Στο προηγούμενο φύλλο, σε άρθρο με τίτλο «Ξεπατώνουν μισθούς και εργασιακές σχέσεις», αναφερθήκαμε εν εκτάσει στη δημαγωγική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ για να «παγώσει» δήθεν ο αντεργατικός νόμος για τη μετενέργεια και τις συλλογικές συμβάσεις. Γράψαμε ότι δεν μπορεί ο νόμος να τροποποιηθεί (γιατί δεν υπάρχει Βουλή) και προεξοφλήσαμε πως από την «πρωτοβουλία» του ΔΗΜΑΡίτη Ρουπακιώτη, που έγινε μετά από πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται να βγει απολύτως τίποτα. Επικεντρωθήκαμε, δε, στην πραγματική κατάσταση που επικρατεί, με τους ξεσαλωμένους καπιταλιστές να κάνουν ό,τι θέλουν, εξαναγκάζοντας τους εργάτες να υπογράφουν ατομικές συμβάσεις εργασίας με το πιστόλι στον κρόταφο.
Το άρθρο αυτό έτυχε ιδιαίτερα θερμής υποδοχής στο Διαδίκτυο, όπως αποδεικνύει η αναδημοσίευσή του από δεκάδες σάιτ και μπλογκ. Την ώρα, δε, που η «Κ» τυπωνόταν, στο υπουργείο Εργασίας έμπαινε τέλος στο καραγκιοζιλίκι, καθώς δεν υπήρξε καμιά συμφωνία ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις (η κάθε πλευρά έλεγε τα δικά της). Ξεδιάντροποι όπως πάντα, οι ΣΥΡΙΖΑίοι έσπευσαν να βγάλουν πύρινη ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου για να μας πουν ότι ο ΣΕΒ και ο σύνδεσμος ξενοδόχων «έχουν τη βασική ευθύνη για την μη επίτευξη συμφωνίας για το πάγωμα της άρσης της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων μέχρι τις εκλογές στη σημερινή σύσκεψη εργοδοτικών φορέων και ΓΣΕΕ, η οποία συγκλήθηκε με πρωτοβουλία του υπουργού εργασίας κ. Αντώνη Ρουπακιώτη».
Ενώ αυτοί δεν έχουν καμιά ευθύνη. Ούτε καν την ευθύνη για την καλλιέργεια φρούδων ελπίδων στους εργαζόμενους. «”Παγώνουν” μέχρι το τέλος Ιουνίου οι μνημονιακές διατάξεις του Νόμου 4046/12 και της εφαρμοστικής πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου», έγραφε η «Αυγή» στις 22 Μάη, μετά τη συνάντηση κάποιων εργατοπατέρων (από Ομοσπονδίες που έχει κάποια δύναμη και ο συνδικαλιστικός βραχίονας του ΣΥΡΙΖΑ) με τον Ρουπακιώτη. Το είχαν δεδομένο ότι «παγώνουν» οι διαδικασίες, ενώ δεν υπήρχε καμιά θεσμική δυνατότητα για κάτι τέτοιο (πράγμα που γνώριζαν πολύ καλά). Ακόμα και αν έκανε κάποια συμφωνία ο ΣΕΒ με τη ΓΣΕΕ, αυτή δεν θα ήταν δεσμευτική για κάθε καπιταλιστή, που θα μπορούσε ελεύθερα να εφαρμόσει το νόμο.
«Είμαστε βέβαιοι ότι μετά την ανατροπή της 6ης Μαΐου, που πάγωσε τα μνημονιακά μέτρα των ιδιωτικοποιήσεων και της μετενέργειας, θα έρθει η οριστική νίκη στις 17 του Ιούνη», δήλωνε ο Τσίπρας, δυο μέρες αργότερα, μετά από συνάντηση με εργατοπατέρες. Το είχε κι αυτός δεδομένο: η άρση της μετενέργειας «πάγωσε»! Προσέξτε: η δήλωση αυτή έγινε στις 24 Μάη, μια μέρα πριν το τελικό φιάσκο στο γραφείο του Ρουπακιώτη. Μιλάμε, δηλαδή, για πολιτική αγυρτεία, για αδίστακτη δημαγωγία.
Βέβαια, μετά το φιάσκο, για το οποίο έριξαν όλη την ευθύνη στο ΣΕΒ και στους ξενοδόχους (και καθόλου στη ΓΣΕΕ, την οποία έβγαλαν λάδι), οι ΣΥΡΙΖΑίοι είχαν έτοιμη τη νέα φάση της δημαγωγίας: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να αγωνίζεται για το ξήλωμα και την κατάργηση των μνημονίων της καταστροφής. Ο λαός με τους αγώνες και την ψήφο του στις 17 Ιούνη θα ενισχύσει τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση των δυνάμεων της Αριστεράς και να μπει ένα τέλος στην οικονομική, κοινωνική και ανθρωπιστική καταστροφή που συντελείται σε βάρος του λαού και της χώρας μας». Μ’ άλλα λόγια, ψηφίστε μας για να κάνουμε μετεκλογικά αυτά που δεν μπορέσαμε να κάνουμε τώρα!
Η «Αυτόνομη Παρέμβαση», συνδικαλιστικός βραχίονας του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αναγκασμένη να την πέσει και στη ΓΣΕΕ, αλλά και να κρατήσει κάποια μπόσικα, γιατί παραήταν χοντρό το δούλεμα. Σε ανακοίνωσή της κατηγόρησε την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ ότι «αντί να ενισχύσει την πρωτοβουλία αυτή και να της προσδώσει από σήμερα εκείνα τα αναγκαία πολιτικά και δεσμευτικά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν πρώτα στην αναχαίτιση ανοίγοντας στη συνέχεια δρόμους για την οριστική κατάργηση των μέτρων, επέλεξε με πολλά ζικ ζακ τα ήρεμα νερά της ακινησίας και της αδράνειας». Και καλά η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, που πήρε 17% στις εκλογές και λέει ότι τώρα πάει για 30%, γιατί δεν κατέβασε τους εργαζόμενους στο δρόμο για να επιβάλουν το «πάγωμα»; Καμαρώνουν για την εκλογική τους δύναμη, όμως η κοινωνική τους δύναμη απλούστατα δεν υπάρχει. Κάλεσαν σε συγκέντρωση και διαδήλωση γι’ αυτό το θέμα, με όχημα τον «Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα» και μετά βίας μαζεύτηκαν μερικές εκατοντάδες νοματαίοι, κυρίως συνδικαλιστικά στελέχη.
Η ΑΠ, όμως, είχε έτοιμη και την απάντηση για το διαφαινόμενο φιάσκο. Η πρωτοβουλία, λέει, ήταν σημαντική, διότι οδήγησε σε μια «κινητικότητα», η οποία «επανέφερε στο δημόσιο διάλογο, μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας, κρίσιμα θέματα που αφορούν την εργασία και τις επιπτώσεις των μνημονιακών μέτρων ως προς την εξαφάνιση των μισθών», «επέφερε ένα πολιτικό ρήγμα στην ιδεολογική κυριαρχία του απολύτως απαραβίαστου των Μνημονίων» (!) και «υποχρέωσε το αστικό μπλοκ να ξεγυμνωθεί στα μάτια της κοινής γνώμης»!
Αυτό το αισχρό καραγκιοζιλίκι είναι διδακτικό από πολλές επόψεις. Το κυριότερο επιμύθιο θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στα εξής: Οπως «πάγωσε» η άρση της μετενέργειας προεκλογικά, έτσι θα «καταργηθεί» και το Μνημόνιο μετεκλογικά!
Υπάρχει, όμως, εν προκειμένω ένα γενικότερο ζήτημα. Αυτό που έχει να κάνει με την εργασιακή ζούγκλα σε κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, και με τις αντιστάσεις των εργαζόμενων. Οι αντιστάσεις ή δεν υπάρχουν ή, όπου αναπτύσσονται, οδηγούνται στην ήττα. Αυτό έχει να κάνει με το δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, έχει όμως να κάνει και με την κατάσταση του εργατικού κινήματος. Πρόκειται για το μεγάλο πολιτικό και συνδικαλιστικό κενό, για το οποίο εμείς γράφουμε και ξαναγράφουμε. Ετσι, οι εργαζόμενοι έχουν σκύψει μοιρολατρικά το κεφάλι και πλέον εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην κάλπη, όπως ακριβώς ο πνιγμένος θεωρεί ότι τα μαλλιά του μπορεί ν’ αποδειχτούν σανίδα σωτηρίας. Η κάλπη θα καθορίσει τους πολιτικούς συσχετισμούς ανάμεσα στ’ αστικά κόμματα. Οι χώροι εργασίας θα παραμείνουν φέουδα των καπιταλιστών, τα οποία θα εξακολουθήσουν να κυβερνούν ως τύραννοι. Μόνο αν αρχίσει να ανασυγκροτείται –πρωτίστως πολιτικά– το εργατικό κίνημα θα μπορεί η εργατική τάξη να ελπίζει σε αντιστάσεις οργανωμένες και αποτελεσματικές.