Η μεταφορά στην Υπατία έγινε με όρους που δεν ευνοούσαν τον αντίπαλο, την κυβέρνηση, η οποία κέρδιζε μόνο χρόνο για να δει τι θα κάνει με την απεργία πείνας. Αντίθετα, το μέτωπο της απεργίας βγήκε αλώβητο: Οι απεργοί έφυγαν με ψηλά το κεφάλι. Οχι με τις κλούβες του Μεταγωγών, που είχε έτοιμες ο Παπουτσής, αλλά με πορεία μαζί με τους αλληλέγγυους – Το κτίριο θα ήταν ανοιχτό στους αλληλέγγους, χωρίς η αστυνομία να ελέγχει την είσοδό του.
Ενώ, όμως, το ηθικό των απεργών πείνας ήταν ψηλό, αυτό της πλειοψηφίας των αλληλέγγυων ήταν καταρρακωμένο. Βάραινε η άρση του ασύλου και η εγκατάλειψη της Νομικής, που είχε δημιουργήσει μια ιδεολογία ήττας. Λες και το διακύβευμα ήταν η υπεράσπιση του ασύλου (και μάλιστα από τους μετανάστες) και όχι η συνέχιση της απεργίας πείνας. Ημασταν οι μόνοι που συγκρουστήκαμε ευθέως μ’ αυτά τα ιδεολογήματα και αποκρούσαμε την προσπάθεια να φορτωθεί στο «Δίκτυο» η ευθύνη. Και το κάναμε όχι ξεκινώντας από κάποια κακώς νοούμενη αλληλεγγύη προς το «Δίκτυο», αλλά για δυο λόγους: πρώτο, γιατί θεωρούσαμε ότι ο ελιγμός εγκατάλειψης της Νομικής ήταν, εκ των πραγμάτων, απαραίτητος και δεύτερο επειδή την ευθύνη της διαπραγμάτευσης εκείνο το βράδυ δεν την είχε το «Δίκτυο», αλλά το σύνολο της αλληλεγγύης, ενώ την τελική απόφαση πήραν οι ίδιοι οι απεργοί πείνας. Η δική μας κριτική στο «Δίκτυο» αφορούσε τα όσα έγιναν πριν (επίσκεψη στην Υπατία, από κοινού με το ΦΜΚ, χωρίς καμιά εξουσιοδότηση –ούτε καν συζήτηση– στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης), ήταν άμεση και ανοιχτή, και όχι τη διαπραγμάτευση στη Νομική.
Χρειάστηκαν δυο συνελεύσεις για να «λήξει» η σχετική συζήτηση, όμως δεν την έκλεισαν οι συνελεύσεις, αλλά η αποφασιστικότητα των απεργών πείνας και η πιεστικότητα των νέων αναγκών που προέκυψαν. Η μεταφορά στην Υπατία και οι άθλιες συνθήκες που αντικρίσαμε εκεί (οι μισοί απεργοί δεν χωρούσαν να στεγα- στούν στο κτίριο, που άνοιξε μόνο κατά το ήμισυ), από τη μια έθεταν το καθήκον της άμεσης κινητοποίησης για τη στέγαση των 104 απεργών πείνας σε σκηνές στον κήπο και από την άλλη έδιναν την ευκαιρία για επικοινωνιακή αντεπίθεση.
Και τα δύο αυτά καθήκοντα ήρθαν σε πέρας με επιτυχία. Ο κόσμος της αλληλεγγύης δούλεψε σκληρά για να στηθεί σε δυο μέρες ο καταυλισμός και να μεταφερθούν σ’ αυτόν οι απεργοί πείνας που δεν χωρούσαν στο κτίριο, ενώ η ομάδα ΜΜΕ κατάφερε να μετατρέψει τη μεταφορά στην Υπατία σε επικοινωνιακή ήττα της κυβέρνησης, φροντίζοντας να μεταφερθεί παντού και με όλα τα μέσα η εικόνα των μεταναστών που είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν την απεργία πείνας μέσα στο κρύο, τη βροχή και τη λάσπη. Εκείνοι που υποκριτικά διατείνονταν, τις μέρες της Νομικής, ότι έχουν βρει κτίριο με καλύτερες συνθήκες από τη Νομική, ώστε να στεγαστούν και να δώσουν τον αγώνα τους οι απεργοί πείνας, βρέθηκαν εκτεθειμένοι. Καταδείχτηκε, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι στόχος τους δεν ήταν να διευκολύνουν τους αγωνιζόμενους μετανάστες, όπως διατείνονταν, αλλά να σπάσουν την απεργία πείνας. Χάνοντας στο ανθρωπιστικό μέτωπο, άρχισαν να χάνουν και στο πολιτικό.
Ενώ, όμως, δινόταν ένας αγώνας σε δυο μέτωπα (της εξασφάλισης της λειτουργικότητας του «στρατόπεδου» της Υπατίας και της επικοινωνιακής αντεπίθεσης), ένα μικρό κομμάτι της αλληλεγγύης (κυρίως από τον αντιεξουσιαστικό χώρο) βυθιζόταν σε νέες ιδεοληψίες. Προσπαθούσε να καταστήσει κύριο ζήτημα τις συνθήκες διαβίωσης στην Υπατία και όχι την απεργία πείνας. Επρεπε ν’ αποκρουστούν ακόμα και τυχοδιωκτικές προτάσεις, όπως «ν’ ανοίξουμε μόνοι μας τους κλειστούς χώρους του κτιρίου», που θα είχαν ως αποτέλεσμα και το επικοινωνιακό πλεονέκτημα (που μόλις είχε αρχίσει να κερδίζεται) να χαθεί και μια αστυνομική επιχείρηση να δικαιολογηθεί.
Αναπτύχθηκε έτσι μια διελκυστίνδα που κράτησε αρκετές μέρες. Πρέπει δε να πούμε ότι ήταν οι ίδιοι οι απεργοί πείνας που έβαλαν ένα τέλος σ’ αυτό το θέμα, ξεκαθαρίζοντας ότι γι’ αυτούς το κύριο είναι η συνέχιση του αγώνα τους και όχι οι συνθήκες διαβίωσης («έχουμε περάσει πολύ χειρότερα», έλεγαν χαρακτηριστικά). Ταυτόχρονα, άρχισε ν’ αναπτύσσεται και από τη μεριά του κράτους μια παράλληλη φιλολογία, περί μεταφοράς των απεργών πείνας σε άλλο χώρο, είτε επειδή ο ιδιοκτήτης της Υπατίας δεν τη διέθετε για πολλές μέρες είτε επειδή πήρε ο πόνος τον πρύτανη επειδή οι μισοί απεργοί πείνας έμεναν σε σκηνές, εκτεθειμένοι στο κρύο και τη λάσπη (όταν προμοτάριζε την Υπατία ως ζεστό και φιλόξενο χώρο δεν είχε σκεφτεί πως θα χωρούσαν μόνο οι μισοί!).
Ηταν φανερό πως καταβαλλόταν προσπάθεια να γίνεται συζήτηση για το χώρο στέγασης και όχι για την απεργία πείνας και τα αιτήματά της. Ηταν φανερό αυτό από τα επίμονα ερωτήματα των δημοσιογράφων των αστικών ΜΜΕ, που επί μέρες δεν ρωτούσαν τίποτ’ άλλο, παρά αν υπάρχει θέμα μεταφοράς των απεργών πείνας σε κάποιον άλλο χώρο. Αυτό τους έλεγαν «από πάνω» να ρωτήσουν και αυτό ρωτούσαν. Η κυβέρνηση, παραπαίοντας και χωρίς σαφή γραμμή πλεύσης, νόμιζε πως θα έσπαγε την απεργία πείνας, καθιστώντας τους μετανάστες θίασο περιφερόμενο από κτιρίου σε κτίριο, μέχρι να τους μεταφέρει σε κάποιες κατασκηνώσεις στα νότια παράλια της Αττικής, όπως ήταν ο διακαής της πόθος.
Η δική μας άποψη ήταν σαφής: να σταματήσουμε κάθε συμμετοχή στο παιχνίδι «αναζήτησης καταλληλότερου χώρου», για να επικεντρωθούμε επικοινωνιακά στην απεργία πείνας και στα αιτήματά της και όχι στο χώρο διεξαγωγής της. Οταν ήρθε πρόταση από τον πρύτανη για έναν μεγαλύτερο και επαρκή χώρο, πάλι στο κέντρο της Αθήνας, προτείναμε να μη μπούμε σ’ αυτή τη συζήτηση. Οταν οι απεργοί πείνας δέχτηκαν να μπουν, προτείναμε (και έγινε δεκτό) να μην αναμιχτεί καθόλου η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης, αλλά να επισκεφτούν το χώρο μόνο αντιπρόσωποι των απεργών πείνας με δικηγόρο. Η επίσκεψη αυτή έγινε, ο χώρος ήταν απ’ όλες τις απόψεις καλύτερος (πολυόροφο κτίριο που στέγαζε πριν φροντιστήριο, πάνω στην πλατεία Κάνιγγος) και γι’ αυτό… η συμφωνία δεν προχώρησε. Προφανώς, η κυβέρνηση μήνυσε στον πρύτανη να μη διανοηθεί να εξασφαλίσει για τους απεργούς πείνας και τους αλληλέγγυους χώρο μέσα στο κέντρο της Αθήνας (ένα στρατηγείο αγώνα στην πλατεία Κάνιγγος!) κι έτσι, παρά τη συνάντηση πρύτανη-μεταναστών-δικηγόρου, η συμφωνία ουδέποτε υλοποιήθηκε και έκτοτε… αγνοούνται τα ίχνη του κ. Πελεγρίνη.
Οι απεργοί πείνας διακήρυξαν και πάλι ότι δεν πρόκειται να πάνε πουθενά, η εικόνα των άθλιων συνθηκών της Υπατίας έπαιζε το δικό της ρόλο (υπονόμευε την κυβερνητική προπαγάνδα και δημιουργούσε ένα κλίμα συμπάθειας για τους απεργούς πείνας) και επιτέλους άρχισε να γίνεται συζήτηση για τα ίδια τα αιτήματα της απεργίας πείνας, Η κυβέρνηση βρισκόταν, πλέον, αντιμέτωπη με το πρόβλημα και όχι με τα «προβλήματα» που η ίδια κατασκεύαζε (Νομική, Υπατία). Οσο η απεργία πείνας θα κέρδιζε την αλληλεγγύη ευρύτερων στρωμάτων, όσο θα «ωρίμαζε» η ίδια η μορφή αγώνα που είχε επιλεγεί, τόσο το κυβερνητικό-αστικό στρατόπεδο θα αδυνάτιζε και θα ήταν υποχρεωμένο να κάνει κινήσεις για ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην ουσία του. Ετσι και έγινε. Μόνο που οι πρώτες επί της ουσίας αντιδράσεις της κυβέρνησης ήταν παρασκηνιακές.
Την Τετάρτη 16 Φλεβάρη, συντρόφισσά μας που έκανε πρωινή βάρδια στην Υπατία, πληροφορήθηκε από απεργό πείνας, ότι επίκειται συνάντηση αντιπροσωπείας τους «με τον υπουργό»! Σπεύσαμε στην Υπατία, όπου πληροφορηθήκαμε από μέλος του ΦΜΚ, ότι αντιπροσωπεία ετοιμαζόταν για συνάντηση με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών Ανδρέα Τάκη, ο οποίος είχε θέσει όρο η συνάντηση να είναι off the record! (Δυο μέρες αργότερα, από άλλο μέλος του ΦΜΚ πληροφορηθήκαμε ότι διαμεσολαβητής ανάμεσα στον Τάκη και το ΦΜΚ ήταν εκπρόσωπος μεταναστευτικής κοινότητας! Ηταν ένας έγχρωμος αφρικανός, το όνομα του οποίου αγνοούμε, τον οποίο θα συναντήσουμε κι άλλες φορές στη διάρκεια αυτού του χρονικού).
Περιθώρια να κάνουμε οτιδήποτε σε σχέση μ’ αυτή τη συνάντηση δεν υπήρχαν. Βρισκόμασταν κυριολεκτικά στο παραπέντε. Η συνάντηση του Τάκη με ένα μέλος του ΦΜΚ και δυο απεργούς πείνας έγινε. Ο Τάκης υπήρξε απέναντί τους προκλητικός. Τους είπε να τα μαζέψουν και να φύγουν, γιατί άδειες παραμονής δεν πρόκειται να πάρουν. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, με μεγάλη έκπληξη ακού-σαμε απεργό πείνας που είχε πάρει μέρος στη συνάντηση και θέλησε να μας περιγράψει τα διαμειφθέντα, να μας ζητά να μιλήσουμε σιγά, επειδή «στα παιδιά είπαμε ψέματα»! Συνέλευση των απεργών πείνας δεν έγινε, ειπώθηκε όμως σε πολλούς (για να διαδοθεί σε όλους), ότι η συνάντηση πήγε καλά και περιμένουν τις επόμενες μέρες πρόσκληση από τον υπουργό! Επειδή εμείς αντιδράσαμε έντονα σ’ αυτή την απαράδεκτη διαμεσολάβηση και στο κράτημα των απεργών πείνας στο σκοτάδι και ξεκαθαρίσαμε στο ΦΜΚ ότι θα ενημερώσουμε οι ίδιοι τους απεργούς πείνας, την άλλη μέρα, στη συνέλευσή τους, αναφέρθηκε παρεμπιπτόντως (σαν από σπόντα), ότι η συνάντηση με τον Τάκη δεν απέδωσε. Ισα-ίσα για να μην υπάρξουν αντιδράσεις από απεργούς πείνας.
Αργά το βράδυ της Παρασκευής 18 Φλεβάρη, μέλος του ΦΜΚ μας ενημέρωσε τηλεφωνικά, ότι δέχτηκε τηλεφώνημα από τη Νταλάρα, η οποία ζητούσε άτυπη συνάντηση την επόμενη μέρα, στην οποία προτίθονταν να πάει ο ίδιος μ’ ένα δικηγόρο. Πρωί-πρωί την επόμενη μέρα (Σάββατο, 19 Φλεβάρη, 26η μέρα της απεργίας πείνας), ενημερώσαμε τηλεφωνικά το ίδιο μέλος του ΦΜΚ, ότι θέτουμε δύο αδιαπραγμάτευτους όρους. Πρώτο, ότι πρέπει να ενημερωθούν οι απεργοί πείνας και να δώσουν την έγκρισή τους (αλλιώς θα τους ενημερώσουμε εμείς) και δεύτερο, ότι πρέπει πριν τη συνάντηση να συγκληθεί το συντονιστικό της Πρωτοβουλίας. Οι όροι έγιναν αναγκαστικά δεκτοί.
Στο συντονιστικό της Πρωτοβουλίας, που ήταν ανοιχτό και έγινε στην αυλή της Υπατίας, προτείναμε να τηρήσουμε μεν το off the record που ζητούσε η Νταλάρα, όμως στη συνάντηση να πάει τετραμελής αντιπροσωπεία: απεργός πείνας – εκπρόσωπος Πρωτοβουλίας – ΦΜΚ – δικηγόρος, η οποία απλά θ’ ακούσει αν η κυβέρνηση έχει κάποιες προτάσεις, χωρίς να μπει σε καμιά συζήτηση. Ξέσπασε άγρια σύγκρουση, διότι το ΦΜΚ δεν ήθελε καν ν’ ακούσει για τέτοια εκπροσώπηση και ζητούσε να πάει μόνο εκπρόσωπός του και ένας δικηγόρος, απειλώντας ότι διαφορετικά θα ακυρωθεί η συνάντηση και θα φταίμε εμείς! Τελικά, ενώ η απόφαση ήταν να πάει και εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας, το μέλος του ΦΜΚ αποχώρησε πραξικοπηματικά μαζί με τους δικηγόρους, ενώ την ίδια ώρα μια μεγάλη ομάδα απεργών πείνας κόντεψε να έρθει στα χέρια με μέλη του ΦΜΚ, απαιτώντας να πάει οπωσδήποτε στη συνάντηση και εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας!
Η συνάντηση έγινε σε καφέ στο Παγκράτι! Κι ενώ –για λόγους ευγένειας και μόνο– δεν θα έπρεπε να κρατήσει περισσότερο από ένα τέταρτο (όσο κρατάει ένας καφές), κράτησε δυο ώρες. Η Νταλάρα πρότεινε το περιβόητο καθεστώς «ανοχής» (ένα εξάμηνο και να δούμε γιαένα ακόμη) και τίποτ’ άλλο. Αντί, όμως, οι τρεις της αντιπροσωπείας να πιουν τον καφέ και να φύγουν, προχώρησαν σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, γιατί ήθελαν να ξέρουν τις νομικές λεπτομέρειες, όπως είπαν όταν τους ασκήσαμε κριτική ότι παραβίασαν τη δέσμευση να μη μπουν σε καμιά συζήτηση.
Στη συζήτηση που έγινε μετά την επιστροφή τους, πάλι στην αυλή της Υπατίας, παρουσίασαν όλοι τη Νταλάρα σαν καλών προθέσεων, η οποία όμως σκοντάφτει στο «μουλάρωμα» του Ραγκούση, ο οποίος έχει δεσμευτεί ότι δεν θα δοθούν άδειες παραμονής και δεν μπορεί να κάνει πίσω! Κι ενώ ήταν φανερό ότι η κυβέρνηση παίζει ένα παιχνίδι ψυχολογικού πολέμου, ξέροντας ότι έχει τα χρονικά περιθώρια, δεδομένου ότι κανένας απεργός πείνας δεν διέτρεχε ακόμη κίνδυνο, το μέλος του ΦΜΚ έλεγε ότι «λύση τύπου 2008 (σ.σ. άδειες παραμονής αποκλείεται να υπάρξει» και πρότεινε να μπούμε σε μια διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση για βελτίωση της πρότασής της! Αν αυτό είχε γίνει δεκτό τότε, η απεργία πείνας θα είχε λήξει. Εμείς πολεμήσαμε σκληρά αυτή την άποψη, την οποία χαρακτηρίσαμε ηττοπαθή, αναλύσαμε τα δεδομένα και καταδείξαμε ότι οι μετανάστες μπορούν να κερδίσουν άδειες παραμονής, εμμένοντας στην απεργία πείνας και στριμώχνοντας με τη διακινδύνευση της υγείας τους την κυβέρνηση (αυτό δεν είναι το νόημα κάθε απεργίας πείνας;). Το «Δίκτυο», επίσης, υποστήριξε να μην υπάρξει καμιά συζήτηση πάνω στην πρόταση της κυβέρνησης και εκτίμησε ότι η απεργία πείνας μπορεί να κερδίσει άδειες παραμονής (και όχι μόνο). Απομονωμένος ο εκπρόσωπος του ΦΜΚ, αναδιπλώθηκε και πρότεινε, στη συνέλευση των απεργών πείνας που θ’ ακολουθούσε, να μιλήσουν και τα μέλη της Πρωτοβουλίας «με την ιδιότυπη αισιοδοξία»!
Στη συνέλευση των απεργών πείνας που ακολούθησε, ο εκπρόσωπος του ΦΜΚ δεν τόλμησε να επαναλάβει όσα είπε στο ανοιχτό συντονιστικό της Πρωτοβουλίας. Με ουδέτερο τρόπο παρουσίασε τα διαμειφθέντα στη συνάντηση με τη Νταλάρα, διακοπτόμενος συνεχώς από απεργούς πείνας, οι οποίοι, πριν ακόμα τελειώσει, είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Ενα μέλος της «Κόντρας» μίλησε στους απεργούς, παρουσιάζοντας την ανάλυση της κατάστασης και των προοπτικών της, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ενώ ένα μέλος του «Δικτύου», που επίσης εκπροσωπούσε την Πρωτοβουλία, δεν μίλησε, δηλώνοντας ότι καλύφθηκε από τον προηγούμενο ομιλητή.
Με τις αποφάσεις τους οι απεργοί πείνας έστειλαν ένα μήνυμα και στην ηττοπάθεια και στις προσπάθειες παρασκηνιακών παζαριών: Δεν συζητάμε τίποτ’ άλλο εκτός από άδειες παραμονής – Δεν ξαναπάμε σε συναντήσεις «κάτω από το τραπέζι», αλλά μόνο σε επίσημες συναντήσεις με την κυβέρνηση. Και ήταν αποφάσεις ομόφωνες, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε. Αποφάσεις που πάρθηκαν εν ριπή οφθαλμού, μετά από σύντομες ομιλίες που η μια συμπλήρωνε την άλλη, χωρίς να εκφραστεί καμιά αντίθετη άποψη.
Υπήρχε, όμως, μια βαθιά πληγή στο σώμα της απεργίας πείνας, την οποία εμείς πληροφορηθήκαμε αρκετές μέρες αργότερα. Το πρωί, όταν μέλη του ΦΜΚ ξύπνησαν τους απεργούς πείνας, μετά από τον δικό μας όρο, διέπραξαν ένα έγκλημα, οι συνέπειες του οποίου φάνηκαν αργότερα.
Στο επόμενο: Το μυστικό αλισβερίσι με τον κύριο σύμβουλο.