σωματείων των αστικών συγκοινωνιών (ΗΛΠΑΠ, ΗΣΑΠ, Μετρό, Τραμ), αποτελεί μια κορυφαία στιγμή του εργατικού κινήματος της χώρας τα τελευταία χρόνια και ταυτόχρονα στέλνει ένα μήνυμα αντίστασης και ελπίδας σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Ας δούμε όμως τα δρώμενα της συνέλευσης της Τετάρτης 16/2.
Το κλίμα στο αμαξοστάσιο του Πειραιά, όπου διεξάγεται η συνέλευση, ήταν «βαρύ», εξαιτίας της ψήφισης του νόμου, αλλά και της μικρής συμμετοχής των οδηγών της ΕΘΕΛ στην κινητοποίηση της Τρίτης έξω από τη Βουλή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχέδιου στην Ολομέλεια. Αρκετή ώρα πριν την έναρξη της συνέλευσης, στα πηγαδάκια ήταν φανερή η οργή της βάσης για τη μάχη που χάθηκε και η αμηχανία της συνδικαλιστικής ηγεσίας του κλάδου, που αδυνατούσε να απαντήσει πειστικά στα ερωτήματα των οδηγών. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Ηταν φανερό, ότι στην πλειοψηφία τους οι οδηγοί επιθυμούσαν τη συνέχιση του αγώνα, όμως η αρχικά μικρή προσέλευση σε συνδυασμό με τη γνωστή σε όλους απόφαση της ΠΑΣΚΕ να προτείνει αναστολή του αγώνα, είχε σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανησυχία τους, ότι θα υπάρξει απόφαση υπέρ της λήξης του αγώνα.
Οσο περνούσε η ώρα και αυξανόταν η προσέλευση, τα πράγματα έδειχναν να αλλάζουν προς το καλύτερο, αφενός γιατί οι οδηγοί έδειχναν να ξαναβρίσκουν την αυτοπεποίθησή τους και να αποβάλλουν την όποια απογοήτευση και αφετέρου γιατί οι πληροφορίες για τη στάση άλλων παρατάξεων του ΔΣ ήταν ότι θα προτείνουν συνέχιση του αγώνα. Οταν ξεκίνησε η γενική συνέλευση (η συμμετοχή τελικά ήταν αντίστοιχη της συνέλευσης της Δευτέρας 7/2), υπήρχε μια συγκρατημένη αισιοδοξία για απόφαση υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων, παρά το γεγονός ότι στην ψηφοφορία για την ανάδειξη προέδρου της συνέλευσης ο προτεινόμενος από την ΠΑΣΚΕ επικράτησε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία των προτεινόμενων από τη ΔΑΚΕ και τη ΔΑΣ (ΠΑΜΕ).
Ο Κουλουμπαρίτσης ως πρόεδρος του σωματείου πήρε το λόγο και προσπάθησε να βρει «νίκες» στο αγώνα που έδωσε ο κλάδος, οι οποίες θα έπρεπε να αξιολογη- θούν σωστά και να «κεφαλαιοποιηθούν», ώστε να αξιοποιηθούν σωστά στην επόμενη φάση του αγώνα, που την οριοθέτησε στη μάχη για τη συλλογική σύμβαση εργασίας. Αφουγκραζόμενος την οργή της βάσης και τη θέλησή της για συνέχιση του αγώνα (γνώριζε ότι και ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης της ΠΑΣΚΕ ήθελε συνέχιση του αγώνα), ήταν φανερά αμήχανος και δεν μπορούσε να γίνει πειστικός. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, που είχε εμφανώς μικρότερη διάρκεια από τις προηγούμενες συνελεύσεις, οι διεργασίες για συμφωνία των υπόλοιπων παρατάξεων και σχημάτων σε μια κοινή αγωνιστική πρόταση ήταν έντονες.
Τον Κουλουμπαρίτση διαδέχθηκε στο βήμα ο εκπρόσωπος της ΔΑΚΕ, Κομίνης, ο οποίος προσπαθώντας να κάνει μια αποτίμηση της κατάστασης, μίλησε για αγώνα που χάθηκε, προκαλώντας φωνές αντίδρασης από τους οδηγούς, και δήλωσε ότι η ΔΑΚΕ θα εργαστεί μέχρι το τέλος για την ενότητα του κλάδου και θα σεβαστεί όποια απόφαση πάρει η βάση, χωρίς επί της ουσίας να κάνει πρόταση υπέρ ή κατά της συνέχισης του αγώνα. Στο παρασκήνιο είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί οι διεργασίες και όλα έδειχναν ότι θα υπήρχε κοινή πρόταση κόντρα στην πρόταση της ΠΑΣΚΕ.
Στο βήμα ανέβηκε ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου Οδηγών, Κουμούτσος, ο οποίος κατηγόρησε ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ ότι με τη στάση τους άνοιξαν το δρόμο για την ψήφιση του νομοσχέδιου (ξεχνώντας ότι μέχρι τη συνέλευση της Δευτέρας 7/2 συμμετείχε σε κοινή πρόταση μαζί τους), δήλωσε ότι θα πρέπει ο αγώνας να συνεχιστεί και ζήτησε από τους εργαζόμενους να σηκώσουν τα χέρια και να δηλώσουν αν θέλουν να συνεχιστεί ο αγώνας. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, με τη συντριπτική πλειοψηφία των οδηγών (σε ποσοστό που μπορεί να ξεπερνούσε και το 80% των παρευρισκόμενων) να δηλώνει εν μέσω χειροκροτημάτων και επιδοκιμασιών τη θέλησή της υπέρ της συνέχισης του αγώνα.
Επί της ουσίας η συνέλευση είχε ολοκληρωθεί. Οι υπόλοιποι ομιλητές, εκτός από δυο μέλη του προεδρείου από την ΠΑΣΚΕ, που προσπάθησαν να βοηθήσουν τον Κουλουμπαρίτση, πετυχαίνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα, τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε η τοποθέτηση ενός οδηγού (είχε μιλήσει το ίδιο καλά και στη συνέλευση της Δευτέρας 31/1, που κέρδισε η βάση, κόντρα στην πρόταση των 16 μελών του ΔΣ), ο οποίος έβαλε τα δεδομένα στη σωστή τους βάση. Καταρχήν, εντόπισε τις ευθύνες του ΔΣ στο γεγονός ότι επέλεξε τη λανθασμένη τακτική των «χαμηλής» έντασης κινητοποιήσεων, που οδήγησε στην ψήφιση του νομοσχέδιου. Στη συνέχεια, με αφορμή την τοποθέτηση του Κομίνη περί ήττας και χαμένου αγώνα, τον κάλεσε αν αισθάνεται ηττημένος να παραιτηθεί και να πάει σπίτι του, γιατί η βάση όχι μόνο δεν αισθάνεται ηττημένη αλλά δηλώνει διατεθειμένη να συνεχίσει τον αγώνα. Στη συνέχεια περιέγραψε τις συνομιλίες που είχε στο Σύνταγμα (στις οποίες ήταν παρόντες και δύο ακόμη οδηγοί της ΕΘΕΛ) με τους προέδρους από τα σωματεία των εργαζόμενων σε Μετρό, ΗΛΠΑΠ και ΗΣΑΠ, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι αν από το σωματείο της ΕΘΕΛ γίνει κάλεσμα για κοινή σύσκεψη όλων των σωματείων των αστικών συγκοινωνιών, θα το αποδεχτούν, προκειμένου να συντονιστεί ο αγώνας.
Με τον τρόπο αυτό κατέδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις ευθύνες του ΔΣ, που άφησε να περάσουν 2,5 μήνες χωρίς καμιά ουσιαστική προσπάθεια συντονισμού του αγώνα, και ζήτησε από τη συνέλευση να υπερψηφίσει την πρότασή του για κοινή σύσκεψη όλων των εργαζόμενων στις αστικές συγκοινωνίες, κάτι που έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό και χειροκροτήματα από τους οδηγούς (η ΔΑΣ-ΠΑΜΕ, μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν ήθελε να συμπεριληφθεί η συγκεκριμένη πρόταση στο κοινό πλαίσιο που συμφωνήθηκε, φοβούμενη προφανώς ότι ο συντονισμός των εργαζόμενων στη βάση μπορεί να βγάλει δυναμικές κινητοποιήσεις). Εκλεισε την ομιλία του με σκληρή κριτική προς το ΔΣ, λέγοντας πως από τη στιγμή που δεν κατάφερε με την τακτική του να αποτρέψει τη ψήφιση του νομοσχέδιου του Ρέππα, δεν το «πιστεύει» και δεν μπορεί να το εμπιστευτεί για να δώσει την επόμενη μάχη, της συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Στη δευτερομιλία του ο Κουλουμπαρίτσης, βλέποντας ότι η ΠΑΣΚΕ έχει χάσει τη συνέλευση, κάλεσε τόσο τις παρατάξεις όσο και τη βάση να υποβάλουν πρόταση μομφής εναντίον του προεδρείου, αν πιστεύουν ότι δεν θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα του κλάδου, ότι δεν θα πειθαρχήσει στις αποφάσεις της συνέλευσης, ότι δεν θα είναι στην πρώτη γραμμή, αλλά θα πουλήσει τον αγώνα. Εκμεταλλευόμενος το κύρος που έχει ανάμεσα στους οδηγούς, κατάφερε να πάρει προσωπική ψήφο εμπιστοσύνης και να ενισχύσει τη θέση του, κυρίως κόντρα στην υπονόμευση που δέχεται από μερίδα της ΠΑΣΚΕ. Η ψηφοφορία που ακολούθησε με συντριπτική πλειοψηφία επικύρωσε και τυπικά τη θέληση των οδηγών για συνέχιση του αγώνα, βάζοντας ταυτόχρονα στην ατζέντα και την κοινή δράση όλων των εργαζόμενων στις αστικές συγκοινωνίες.
Είναι φανερό, ότι οι οδηγοί της ΕΘΕΛ κρατούν ψηλά τη σημαία του αγώνα, τιμούν την αγωνιστική παράδοση της ΕΑΣ του ’92 και στέλνουν ένα μήνυμα σε ολόκληρη την εργατική τάξη. Είναι πλέον καθήκον των πρωτοπόρων οδηγών, που μπήκαν μπροστά και «τράβηξαν» τον κλάδο, να κάνουν μια σοβαρή αποτίμηση του αγώνα μέχρι σήμερα, να εντοπίσουν τα λάθη που έγιναν και έδωσαν τη δυνατότητα στο Ρέππα να ψηφίσει το χουντο-νόμο, να πείσουν τους συναδέλφους τους για το αδιέξοδο της τακτικής των «χαμηλών» τόνων και των «ρεαλιστικών» λύσεων, να αναδείξουν την αλήθεια που λέει ότι μόνο με αγωνιστική κλιμάκωση των μορφών πάλης και αδιαπραγμάτευτους σκληρούς αγώνες κερδίζονται οι μάχες, να πάρουν τον αγώνα στα χέρια τους δημιουργώντας επαφές και συντονισμό των οδηγών απ’ όλα τα αμαξοστάσια και να προετοιμάσουν τον κλάδο για τις μάχες που έρχονται.
Την ίδια στιγμή, μπαίνει καθήκον σε ολόκληρη την εργατική τάξη της χώρας να χαιρετίσει την απόφαση των οδηγών την ΕΘΕΛ να μην κάνουν πίσω ακόμη και τώρα που ο νόμος έχει ψηφιστεί και να προσπαθήσει όχι απλά και μόνο να δηλώσει τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη της στον αγώνα τους, αλλά με τον πιο ξεκάθαρο και έμπρακτο τρόπο να τον κάνει δικό της αγώνα.