Η κρίση σφίγγει τον ελληνικό καπιταλισμό, μολονότι ο ρυθμός ανάπτυξής του και φέτος (γύρω στο 3,5%) είναι αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι ο στενός κορσές της ΟΝΕ, που ουσιαστικά εξανεμίζουν κάθε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από το ρυθμό ανάπτυξης. Γιατί είναι άλλο πράγμα να αυξάνεται 3,5% το ΑΕΠ στην Ελλάδα και άλλο στη Γερμανία. Ο ανταγωνισμός στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές είναι αδυσώπητες για οικονομίες όπως η ελληνική.
Οπως συμβαίνει πάντοτε σε περιόδους κρίσης, τα βάρη επιδιώκεται να μετακυλιστούν στις πλάτες των εργαζόμενων στρωμάτων. Ομως οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια συγκυριακή κρισιακή κατάσταση, που ρίχνει τα μεροκάματα και αυξάνει την ανεργία, με την προοπτική αργότερα να αυξηθούν και τα μεροκάματα και η απασχόληση. Οι εργαζόμενοι, εκτός απ’ αυτές τις «στάνταρ» συνέπειες της κρίσης, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια προσπάθεια αντεργατικών διαρθρωτικών αλλαγών, που τείνουν να αλλάξουν συνολικά το τοπίο σε ό,τι αφορά τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης.
Αυτή η πολιτική δεν είναι καινούργια, δεν την πρωτοεφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ. Ξεκίνησε να την εφαρμόζει με επιμονή και συνέπεια το ΠΑΣΟΚ, με πρόσχημα την ένταξη στην ΟΝΕ. Η πορεία εφαρμογής αυτής της πολιτικής έχει εξάρσεις και υφέσεις, πότε εκτυλίσσεται με μπαράζ μέτρων και πότε ως απλή διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης, όμως η γενική κατεύθυνση δεν αλλάζει. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η πολιτική παραμένει και εξειδικεύεται με νέα μέτρα. Κάθε ελπίδα, ότι θα υπάρξει αλλαγή πορείας με αλλαγή κυβέρνησης είναι φρούδα. Η πολιτική αυτή δεν είναι επιλογή της μιας ή της άλλης κυβέρνησης αλλά εξυπηρετεί τις ανάγκες της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας. Οι κυβερνήσεις απλά υλοποιούν, πότε με πιο αργό και πότε με πιο γρήγορο ρυθμό, αυτά που πρέπει να υλοποιήσουν.
Πρέπει να σημειωθούν δυο ευνοϊκές συνθήκες που επέτρεψαν στον ελληνικό καπιταλισμό να κάνει πολλά βήματα στην κατεύθυνση της συντηρητικής ανασυγκρότησης του συστήματός του.
Η πρώτη είναι το άνοιγμα της βαλκανικής αγοράς, που λόγω γειτνίασης και καλών διπλωματικών σχέσεων ο ελληνικός καπιταλισμός κατάφερε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Οι συνθήκες στις βαλκανικές χώρες είναι γνωστές: ένα απέραντο πεδίο αυθαιρεσίας, με εξευτελιστικά μεροκάματα, ανυπαρξία συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας, εξοντωτικά ωράρια και εντάσεις εργασίας και ταυτόχρονα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς για τα κέρδη. Η ντόπια αστική τάξη αρκείται σε μεσιτείες, μίζες και ποσοστά από συνεταιριλίκια. Η δυνατότητα επενδύσεων στη βαλκανική ενδοχώρα έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνική αστική τάξη να επαναπροσανατολίσει αρχικά τους στόχους της και σε δεύτερη φάση ν’ αρχίσει να μεταφέρει ολόκληρες παραγωγικές μονάδες, αναζητώντας το μέγιστο ποσοστό κέρδους. Με τη σειρά του αυτό έγινε παράγοντας πίεσης πάνω στην ελληνική εργατική τάξη, που άρχισε να στενάζει υπό το βάρος μιας ανεργίας που ουδέποτε άλλοτε είχε γνωρίσει ο τόπος στα μεταπολεμικά χρόνια.
Η δεύτερη συνθήκη είναι η υποχώρηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Τη ρεφορμιστική ανάταση των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80, όπου χάρη στην πάλη των εργαζόμενων κατακτήθηκαν μερικά πράγματα (που στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο μετρούσαν ζωή δεκαετιών) και διαμορφώθηκε το γραφειοκρατικό συνδικαλιστικό σύστημα, διαδέχτηκε μια κατάσταση παθητικότητας, αδράνειας, απομαζικοποίησης, ηττοπάθειας. Η άλλοτε ρεφορμιστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία αστικοποιήθηκε πλήρως, μετατράπηκε σε θεσμική δύναμη του συστήματος εξουσίας, εκμεταλλεύτηκε το κλίμα της ήττας για να βάλει εντελώς στη μπάντα τους εργαζόμενους και να κοινοβουλευτικοποιήσει το σύστημά της. Πλέον πολιτεύεται για λογαριασμό των εργαζόμενων, χωρίς να τους δίνει τον παραμικρό λογαριασμό.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η σφοδρότητα της κεφαλαιοκρατικής επίθεσης συνάντησε αντιστρόφως ανάλογη αντίσταση. Δόθηκαν μόνο κάποιες σκόρπιες μάχες οπισθοφυλακών, χωρίς πνοή, χωρίς προοπτική, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς εκείνοι που συμμετείχαν σ’ αυτές τις μάχες να πιστεύουν στον εαυτό τους. Ολα αυτά τα χρόνια υπήρξε μόνο η έκρηξη ενάντια στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο του Γιαννίτση, που δεν είχε καμιά συνέχεια, καθώς η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναδιπλώθηκε έγκαιρα και στράφηκε σε μια διαδικασία αντιασφαλιστικών ανατροπών με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα (αυτή την πολιτική συνεχίζει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ). Το αποτέλεσμα ήταν μια κατάσταση απόγνωσης. Οργή και αγανάκτηση από τη μια, φόβος και ηττοπάθεια από την άλλη. Ειδικά μετά την αλματώδη αύξηση της ανεργίας και το κύμα μεταφοράς εργοστασίων στα Βαλκάνια.
Και βέβαια, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον της ήττας, της πολιτικής αδιαφορίας, της παραίτησης, βρήκαν ευκαιρία ν’ ανθίσουν όλα τα λουλούδια του αστικού μπαξέ. Προβλήματα που άλλοτε θεωρούνταν λυμένα, στο φως της ταξικής πάλης, πλέον μοιάζουν άλυτα, μπερδεμένα. Θεωρίες για την ανάπτυξη και το «νοικοκύρεμα» της οικονομίας, αντιλήψεις ατομοκεντρικές και «ανταγωνιστικές» αμερικάνικου τύπου, σε πολλές περιπτώσεις εκτοπίζουν ακόμα και τον συντεχνιασμό, που είναι μια πρώιμη και ανώριμη μορφή ταξικής συλλογικότητας. Αυτές οι θεωρίες δηλητηριάζουν πολύ περισσότερο τις νέες γενιές των εργαζόμενων, αυτές που μεγάλωσαν τα τελευταία 15-20 χρόνια και δεν έζησαν τίποτ’ άλλο εκτός από την παρακμή, την ήττα και τη διάλυση.
Πού βρισκόμαστε, λοιπόν, και πού πάμε; Το που βρισκόμαστε το ξέρουμε. Στον πάτο ή σχεδόν στον πάτο. Ο,τι σχεδιάζουν οι κυβερνήσεις το περνάνε. Χαλαρώνουν λίγο την προεκλογική χρονιά, για να μπορέσουν να υφαρπάξουν τις ψήφους των εργαζόμενων. Οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία πίσω από την άλλη. Οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας σαρώνουν.
Η ακρίβεια καλπάζει και η ψαλίδα ανάμεσα στο κόστος ζωής και τους μισθούς και τα μεροκάματα ολοένα ανοίγει. Το πού πάμε εξακολουθεί να είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Υπάρχουν αγωνιστές που κινούνται σε ταξική κατεύθυνση και επιμένουν ακόμη ότι όλο το πρόβλημα είναι ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί στο συνδικαλιστικό κίνημα. Εγκλωβίζονται έτσι σε μια λογική αριστερής αντιπολίτευσης στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, μετατρέπονται σε νεροκουβαλητές του συστήματός τους, κατατρώγονται με τις εκλογικές διαδικασίες, αυτοϋπονομεύονται και οι καλές τους προθέσεις γίνονται απλώς άλλοθι για μια απέραντη μιζέρια.
Εμείς στο «πού πάμε;» απαντάμε θέτοντας μια προϋπόθεση: ανεξάρτητη ταξική οργάνωση και δράση. Δεν είναι ένα οργανωτικό αίτημα, δεν προσπαθεί να απαντήσει στο (εκ των πραγμάτων) ψευτοδίλημμα «μέσα ή έξω από τα συνδικάτα;». Είναι ένα πολιτικό αίτημα.
Η ανάπτυξη ενός ρεύματος ανεξάρτητης ταξικής οργάνωσης και δράσης δεν εξαρτάται μόνο από τους αγωνιστές που κινούνται σε ταξική κατεύθυνση. Είναι πρωτίστως υπόθεση των ίδιων των εργαζόμενων. Αυτοί πρέπει ν’ αποφασίσουν να «ξεκουνηθούν», να παρατήσουν τον «καναπέ», να ξαναπιστέψουν στις δυνάμεις τους, να διεκδικήσουν αυτό που τους ανήκει από τ’ αφεντικά και το κράτος τους. Αν δεν υπάρξει τέτοια κοινωνική κίνηση, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα οι αγωνιστές του ταξικού κινήματος και η φωνή τους θ’ ακούγεται ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Το καθήκον των ταξικών αγωνιστών είναι άλλο. Πρέπει ν’ αποκαλύψουν, να μορφώσουν, να συνθέσουν, να προτείνουν. Να βοηθήσουν με το λόγο και τη δράση τους να απεγκλωβιστούν δυνάμεις όχι τόσο απ’ αυτές που σαπίζουν στα συνδικαλιστικά τέλματα όσο απ’ αυτούς που σαπίζουν στην απόγνωση και τη μοναξιά. Εκεί βρίσκεται η ζωή και η ελπίδα.








