Διαβάζουμε σε χτεσινή ανακοίνωση της ΑΔΕΔΥ, ότι το αντεργατικό έκτρωμα του Χατζηδάκη προβλέπει μεταξύ άλλων «την κατάργηση του 8ώρου και την επιβολή εβδομάδας 50 ωρών εργασίας, μέσω των ατομικών συμβάσεων εργασίας», που αποτελεί «τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη αντιμεταρρύθμιση του νομοσχεδίου, που καταργεί την εμβληματικότερη κατάκτηση των εργαζομένων, 135 χρόνια από την απεργία στο Σικάγο και 101 χρόνια μετά την καθιέρωση του 8ώρου στη χώρα μας» (η έμφαση της ΑΔΕΔΥ).
Δεδομένου ότι η λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» είναι ήδη νομοθετημένη και πως αυτό που εισάγει ο Χατζηδάκης είναι η δυνατότητα αυτό να γίνει και με ατομική σύμβαση, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ισχύον έως σήμερα καθεστώς δε βρίσκει αντίθετη την ΑΔΕΔΥ.
Αν όχι, γιατί καταφεύγει στην παραπληροφόρηση; Να κάνει λάθος αποκλείεται. Η αστογραφειοκρατική συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΑΔΕΔΥ πληρώνει νομικούς συμβούλους για να της εισηγούνται τα σχετικά με τα νομοσχέδια. Κι αυτοί ξέρουν. Αλλωστε, μια ματιά στο νομοσχέδιο του Χατζηδάκη (άρθρο 58) αποκαλύπτει ότι συμπληρώνει διάταξη του Ν. 1892/1990, προσθέτοντας τη δυνατότητα να συμφωνηθεί η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση.
Επομένως, η πουλημένη στο κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι από άποψη αρχών ενάντια στη λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», που ήδη ισχύει, αλλά είναι μόνο ενάντια στην επέκταση που προσθέτει ο Χατζηδάκης. Από πού αντλούν, λοιπόν, το θράσος να μιλούν για την εξέγερση του Σικάγου και το 8ωρο; Είτε με ατομική σύμβαση, είτε με συλλογική συμφωνία, η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» σημαίνει κατάργηση του 8ωρου. Κι αυτή την κατάργηση την έχει αποδεχτεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Οποιος θέλει να υπερασπιστεί το 8ωρο, απαιτεί την κατάργηση κάθε «ευελιξίας». Απαιτεί (και) την κατάργηση της αντεργατικής «διευθέτησης του χρόνου εργασίας», υπό οποιαδήποτε μορφή κι αν εφαρμόζεται.
Περνώντας στα ζητήματα που αφορούν τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, η ΑΔΕΔΥ γράφει ότι «στο Δημόσιο, ουσιαστικά, απαγορεύουν την απεργία, αφού ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ, πέρα από το προσωπικό ασφαλείας, καθιερώνουν και το προσωπικό “ελάχιστης εγγυημένης εργασίας“ σε ποσοστό 33,3%!!!» (η έμφαση της ΑΔΕΔΥ, τα κεφαλαία δικά μας).
Εδώ έχουμε να κάνουμε με χυδαίο ψέμα. Γράψαμε αναλυτικά πριν από τέσσερις μέρες. Είναι ψέμα ότι το προσωπικό «Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας» το εισάγει για πρώτη φορά ο Χατζηδάκης με το έκτρωμά του. Ο Χατζηδάκης απλώς ονοματοδοτεί αυτό που ισχύει ήδη με το άρθρο 21 του Ν. 1264/1982 (η ΑΔΕΔΥ τον αποκαλεί… «εμβληματικότερο και φιλεργατικότερο νόμο στη χώρα μας για τα εργασιακά»), που είναι ο βασικός συνδικαλιστικός νόμος και έχει υποστεί πολλές αντεργατικές τροποποιήσεις στα σχεδόν σαράντα χρόνια που πέρασαν από την ψήφισή του.
Στην αρχική του κιόλας μορφή, ο νόμος 1264/1982, άρθρο 21, μιλούσε για ορισμό Προσωπικού Ασφαλείας (παράγραφος 1), αλλά και για υποχρέωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων «να διαθέτουν εκτός από το προσωπικό της παραγράφου 1 (σ.σ. Προσωπικό Ασφαλείας) και το αναγκαίο προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου» (παράγραφος 2, η έμφαση δική μας). Ο πυρήνας, δηλαδή, υπάρχει από την εποχή του… καλού ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Και με βάση αυτόν τον πυρήνα έρχονταν τα δικαστήρια και έβγαζαν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες.
Τον Δεκέμβρη του 1990, με το νόμο 1915 (άρθρο 4), η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη έκανε προσθήκες, ορίζοντας ποιες είναι οι «στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου» και δίνοντας το δικαίωμα στον εργοδότη να ορίζει αυτές τις ανάγκες, να ενημερώνει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και σε περίπτωση διαφωνίας τους να αποφασίζει η Επιτροπή του άρθρου 15 (πρόεδρος πρωτοδίκης, ένας εκπρόσωπος εργοδοτών, ένας εκπρόσωπος εργαζομένων) ή και μόνον ο πρόεδρος, σε περίπτωση διαφωνίας. Επίσης, έδωσε στον εργοδότη το δικαίωμα να φτιάχνει τον ονομαστικό κατάλογο του προσωπικού ασφαλείας.
Οταν το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία το 1993, η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου τροποποίησε ξανά το νόμο (με το Ν. 2224/6.7.1994). Δεν επανήλθε, όμως, στην αρχική εκδοχή του συνδικαλιστικού νόμου. Εβγαλε κάποια προκλητικά που είχε βάλει ο Μητσοτάκης, αλλά σκλήρυνε τον απεργοσπαστικό πυρήνα. Προέβλεψε και πάλι πως, σε περίπτωση απεργίας σε δημόσιο-ΟΤΑ-κοινή ωφέλεια, εκτός από το «Προσωπικό Ασφαλείας», θα πρέπει να «διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας». Το προσωπικό αυτό «παρέχει τις υπηρεσίες του κάτω από τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται». Ο αριθμός των εργαζόμενων και για το «Προσωπικό Ασφαλείας» και για την «αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας» καθορίζεται «με ειδική συμφωνία μεταξύ της αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην επιχείρηση και της διοίκησης της επιχείρησης». Προβλέπεται, ακόμη, ότι «για τις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, πέραν του προσωπικού της παρ. 2, με την ίδια συμφωνία είναι δυνατόν να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει η επιχείρηση σε περίπτωση απεργίας και οι συνέπειες για την παραβίαση της συμφωνίας» (η έμφαση δική μας).
Ερχεται τώρα ο Χατζηδάκης και πατώντας πάνω στον ίδιο νόμο, στην τελική μορφή που του έδωσε το ΠΑΣΟΚ το 1994 (με Ανδρέα Παπανδρέου πρωθυπουργό, έτσι;), κάνει τα παραπέρα αντεργατικά βήματα:
-
- Βαφτίζει το προσωπικό για την «αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας», «Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας» (το βάφτισμα είναι αδιάφορο, φυσικά, αλλά χρειάζεται στον Χατζηδάκη για να το παίζει… εκσυγχρονιστής μεταρρυθμιστής).
- Ορίζει ότι «οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (⅓) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών»!
Αυτό είναι το παραπέρα αντεργατικό βήμα, σε μια νομοθεσία που έχει τον ίδιο αντεργατικό πυρήνα από το 1982. Και είναι αυτός ο αντεργατικός πυρήνας που οδήγησε σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων που κήρυσσαν απεργίες «παράνομες και καταχρηστικές», με όλες τις αστικές κυβερνήσεις.
Και τι κάνει η ΑΔΕΔΥ; Υπερασπίζεται το –επίσης αντεργατικό- καθεστώς που ισχύει μέχρι τώρα.