Η τελευταία Ολομέλεια των Προέδρων (27/10) των διδασκαλικών συλλόγων, η ολομέλεια που επικύρωσε το κλείσιμο της μεγάλης απεργίας των 6 εβδομάδων, ανέδειξε αυτό που ισχυρισθήκαμε και στα προηγούμενα φύλλα της Κόντρας.
Οτι και στην εκπνοή της 6ης εβδομάδας παρέμεινε ζωντανός ο δυναμικός πυρήνας της απεργίας και ότι το απεργιακό κομμάτι των εκπαιδευτικών που μπαινόβγαινε στην απεργία είχε ακόμα στοιχεία δυναμικής, τα οποία βεβαίως -ύστερα από αυτά που προηγήθηκαν, την ηττοπαθή δηλαδή στάση του συνόλου της ηγεσίας της ΔΟΕ ύστερα απ’ τη συνάντηση με τον Καραμανλή, τις διαλυτικές λογικές που συμπηκνώνονταν στις προτάσεις για «αλλαγή μορφής»- δεν ήξερε πώς ακριβώς να τα αξιοποιήσει.
Δυο σύλλογοι, ο πολυπληθής σύλλογος του Ηρακλείου Κρήτης «Δομίνικος Θεοτοκόπουλος» και ο σύλλογος του Μενιδίου ψήφισαν την πρόταση για συνέχιση της απεργίας με νέα πενθήμερη (για 7η εβδομάδα). Στη συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων συλλόγων, όσων οι πρόεδροί τους τοποθετήθηκαν στην Ολομέλεια, οι εκπαιδευτικοί διασπάστηκαν σε πολλές προτάσεις -ανάμεσα στις οποίες και η 5ήμερη- και τελικά η πρόταση της ΔΟΕ για δυο 24ωρες (3 και 9 Νοέμβρη) είτε συγκέντρωσε σχετική πλειοψηφία, είτε απορρίφθηκε.
Γενικά, η αίσθηση ήταν ότι η πρόταση της ΔΟΕ δεν έτυχε της καθολικής αποδοχής, όπως τις προηγούμενες φορές. Οτι δεν απηχούσε το αγωνιστικό αίσθημα του κόσμου της απεργίας, που είτε είχε ξεκάθαρη άποψη για συνέχιση με την ίδια μορφή (5ήμερη), είτε έψαχνε τρόπους να εκφρασθεί με μορφές που, κατά τη γνώμη του, θα έβγαζαν περισσότερη δυναμική από αυτή που έβγαζε η πρόταση του ΔΣ της ΔΟΕ και θα αντιστοιχούσαν στις ανάγκες των καιρών και σ’ όλο αυτό το μεγαλειώδες κίνημα που αναπτύχθηκε τις προηγούμενες εβδομάδες.
Επιβεβαίωση τούτου του αγωνιστικού αισθήματος ήταν το μεγαλειώδες συλλαλητήριο που προηγήθηκε της Ολομέλειας. Οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας, που μαζί με τους μαθητές και φοιτητές, βούλιαξαν το Σύνταγμα δυο μέρες πριν (και μια μέρα πριν τη συνεδρίαση-παρωδία του ΔΣ της ΔΟΕ) δεν είχαν αισθήματα ή μόνον αισθήματα απογοήτευσης. Γιατί τότε θα ήταν ήδη πίσω στις τάξεις τους και όχι στο δρόμο και δεν θα τους συγκινούσε κανένα αγωνιστικό κάλεσμα για διαδήλωση και διατράνωση της οργής τους. Είχαν -στα διάφορα κομμάτια τους- και διάθεση να παλέψουν και όλοι μαζί πολύ θυμό για την αδιαλλαξία της κυβέρνησης και τον εμπαιγμό τους από τον ίδιο τον Καραμανλή.
Τα ανάμεικτα αισθήματα -και όχι πάντως την απογοήτευση ή την ενσωμάτωση της ήττας- εξέφρασαν στη συνέχεια και οι παρεμβάσεις στις παρελάσεις για την 28η Οκτωβρίου σε όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Ολα αυτά αποδεικνύουν ότι η διάθεση να συνεχιστεί η απεργία δεν ήταν μόνο στο μυαλό κάποιων μεμονωμένων αμετανόητων. Και ότι η πρόταση για συνέχιση με νέα 5ήμερη είχε πραγματικά υλική βάση.
Ηταν η μοναδική πρόταση που χάραζε προοπτική για να πετύχει η απεργία (η επιτυχία, βεβαίως, είναι σχετική και έχει να κάνει με το συσχετισμό δυνάμεων και το timing). Και σε επίπεδο αιτημάτων, με περαιτέρω υποχώρηση της κυβέρνησης και αυτό βεβαίως θα ήταν ευεργετικό για την πλειοψηφία των απλών εκπαιδευτικών, που έκλεισαν τα σχολειά και κατέβηκαν στους δρόμους, για την παραπέρα ενεργητική συμμετοχή τους στους απεργιακούς αγώνες του μέλλοντος. Αλλά και σε ηθικό επίπεδο, ενισχύοντας το αίσθημα της νίκης στους εκπαιδευτικούς, στην περίπτωση που η κυβέρνηση αποκάλυπτε το άγριο κατασταλτικό της πρόσωπο, αφού πια είχαν εξαντληθεί τα περιθώρια γι’ αυτή, με την οριοθέτηση της σύγκρουσης στο ανώτατο επίπεδο, στο πρόσωπο του Καραμανλή.
Τώρα, μετά το συλλαλητήριο, την Ολομέλεια των Προέδρων και τις παρεμβάσεις στις παρελάσεις, αποδεικνύεται ότι η πρόταση αυτή είχε όχι μόνο την ουσία να αντιπαρατεθεί στην κυβερνητική αδιαλλαξία, αλλά και την υλική βάση, στον κόσμο της απεργίας.
Παρόλα αυτά η ΔΟΕ, στο σύνολό της, έκλεισε αυτή την πόρτα και ομόφωνα (πλην της ΔΑΚΕ που κινούνταν από την αρχή σε άλλο μήκος κύματος) ψήφισε την αποκλιμάκωση, τη διαλυτική, ηττοπαθή πρόταση των δυο 24ωρων απεργιών. Εμεινε δε αμετακίνητη σε αυτή, παρά το μεγαλειώδες συλλαλητήριο και τα όσα ακούστηκαν στην Ολομέλεια των Προέδρων.
Βεβαίως, όλες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις, που μαζί ξεκίνησαν την απεργία ή τη «στήριξαν» και μαζί την έκλεισαν, κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Μπράτη, δεν είχαν την ίδια συμπεριφορά, ταυτόσημους σκοπούς και στόχους.
Η ΠΑΣΚ, όντας συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ, του άλλου κόμματος εξουσίας που στη φάση αυτή είναι στην αντιπολίτευση, είναι φανερό ότι ξεκίνησε την απεργία (η πρώτη 5ήμερη εξαγγέλθηκε από τον Ιούνιο) για να τη χρησιμοποιήσει ως όχημα στις δημοτικές εκλογές, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά, σε επίπεδο ψήφων, τα γεγονότα και τα αποτελέσματά της. Αλλωστε δεν πίστευε διόλου ότι αυτή θα έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις. Από το τέλος κιόλας της πρώτης εβδομάδας έψαχνε διεξόδους διαφυγής με τη χαρακτηριστική εκβιαστική απόφαση-πακέτο, που προτάθηκε από τον Μπράτη στην πρώτη Ολομέλεια (που αποφάσιζε τη συνέχιση της απεργίας και για δεύτερη εβδομάδα και ενόψει της συνάντησης με την υπουργό Παιδείας), που περιείχε τη σιβυλλική πρόταση της επανεκτίμησης της κατάστασης σε περίπτωση που υπάρξουν «θετικές εξελίξεις» για τον κλάδο. Το βιολί αυτό η ΠΑΣΚ το έπαιξε σε όλη τη διάρκεια της απεργίας, στην οποία σύρθηκε κυριολεκτικά λόγω της μαζικής, δυναμικής συμμετοχής της βάσης των εκπαιδευτικών, που διατρανώνονταν στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια και της άκαμπτης, προκλητικής στάσης του υπουργείου Παιδείας, που δεν της πρόσφερε το παραμικρό για να πιαστεί και να κηρύξει άμεση υποχώρηση.
Από τη μια μεριά ο Μπράτης και τα μεγαλοστελέχη της ΠΑΣΚ κρατούσαν «το ίσιο» δίνοντας ρεσιτάλ αγωνιστικότητας στα τηλεπαράθυρα και τα μικρόφωνα, μη ξεχνώντας ποτέ να στείλουν μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι είναι έτοιμοι να ανακρούσουν πρύμναν με κάποια «λογική παραχώρηση», δηλώνοντας στην ουσία αδυναμία, ακόμα και στο «καπάκι» του συλλαλητηρίου των 50.000 εκπαιδευτικών, και από την άλλη τα απλά μέλη της που δεν έβαζαν καμιά πλάτη στην απεργία στους τοπικούς συλλόγους, αποφεύγοντας τη συμμετοχή στις απεργιακές επιτροπές, τη λειτουργία απεργιακών ταμείων, τη διοργάνωση τοπικών εκδηλώσεων, κ.λπ. Σε όλους τους υπόλοιπους εργασιακούς χώρους, η ΠΑΣΚ έπαιξε ανοιχτό απεργοσπαστικό ρόλο, αρνούμενη να πάρει πρωτοβουλίες ή βάζοντας εμπόδια σε εκδηλώσεις και απεργίες υποστήριξης του αγώνα των δασκάλων.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η συνάντηση με τον Καραμανλή. Την πρόταση επανέφερε στο τραπέζι ο ίδιος ο Μπράτης στην εκπνοή της 5ης εβδομάδας (ήξερε κάτι; Υπήρξαν διαβεβαιώσεις κάτω απ’ το τραπέζι, ανάμεσα στα δυο κόμματα εξουσίας;). Το αποτέλεσμα ήταν να σταθεί μπροστά στις κάμερες σα δαρμένος γραφειοκράτης συνδικαλιστής, σαν απολογούμενος, «ξεχνώντας» να καταγγείλει τον πρωθυπουργό για τον ξετσίπωτο εμπαιγμό, σηκώνοντας ως σημαντικό ζήτημα το ότι τους δέχτηκε ο Καραμανλής και είχαν συζήτηση σε θετικό κλίμα.
Ο Μπράτης, στο πρόσωπο του οποίου προσωποποιήθηκε και αποτυπώθηκε τη στιγμή εκείνη όλη η πολιτική της ΠΑΣΚ στην απεργία, λειτούργησε με γνώμονα μόνο την υπευθυνότητα απέναντι στο σύστημα. Με τη στάση του, με αυτά που είπε και περισσότερο με αυτά που δεν είπε, έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα, με στόχο να σταλεί στους απεργούς το μήνυμα της ήττας και της παραίτησης.
Ετσι ήρθε σαν ώριμο φρούτο πια η πρόταση για κλείσιμο της απεργίας στο ΔΣ της ΔΟΕ, πρόταση που μεθόδευσε αριστοτεχνικά η ΠΑΣΚ στη συνεδρίαση-παρωδία (αποκαλυπτικό ρεπορτάζ στην προηγούμενη Κόντρα), βάζοντας στο βρακί της όλους τους υπόλοιπους, χρεώνοντας την «πρωτοβουλία» της διατύπωσης της συγκεκριμένης πρότασης των δυο 24ωρων απεργιών (αρχικά 3) στον εκπρόσωπο των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ-ΚΙΝΗΣΕΩΝ-ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΩΝ (η λέξη «πρωτοβουλία» μπαίνει σε εισαγωγικά για να καταδείξει ότι το παιχνίδι στο ΔΣ ήταν σικέ, ότι όλοι είχαν έρθει με απόφαση να κλείσουν την απεργία, πλην όμως κανένας δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη να την πει πρώτος).
Από τη μεριά της η ΕΣΑΚ-ΔΕΕ-ΠΑΜΕ ακολούθησε έναν άλλο δρόμο με «αριστερή» φρασεολογία και δεξιά πρακτική. Διαφωνώντας με την κήρυξη της απεργίας, στο πλαίσιο της ιδιότυπης σεχταριστικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων του Περισσού, που έχει καταλήξει μέσα στο κίνημα πρακτικά να αρνείται κάθε οικονομικό και διεκδικητικό αγώνα αντιπαραβάλλοντας τις προϋποθέσεις του πανεργατικού μετώπου και ενός κατεβατού πολιτικών συνθημάτων με κατεύθυνση ούτε λίγο ούτε πολύ να παρθούν τώρα τα «χειμερινά ανάκτορα», ενώ παίζει ψηφοθηρικά στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, στο παιχνίδι διαχείρισης του πολιτικού συστήματος, η ΕΣΑΚ καταρχάς κρατήθηκε στο επίπεδο του απλού παρατηρητή. Στη συνέχεια, βλέποντας τη μάζα να την ξεπερνά και να δίνει δυναμικά τον αγώνα, προσχώρησε στην απεργία, κρατώντας όμως μονίμως το ένα ποδάρι της απέξω. Σε κάθε γενική συνέλευση των συλλόγων επανέφερε πιεστικά το «πλαίσιο των αιτημάτων», λες και η απεργία κρίνονταν από αυτό ή μόνον από αυτό, σπέρνοντας με τον τρόπο όμως αυτό αμφιβολίες στους εκπαιδευτικούς. Με την τακτική της αυτή υπονόμευσε τη θέληση και αποφασιστικότητά τους να αγωνιστούν. Και ενώ η απεργία είχε ανάγκη από μαζικότερη ενεργητική συμμετοχή των απλών εκπαιδευτικών στις απεργιακές επιτροπές, από στήριξη των ταλαντευόμενων με εκδηλώσεις και απεργιακά ταμεία, από το πλατύ άνοιγμά της μέσα στην εργαζόμενη κοινωνία, η παράταξη του Περισσού, στο όνομα της «ιδεολογικής καθαρότητας» απείχε επιδεικτικά από όλα αυτά. Απουσίαζε απ’ τις κοινές απεργιακές επιτροπές, δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες σαν τις παραπάνω ακόμα και σε συλλόγους που διαθέτει ισχυρή δύναμη στα ΔΣ, στις εκδηλώσεις παρίστατο δια αντιπροσώπων, με το σώμα της και όχι το πνεύμα της και από τα μεγάλα συλλαλητήρια κρατήθηκε καταρχήν μακριά και στη συνέχεια στις παρυφές τους. Τα δε εργατικά σωματεία που ελέγχει με το ζόρι μπήκαν στον αγώνα -και αυτό πάλι τυπικά και προς το τέλος- για τη στήριξη της απεργίας των δασκάλων.
Υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά αυτό που αρχικά αναφέραμε -τη δεξιά δηλαδή πρακτική της ΕΣΑΚ- ο εκπρόσωπός της στο ΔΣ της ΔΟΕ, ψήφισε και αυτός την πρόταση των δυο 24ωρων, αφού αρχικά αναφέρθηκε με το γνωστό βερμπαλιστικό τρόπο στο «ταξικό πλαίσιο» και αφού είπε το ανεκδιήγητο ότι «αν πέσει στο τραπέζι πρόταση για 5ήμερη θα την ψηφίσω» και ότι «αν μπουν εναλλακτικές μορφές, εγώ θα προτείνω δυο 48ωρες». Δηλαδή το «Κόμμα της Εργατικής Τάξης» δεν είχε άποψη για το κίνημα, για την απεργία, αλλά περίμενε από τους άλλους να πουν τη δική τους, ενώ και τα του «πλαισίου» τα έκανε εκείνη τη στιγμή «γαργάρα». Και τώρα έρχεται τιμητής σ’ έναν αγώνα που δεν τον έδωσε με την ψυχή του και που σ’ ένα βαθμό τον υπονόμευσε, να πει πως είχε δίκιο που από την αρχή δεν υποστήριξε τη συγκεκριμένη απεργία.
Οσον αφορά στις ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ – ΚΙΝΗΣΕΙΣ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ μια φράση έχουμε να πούμε: Δυστυχώς επτωχεύσαμε.
Οι άνθρωποι που σήκωσαν στην πλάτη τους την απεργία, που κινούνταν στον δυναμικό πυρήνα της, που ήταν η ραχοκοκαλιά των απεργιακών επιτροπών και των εκδηλώσεων, λύγισαν στην κρίσιμη στιγμή. Δεν μπόρεσαν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και λάκισαν.
Στο παιχνίδι της μπλόφας του Μπράτη στο ΔΣ της ΔΟΕ, χρεώθηκαν την ξεφτίλα «της πρωτιάς», κλείνοντας την απεργία και προτείνοντας τη «συνέχισή» της με 3 συγκεκριμένα 24ωρα απεργιακά βήματα (3,9 και 17 Νοέμβρη), και αυτό ο χώρος θα το πληρώσει πολύ ακριβά το επόμενο διάστημα, μη αντέχοντας το ηθικό βάρος αυτής της απόφασης και πρακτικής.
Σε καμιά περίπτωση δεν μας πείθουν οι δικαιολογίες του εκπροσώπου των ΠΑΡΕΜΒΑ-ΣΕΩΝ στην Ολομέλεια των Προέδρων, μετά το πέρας της συζήτησης, όπου επιχειρήθηκε ένα είδος αυτοκριτικής με αναφορές περί «πιθανού λάθους» στην εκτίμηση της κατάστασης, όταν παράλληλα συνεχίστηκε να προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο κόσμος της απεργίας δεν έδειξε δυνατά τη διάθεση και απόφαση να συνεχίσει με νέα 5ήμερη.
Και τούτο γιατί το επιχείρημα αυτό για μας είναι κάλπικο.
Δεν μπορεί να εγκαλείς για την αποφασιστικότητά του έναν κόσμο, που εξακολουθεί, έστω και με ταλαντεύσεις, να κρατά άσβεστη την απεργιακή δυναμική, όταν εσύ αυτόν τον κόσμο δυο βδομάδες πριν το κλείσιμο της απεργίας (για να μην αναφερθούμε στα πιο δεξιά στοιχεία του χώρου που από πολύ νωρίς είχαν αρχίσει το παραμύθι) τον επεξεργάζεσαι με ηττοπαθείς λογικές και προτάσεις περί αδιεξόδου του συγκεκριμένου αγώνα και αναγκαιότητας αλλαγής των μορφών.
Δεν μπορεί να τον εγκαλείς, όταν από την πέμπτη εβδομάδα συμπλέεις με το Μπράτη στην κοινή πρόταση για τριήμερη απεργία, αφήνοντας απέξω τη μέρα της σχολικής γιορτής για την 28η Οκτωβρίου, εμφανίζοντας πρόσωπο απολογούμενο απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία και την κυβέρνηση που οδήγησε τα πράγματα στην Παιδεία στο απροχώρητο, και τελικά κάνεις πίσω από την απόφαση αυτή (που έγινε 5ήμερη και για την πέμπτη εβδομάδα), χωρίς δημόσια αυτοκριτική και συγγνώμη από τους απεργούς που σου άνοιξαν τα μάτια.
Δεν μπορεί να εγκαλείς τον κόσμο, όταν δέχεσαι σιωπηρά το παιχνίδι του Μπράτη μπροστά στις κάμερες, έπειτα από τη συνάντηση με τον Καραμανλή. Οταν, θεωρώντας ότι η στάση αυτή στέλνει μήνυμα ηττοπάθειας στη βάση των εκπαιδευτικών, δεν αρπάζεις το μικρόφωνο να καταγγείλεις τον εμπαιγμό και να καλέσεις τον κόσμο ν’ αγωνιστεί, διαχωρίζοντας αποφασιστικά τη θέση σου από την πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Δεν μπορεί να εγκαλείς τον κόσμο, όταν κανείς απ’ το πανεκπαιδευτικό μέτωπο δεν του δίνει αποφασιστικά το χέρι, αφού και οι αντίστοιχες δυνάμεις σου στο χώρο των Πανεπιστημίων και της ΟΛΜΕ κρατούν σε αμυντικό και όχι επιθετικό βηματισμό το φοιτητικό κίνημα και τους καθηγητές.
Οπως σε καμιά περίπτωση δεν μας πείθουν οι δικαιολογίες ότι το βάρος του μοναχικού αγώνα των δασκάλων έγινε ασήκωτο, αφού ο Καραμανλής ύψωσε μπροστά τους το Σύμφωνο Σταθερότητας, την ΟΝΕ, τους δείκτες του Αλμούνια και πάει λέγοντας. Γιατί εμείς θα υποβάλουμε το αφελές ερώτημα: Καλά, όλα αυτά τώρα τα ανακάλυψαν οι ηγέτες των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ, δεν τα γνώριζαν από πριν, όντας στην πρωτοπορία του ταξικού προσανατολισμού του συνδικαλιστικού κινήματος;
Δυστυχώς, γι’ αυτούς, αποδείχθηκαν λιπόψυχοι στις κρισιμότερες για την έκβαση της απεργίας στιγμές. Παρά τα μεγάλα λόγια «υπεύθυνων» συνδικαλιστών ότι δεν «δικαιούμαστε να κάψουμε τον δυναμικό πυρήνα της απεργίας», οι ηγέτες των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ έκαναν, με την απόφασή τους για κλείσιμο της απεργίας, ακριβώς αυτό. Εκαψαν δηλαδή τον δυναμικό απεργιακό πυρήνα, έμπηξαν τα μαχαίρι στην πλάτη της απεργίας. Γιατί, βεβαίως, κανείς νοήμων, κανένας που διαθέτει εμπειρία κινήματος, και μάλιστα στην παρούσα φάση, δε μπορεί στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι η «συνέχιση» με δυο ή τρεις 24ωρες, έπειτα από απεργιακό αγώνα 6 εβδομάδων, μπορεί να βγάλει δυναμική, μπορεί να δώσει λύσεις.
Οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ παγιδεύτηκαν και πάλι από το Μπράτη (όπως και στην πρώτη Ολομέλεια των Προέδρων που προαναφέραμε, με την απόφαση-πακέτο) και έχασαν την ευκαιρία να τον αποκαλύψουν, να τον σύρουν σε μια νέα 5ήμερη (για 7η εβδομάδα), αν πραγματικά βεβαίως πίστευαν πρωτίστως σ’ αυτή.
Οι αναφορές του εκπροσώπου των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ στη ΔΟΕ περί «αναγκαίου» (και «εφικτού», που δεν λέχθηκε δημοσίως απ’ τον ίδιο, αλλά από το Μπράτη που δεν πήρε απάντηση), για συνέχιση δηλαδή της απεργίας με την ίδια μορφή, δεν είχαν ειλικρινές περιεχόμενο. Γιατί τους δόθηκε η ευκαιρία στο ΔΣ της ΔΟΕ να πάρουν τέτοια απόφαση, σέρνοντας μαζί τους την ΠΑΣΚ (ο Μπράτης δήλωσε ότι την απόφαση θα την έπαιρναν όλοι μαζί και ότι δεν θα ψήφιζε καμιά πρόταση αν δεν την ψήφιζαν και οι άλλοι) και την ΕΣΑΚ, αλλά δεν το έπραξαν. Αντί δηλαδή να αρθούν στο ύψος των αναγκών των καιρών, να αφουγκραστούν τον παλμό του δυναμικού πυρήνα της απεργίας, να ταρακουνήσουν και να πάρουν απ’ το χέρι τον ταλαντευόμενο κόσμο, αυτοί προτίμησαν να ταυτιστούν με τον τελευταίο, λειτουργώντας σαν παράγοντες που οπισθοχωρούν τρομαγμένοι μην τυχόν και λακίσουν οι λιγότερο αποφασισμένοι ή συντηρητικοί ψηφοφόροι τους απ’ τα περίφημα «αγωνιστικά» τους ψηφοδέλτια.
Σε κάθε περίπτωση, βεβαίως, ο αγώνας θα συνεχιστεί. Γιατί τα προβλήματα που ταλανίζουν το δημόσιο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς είναι εδώ, γιατί αυτά που έρχονται είναι δυσβάσταχτα.
Και οι απλοί εκπαιδευτικοί, με πρώτους αυτούς που αποτέλεσαν το μπλοκ της μεγάλης απεργίας, πρέπει να ετοιμαστούν για τους αγώνες που έρχονται.
Μετουσιώνοντας την πείρα από τις θετικές και αρνητικές στιγμές της απεργίας σε δύναμη αγωνιστικής προοπτικής.
Προετοιμάζοντας τον αγώνα με γερά απεργιακά ταμεία, με αποφασιστικό άνοιγμα στην εργαζόμενη κοινωνία, πετυχαίνοντας τη μέγιστη δυνατή ενεργητική συμπαράσταση και συμπαράταξη, με αμείωτη προβολή των δίκαιων αιτημάτων. Με τη μαζική, δυναμική, ενεργητική παρέμβαση όλων στις εκδηλώσεις της απεργίας και τις απεργιακές επιτροπές, ώστε να σχηματίζουν ιδία αντίληψη, απομονώνοντας τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, παίρνοντας την υπόθεση αποκλειστικά στα χέρια τους, χωρίς ν’ αναθέτουν την τύχη τους στους όποιους «φωτισμένους» ηγέτες. Επιδεικνύοντας μέγιστη αποφασιστικότητα στις κρίσιμες στιγμές.
Γιούλα Γκεσούλη








