Συζητήθηκε στις 9 του Μάρτη το θέμα ίδρυσης του σωματείου εργαζομένων στο καζίνο Ρόδου και η απόφαση θ’ ανακοινωθεί σε έναν περίπου μήνα. Θέλοντας, όπως προείπαμε, να καταθέσουμε κάποιες δικές μας σκέψεις, θα σταθούμε όσο πιο απλά γίνεται στα παρακάτω:
Υπάρχει μια γνωστή ιδιαιτερότητα στα ακριτικά νησιά. Οι άνθρωποι εδώ ζουν ως μη ιδιαιτέρως ενεργά υποκείμενα της Ιστορίας, μακριά από την πολιτική σκηνή, από τα κέντρα λήψης αποφάσεων αλλά και από το κίνημα. Οι πράξεις και οι κινήσεις τους περιορίζονται – πλην σπανιοτάτων ξεσπασμάτων – εντός των ορίων της αστικής νομιμότητας. Τα επίμονα βλέμματα μιας κοινωνίας κλειστής, ελεγχόμενης και τα πάντα για άπαντες γνωρίζουσας, είναι καρφωμένα πάνω στον καθένα και τα όποια νέα κυκλοφορούν πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού. Δεν γνωρίζουμε για τη Ρόδο, αλλά στη γειτονική Σύμη οι πολιτικές αποχρώσεις περιορίζονται σε τρία χρώματα, που είναι και της μόδας: Μπλε, πράσινο και συνασπιζέ. Δεν υπάρχει χώρος ούτε για το ΚΚΕ, το οποίο μόλις και μετά βίας μαζεύει κα’να δυο δεκάδες ψήφους σε μια κοινωνία 2.500 κατοίκων. Η ξενοφοβία, η καχυποψία και το «κούμπωμα» βασιλεύουν, ενώ η πολιτική δεν είναι παρά ένα κατεστημένο παιχνίδι μεταξύ δεδομένων χαρακωμάτων όσο και δεδομένων προσώπων. Πιστέψτε ότι ούτε ένας κάτοικος (ακόμη και εκ των πολιτικοποιημένων προς «προοδευτική» κατεύθυνση) γνωρίζει έστω και το παραμικρό απ’ όσα διαδραματίζονται στη δίκη του Κορυδαλλού!
Στη Ρόδο του κοσμοπολιτισμού και των χιλιάδων τουριστών, ίσως η ξενοφοβία να έχει αμβλυνθεί και τα όρια να είναι πλατύτερα. Πάντα όμως υπάρχει η περιχαράκωση (ασφαλώς κάποιοι θα φροντίζουν ακάματα και…φιλοκερδώς και γι’ αυτό). Γιατί η αδηφάγος βιομηχανία του τουρισμού, έχει στήσει τους μικρούς και μεγάλους κολοσσούς στο νησί του Κολοσσού και φυσικά θα περιφρουρεί τα κεκτημένα της και τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες για μεγαλύτερα κέρδη. Οι εργαζόμενοι είναι μοιραία αφημένοι στην τύχη τους. Και φαντάζομαι ότι το κίνημα, παρ’ όλες τις φιλότιμες κι επίπονες προσπάθειες, είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένο να δουλεύει περισσότερο στο κέντρο, ελπίζοντας να συμπαρασύρει και την περιφέρεια, παρά το αντίθετο. Ομως είναι από δύσκολο έως απίθανο να συμπαρασυρθεί η περιφέρεια ή έστω τέτοια ιδιαίτερα τμήματά της. Φαντάζει σα να ζητάμε από ένα μαθητή του δημοτικού να λύσει μια δευτεροβάθμια εξίσωση!
Δεν ξέρω αν κάτι θα άλλαζε θεαματικά με την παρουσία κάποιων ανθρώπων εδώ, μα κι έτσι να γινόταν, δεν συμβαίνει ούτε αυτό. Μοιραία λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι, ελπίζουν ακόμα στη Δικαιοσύνη. Μπορεί στο καφενείο να τους ακούσεις να την αμφισβητούν, θα είναι όμως πάνω στην οργή τους, κάτι που κάνει τον κυρ-αστυνόμο όχι μόνο να χαμογελάει, μα και να παίρνει άφοβα μέρος στις συζητήσεις. Μια οργή που είναι απίθανο να ωριμάσει πολιτικά, να τεκμηριωθεί και να αντιληφθεί την πραγματική κατεύθυνση των πραγμάτων, γιατί της λείπει τόσο το έρεισμα όσο και η συνειδητοποίηση ή έστω η συγκεκριμενοποίηση. Από την άλλη πλευρά, ας μην κρυβόμαστε, κουτσά στραβά βολεύονταν ή έλπιζαν να βολευτούν ως τώρα οι συντριπτικά περισσότεροι, δίνοντας το βήμα στον αγώνα δρόμου. Γι’ αυτό και συμμετέχουν σ’ ένα παιχνίδι με δοσμένους κανόνες. Τώρα που η καπιταλιστική καταιγίδα αγριεύει, νιώθουν μεν να κλονίζονται, μα προσπαθούν ν’ αρπαχτούν απ’ αυτά που βλέπουν και ξέρουν. Και δε διαφαίνεται να είναι έτοιμοι να δουν μακρύτερα από την «διαιτησία», μιας και δεν έτυχε ως τώρα η υπακοή τους να συγκρουστεί μαζί της για κάτι μεγάλο. Και φυσικά, φροντίζουν πάντα τα άγρυπνα μάτια του καθεστώτος να ενισχύουν τις κοίτες (συνδικαλιστικές ή άλλες) και να χρησιμοποιούν με ευκολία τους αποσβεστήρες κραδασμών, κάτι πεπαλαιωμένα μηχανήματα που δεκαετίες τώρα κάνουν μια χαρά τη δουλίτσα τους στην ελεγχόμενη επαρχία. Βέβαια, τώρα που όλα αρχίζουν να απεκδύονται τους μανδύες και η επίθεση του κεφαλαίου σαρώνει, θα νιώσουν το γερό τράνταγμα. Μα είναι ακόμα νωρίς, γιατί δεν έχουν παιχτεί τα τελευταία χαρτιά. Οι πλατιές μάζες απασχολούνται στην τουριστική βιομηχανία η οποία θα δει την μπόρα πολύ αργά, μιας και βρίσκεται στην πλαγιά του κερδοφόρου βουνού, απ’ όπου δεν μπορεί να δει όλο τον ουρανό. Και πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει τα σύννεφα πάνω απ’ το κεφάλι της, θα φάει την μανιασμένη καταιγίδα.
Προς το παρόν βασιλεύει ο παραγοντισμός («καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη», πιστεύουν όσοι «αδικήθηκαν που έμειναν πίσω»), ο μικροκομματισμός, τα μικρά και μεγάλα κατεστημένα και φυσικά το άγρυπνο μάτι του νόμου που ξεκινάει από τον αέναο εκφοβισμό μέσω των ΜΜΕ και φτάνει ως τον περιπτερά και τον γείτονα. Θα φαντάζεστε τις μεγάλες περιπέτειες που γεμίζουν τον καιρό όποιου κάνει λόγο για Μαρξ, καπιταλισμό, πολιτικοκοινωνική παρακμή, ακόμη και για την ελάχιστη σκέψη, έτσι δεν είναι; Πού να πιστέψουν αυτοί που δεν τους καλλιεργήθηκε καμιά ταξική συνείδηση; Ο νεαρός συνδικαλιστής με το ακριβό κοστούμι που αναζητά συμμαχίες κι αναγνώριση, ο εργαζόμενος που ξεχρεώνει το ακριβό αυτοκίνητο κι ο άλλος που χτίζει rooms to let στην πατρογονική εστία; Οι κάμερες που καίγονται είναι κάτι σαν βραδινή ταινία «μακριά από εμάς» στο χαζοκούτι, ο ατομοκεντρισμός βρίσκει εδώ το πιο εύφορο χωράφι, ο πολιτισμός συνοψίζεται στις πίστες, ενώ η πολιτική είναι για τα κρύα βράδια στο καφενείο και για λίγους μήνες καυγάδων αυτοπροβολής όταν υπάρχουν εκλογές. Τίποτε περισσότερο και δυστυχώς όλο και λιγότερο…