Κακόγουστο θέατρο, με πρωταγωνιστές από τη μια τον Αλογοσκούφη και από την άλλη τον Παναγιωτόπουλο (ή «κόκκινο Πάνο» ή «Πανάρα»), στο ζήτημα της κλαδικής συλλογικής σύμβασης των τραπεζοϋπαλλήλων, που αρνούνται να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών που ελέγχει το δημόσιο (διορίζει και τις διοικήσεις τους).
Ο Πανάρας κάλεσε όλους τους τραπεζίτες με τη σειρά, για να κάνει δηλώσεις στις κάμερες, ότι προσπάθησε να τους πείσει αλλά ήταν ανένδοτοι. Το πήγε μάλιστα και παραπέρα. Δεν ξέραμε -είπε- ούτε εγώ ούτε η κυβέρνηση ότι οι τράπεζες θα έκαναν αυτή την κίνηση. Για να γίνει, μάλιστα, πιστευτός, είπε ότι επικοινώνησε με τον Αλογοσκούφη που βρισκόταν στο εξωτερικό και αυτός τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμιά προειδοποίηση ή ενημέρωση από τους κρατικούς τραπεζίτες.
Την ίδια στιγμή, ο Αλογοσκούφης από τη μια ορκίζεται πίστη στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και από την άλλη αβαντάρει τους τραπεζίτες. Οι τράπεζες, λέει, ακόμα και οι κρατικές «λειτουργούν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, έχουν μετόχους, δεν υπάρχουν κρατικές τράπεζες» και γι’ αυτό «η κυβέρνηση δεν αναμιγνύεται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις». Αυτά τα είπε όταν συναντήθηκε με την ΟΤΟΕ. Ετσι, όπως τα είπε ήταν σκέτη κοροϊδία, γιατί ο ίδιος δεν έκρυψε την αλληλεγγύη του προς τους τραπεζίτες, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους: «Αν θέλουμε να συνεχιστεί ο τραπεζικός ανταγωνισμός, ο οποίος είναι προς όφελος του καταναλωτή, θα πρέπει να τους το επιτρέψουμε»!
Βρίσκουν, όμως, και τα κάνουν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Γιατί απέναντί τους δεν έχουν καν ένα ρεφορμιστικό κίνημα αποφασισμένο να διεκδικήσει αυτά που αποτελούν την υπόστασή του (το δικαίωμα να διαπραγματεύεται σε κλαδικό επίπεδο τους μισθούς), αλλά μια πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που κατάφερε να διαλύσει το τραπεζοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα και να το καταντήσει άθυρμα στα χέρια των τραπεζιτών και των κυβερνήσεων. Αυτή η συνδικαλιστική γραφειοκρατία πηγαινοέρχεται στα υπουργικά γραφεία και παίρνει μέρος στο θέατρο, επαινώντας τον Παναγιωτόπουλο και καταγγέλλοντας τον Αλογοσκούφη, λες και η κυβέρνηση δεν είναι ενιαία, λες και δεν έχει ενιαία οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Ακόμα και οι αντιδράσεις των εργατοπατέρων της ΟΤΟΕ είναι βουτηγμένες στη θεσμολαγνεία και την ευρωλαγνεία. Για «κατρακύλα κάποιων τραπεζιτών» που «ρίχνοντας λάδι στη φωτιά καταφέρονται κατά του Συντάγματος και δίνουν πισώπλατες μαχαιριές στο δημοκρατικό μας πολίτευμα», μιλούσε ο πρόεδρος της ΟΤΟΕ Δ. Τσουκαλάς μετά τη συνάντηση με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας. «Είναι ανήκουστο να αρνούνται ακόμα και τον κοινωνικό διάλογο, λες και είμαστε η οποιαδήποτε χώρα της Αφρικής και δεν είμαστε μια χώρα της ΕΕ», συμπλήρωνε σαν κομματάρχης μακρινής επαρχίας τη δεκαετία του ‘60. Είναι σίγουρο πως τον άκουσαν οι τραπεζίτες και λύθηκαν στα γέλια. Οσο για τις απειλές, αυτές πια κι αν τους τρομοκράτησαν: «Απεργία τη Δευτέρα. Από εκεί και πέρα θα προχωρήσουμε σε σύγκληση συνεδρίου, σε ενημέρωση του κόσμου, της κοινής γνώμης, ενημέρωση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, θα προχωρήσουμε προς όλες τις κατευθύνσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, θα αναδείξουμε το θέμα και να είσαστε σίγουροι ότι οι τραπεζίτες δεν θα το αντέξουν».
Λόγια, λόγια, λόγια. Λόγια που δεν μπορούν να εμπνεύσουν όχι φόβο αλλά ούτε καν ανησυχία στους τραπεζίτες. Τι φόβο να τους εμπνεύσει μια καμπανιακού τύπου αντίδραση, με μια 24ωρη κάθε δεύτερη βδομάδα (από τη Δευτέρα 6 Φλεβάρη πάμε στην Παρασκευή 17 Φλεβάρη, με μέριμνα πάντοτε να σχηματίζεται τριήμερο) και στο ενδιάμεσο δημόσιες σχέσεις; Οσο για τους ίδιους τους τραπεζοϋπάλληλους, φαίνονται να έχουν πέσει σε βαθύ λήθαργο, είτε αδιαφορώντας είτε αναθέτοντας εν λευκώ τις τύχες τους στην εργατοπατερία.








