Αν κάποιος δεν είχε κατέβει τους τελευταίους δέκα μήνες στο λιμάνι του Πειραιά και περάσει τώρα, θα δυσκολευτεί να καταλάβει ή να φανταστεί πώς σε αυτό το μέρος έμειναν τόσες χιλιάδες άνθρωποι. Δε θα μπορέσει να αντιληφθεί ούτε καν πώς είναι δυνατόν να χώρεσαν τόσοι άνθρωποι. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, ο «άτυπος», «ανεπίσημος» καταυλισμός των προσφύγων έσφυζε από ζωή. Μέσα σε αυτό το χάος, με τις κυριολεκτικά άθλιες συνθήκες, ένα είδος κανονικότητας είχε αναπτυχθεί. Μια μικρή κοινωνία με τους δικούς της κανόνες, συνονθύλευμα από τόσο διαφορετικές αφετηρίες. Τώρα πια το λιμάνι έχει επιστρέψει στην πρότερη καθημερινότητά του. Φορτηγά και τουρίστες.
Ηταν περίπου τον περασμένο Οκτώβρη, όταν άρχισαν να καταφτάνουν μαζικά πρόσφυγες στο λιμάνι. Στόχος τότε ήταν η παραμονή για μικρό χρονικό διάστημα (λίγες ημέρες ει δυνατόν), μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν στη βόρεια Ελλάδα κι από εκεί στην Ευρώπη. Κάπου το Φλεβάρη το τοπίο αλλάζει. Τα σύνορα κλείνουν. Οι πρόσφυγες απαγορεύεται να ταξιδεύουν προς τη Βόρεια Ελλάδα και τελικά πάρα πολλοί εγκλωβίζονται στο λιμάνι, μην έχοντας άλλη επιλογή. Οι περισσότεροι είναι Σύροι και Αφγανοί, αλλά και Πακιστανοί, και κάποιοι Κούρδοι, Ιρακινοί, Ιρανοί, Παλαιστίνιοι, ενώ πιο σπάνια Μαροκινοί ή Αλγερινοί. Ανθρωποι όλων των ηλικιών. Οικογένειες με τα παιδιά τους, μητέρες μόνες με τα παιδιά τους, νέοι άντρες και πάρα πολλά ανήλικα αγόρια μόνα τους.
Η διαμονή στο λιμάνι μόνο με τον αντίστοιχο καταυλισμό της Ειδομένης μπορεί να συγκριθεί. Η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ετίθετο υπό διαπραγμάτευση συνεχώς και αδιαλείπτως. Τι άλλο μπορεί κανείς να πει όταν οι πρόσφυγες ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν ώρες στην ουρά για να κάνουν μπάνιο ή να πάνε στην τουαλέτα; Οι στοιχειώδεις υποδομές (χημικές τουαλέτες και isobox με ντουζιέρες) δεν επαρκούσαν ούτε στο ελάχιστο ως προς τις ανάγκες του πληθυσμού. Το φαγητό επίσης ήταν άλλος ένας παράγοντας ανησυχίας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δηλητηριάσεις θέριζαν δεκάδες ανθρώπους (και ειδικά όταν έφερναν φαγητά φορείς που δεν είχαν αναλάβει επίσημα τη διατροφή των προσφύγων). Δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για ειδική διατροφή σε ανθρώπους που η υγεία τους το απαιτεί, όπως πχ οι διαβητικοί, και δεν ρωτήθηκαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι τι τρώνε (για παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν τρώνε χοιρινό έγινε σεβαστό, το ότι όμως τα μακαρόνια δεν είναι στη διατροφή τους όπως στη δική μας δεν απασχόλησε κανέναν) και πώς μαγειρεύουν τα φαγητά τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές το φαγητό να είναι εντελώς ακατάλληλο. Για να μην αναφέρουμε το αυτονόητο, δηλαδή την έκθεση των ανθρώπων στις καιρικές συνθήκες… Η μεγάλη πλειοψηφία των σκηνών ήταν στημένες έξω, πάνω στην άσφαλτο. Η βροχή, το κρύο, ο αέρας και η ζέστη υπήρξαν από τους μεγαλύτερους εχθρούς των προσφύγων στο λιμάνι.
Ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα όλων αυτών, καθαριότητα και συνθήκες υγιεινής ίσα που άγγιζαν ένα ανεκτό επίπεδο. Και βέβαια, ένα από τα βασικότερα προβλήματα ήταν η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ετσι κι αλλιώς, οι πρόσφυγες είναι ένας πληθυσμός ταλαιπωρημένος, κουρασμένος κι εκτεθειμένος σε χιλιάδες κινδύνους. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν είναι πολλά και διαφορετικά και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς ταξίδευαν για μήνες σημαίνει ότι η πρόσβαση σε γιατρούς και φάρμακα ήταν ανύπαρκτη. Οι ανάγκες τους, λοιπόν, σε ό,τι έχει να κάνει με την υγεία ήταν τεράστιες.
Επιπλέον, το τελευταίο δίμηνο το Λιμενικό έβγαλε φιρμάνι, πως όποιος θέλει να μπει στον καταυλισμό θα πρέπει να έχει στάμπα στα χαρτιά του. Πέρα από το εξωφρενικό του πράγματος (ήλεγχαν φάτσες κι αν σε έκοβαν λίγο παραπάνω μαυριδερό ή με μαντίλα στο κεφάλι σου έκαναν έλεγχο), δημιουργήθηκε τεράστιο πρόβλημα, γιατί οι λιμενόμπατσοι δε φρόντισαν να ενημερώσουν σωστά τους πρόσφυγες για την ημέρα της σφράγισης των χαρτιών, με αποτέλεσμα ένας πολύ μεγάλος αριθμός τους να μην πάρει τη στάμπα και να μην έχει τη δυνατότητα να βγει και να ξαναμπεί στο λιμάνι. Μάλιστα, σε αυτό ήταν και πολύ αυστηροί. Δεν ‘πα να είχες ραντεβού με γιατρό, δεν ‘πα να είχε η υπόλοιπη οικογένεια στάμπα, αν δεν είχες κι εσύ, δεν έμπαινες. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν να αναζητηθούν άλλοι δρόμοι εισόδου στον καταυλισμό, με πολύ ρίσκο και πολλά παρελκόμενα.
Ενα ακόμα τεράστιο ζήτημα απετέλεσε η πρόσβαση στην υπηρεσία ασύλου. Από τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστικές χώρες αποφάσισαν να θεωρήσουν «ασφαλείς» χώρες όπως το Αφγανιστάν, επιχειρώντας έτσι να θέσουν κάποιους φραγμούς στις προσφυγικές ροές, δημιουργήθηκαν πρόσφυγες δύο ταχυτήτων, με τους προερχόμενους από Συρία και Ιράκ να είναι ευνοημένοι σε σύγκριση με τους Αφγανούς. Πιο συγκεκριμένα, Σύροι, Ιρακινοί και Ερυθραίοι (όσοι βέβαια μπήκαν στη χώρα πριν τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας στις 20 Μάρτη) δικαιούνταν, εκτός της αίτησης ασύλου στην Ελλάδα, να κάνουν αίτηση μεταστέγασης σε κάποια άλλη χώρα της ΕΕ ή να ζητήσουν να επανενωθούν με μέλη της οικογένειάς τους που βρίσκονται σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Για τους αφγανούς πρόσφυγες, η μόνη επιλογή πέραν του ασύλου στην Ελλάδα είναι ο επαναπατρισμός τους στο «ασφαλές» Αφγανιστάν ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις (πχ ύπαρξη ανήλικου παιδιού ή συζύγου σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα), η οικογενειακή επανένωση. Οι επιλογές που έχουν Πακιστανοί, Μπαγκλαντεσιανοί και άλλοι, είναι οι εξής δύο: αίτηση για άσυλο στην Ελλάδα και προσπάθεια «εξαφάνισης» μέσα στη χώρα μας ή απέλαση.
Το τεράστιο ρεύμα εισόδου προσφύγων της περασμένης χρονιάς μπλόκαρε τις ελλιπέστατες κρατικές υποδομές της υπηρεσίας ασύλου, τόσο που η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τις πόρτες της υπηρεσίας στην Κατεχάκη και να καθιερώσει μια γραμμή Skype, μέσω της οποίας οι ενδιαφερόμενοι θα κατέθεταν ηλεκτρονικό αίτημα ασύλου και θα τους δινόταν ραντεβού για συνέντευξη σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο. Οπως είναι φυσικό, ακόμη και η ηλεκτρονική αυτή υπηρεσία λειτουργούσε το μέγιστο δύο ώρες, τρεις φορές την εβδομάδα, με αποτέλεσμα και όσοι από τους πρόσφυγες έβρισκαν πρόσβαση στο διαδίκτυο να προσπαθούν μάταια να «πιάσουν γραμμή», ταυτόχρονα με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες τους. Η προσπάθεια κάποιες φορές έφτανε τους δύο μήνες! Η κλιμακούμενη απόγνωση και οι συνεχείς διαμαρτυρίες των προσφύγων ανάγκασαν τελικά την κυβέρνηση να αποσπάσει κλιμάκιο της υπηρεσίας ασύλου, το οποίο γυρνούσε από καταυλισμό σε καταυλισμό και διενεργούσε προκαταγραφή των αιτημάτων ασύλου. Για να πάρουμε μια ιδέα για το ύψος των αιτημάτων και την πλήρη υπολειτουργία των διαδικασιών, αρκεί μόνο να πούμε ότι μια ενδεικτική ημερομηνία πλήρους καταγραφής για κάποιον που προκαταγράφηκε τον Ιούλιο είναι ο Αύγουστος του 2017!
Ο ανεπίσημος καταυλισμός στον Πειραιά δεν ήταν προϊόν σχεδιασμού, αλλά αναγκαιότητας. Οι πρόσφυγες που κατέφταναν από τα νησιά με προορισμό τα βόρεια σύνορα της χώρας αποφάσισαν να μείνουν στο λιμάνι όταν τα σύνορα έκλεισαν, άλλοι φοβούμενοι τον εγκλεισμό τους σε κάποιο κέντρο κράτησης και άλλοι ελπίζοντας πως τα σύνορα θα ανοίξουν ξανά ή πως θα μπορέσουν να βρουν κάποιον άλλο τρόπο για να περάσουν, επιλέγοντας να διαμείνουν κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανέχτηκε την ύπαρξη του καταυλισμού για όσο καιρό δεν είχε καμία έτοιμη εναλλακτική λύση για τη στέγαση των ανθρώπων αυτών, ταυτόχρονα όμως έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να κάνει τη ζωή τους στον Πειραιά αφόρητη και να τους δείξει ότι είναι ανεπιθύμητοι. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το ότι το λιμάνι είναι πλέον ιδιοκτησία της COSCO και δεν μπορεί να παρέμβει επίσημα, καμία κρατική υπηρεσία ή δομή δεν έκανε την εμφάνισή της στο λιμάνι για όσο διάστημα λειτούργησε ο καταυλισμός. Φυσικά, το λιμάνι ακόμα δεν είχε μεταβιβαστεί στην Cosco.
Η υπηρεσία ασύλου δεν εμφανίστηκε ποτέ να καταγράψει τα αιτήματα των διαμενόντων εκεί, δεν υπήρξε ποτέ κλιμάκιο του υπουργείου Υγείας ή πρόβλεψη για δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η μόνη παρουσία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν το Λιμενικό σε ρόλο χωροφύλακα και καταστολέα των ταραχών που ξεσπούσαν πότε-πότε εκ μέρους των πιο απελπισμένων. Οι πιο ευάλωτοι από τους διαμένοντες στον Πειραιά, ανήλικα ασυνόδευτα παιδιά, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι, ηλικιωμένοι και μανάδες μόνες με τα παιδιά τους, αφέθηκαν στη μοίρα τους μαζί με τους υπόλοιπους. Το τεράστιο κενό που δημιούργησε η έλλειψη οποιασδήποτε κρατικής παρέμβασης ήρθαν να αναπληρώσουν οι κάθε λογής ΜΚΟ, εθελοντικές οργανώσεις και μεμονωμένοι εθελοντές και αλληλέγγυοι.
Οπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο φύλλο της «Κόντρας», το πλιάτσικο στο οποίο επιδίδονται οι ΜΚΟ και οι διάφοροι διεθνείς οργανισμοί με αφορμή τη διαχείριση του προσφυγικού δεν έχει προηγούμενο. Για να δικαιολογήσουν, λοιπόν, κάποια από τα τεράστια ποσά που καρπώνονται μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων, οι μηκυάδες ανέλαβαν να αντικαταστήσουν το κράτος στον Πειραιά, παρέχοντας διατροφή και ρουχισμό, ιατροφαρμακευτικές, νομικές, ψυχολογικές υπηρεσίες, πρόσβαση σε προγράμματα στέγασης για «ευάλωτες» ομάδες. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, προσέφεραν τις «υπηρεσίες» τους και στο ίδιο το κράτος, διευκολύνοντας για παράδειγμα τη δράση της αστυνομίας και διαμεσολαβώντας για να «ηρεμήσουν τα πνεύματα» κατά την πρόσφατη βίαιη και απροειδοποίητη εκκένωση της πέτρινης αποθήκης, όπου διέμεναν περίπου 500 άτομα. Ακόμη κι έτσι όμως, η στήριξη που προσέφεραν αποτέλεσε σταγόνα στον ωκεανό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως στις λίστες στέγασης ασυνόδευτων ανηλίκων, που διαχειρίζεται η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η αναμονή αυτή τη στιγμή πλησιάζει τα χίλια άτομα.
Από την άλλη, εκατοντάδες άνθρωποι από όλες τις γωνιές της γης έρχονταν είτε οργανωμένοι (μέσω κάποιας εθελοντικής οργάνωσης) είτε μεμονωμένα για να προσφέρουν βοήθεια και στήριξη στον Πειραιά, με πολλούς από αυτούς να αφιερώνουν μήνες από τη ζωή τους ζώντας στον καταυλισμό, ενώ κάποιοι έκαναν τον «ανθρωπιστικό τους τουρισμό» για λίγες μέρες πριν ανέβουν σ’ ένα καράβι για κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί… Δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να μειώσουμε την προσφορά μεμονωμένων ανθρώπων, που από αλληλεγγύη και ανθρωπιστικό συναίσθημα αφιέρωσαν χρόνο και κόπο για να διευκολύνουν λίγο τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στο λιμάνι, πολλές φορές μάλιστα καταφέρνοντας ουσιώδεις βελτιώσεις μέσα από την προσωπική τους προσπάθεια. Αντίθετα, η παρουσία και η δράση τους υπομνηματίζουν τη μεγαλειώδη υποκρισία των μεγάλων οργανισμών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που παραπετάνε σαν τα σκουπίδια τους ίδιους ανθρώπους που οι πολιτικές τους έφεραν στις πόρτες του «πολιτισμένου κόσμου».
Ετσι λοιπόν, την Τετάρτη 27 Ιούλη, μετά από τόσους μήνες, έφυγαν και οι τελευταίοι πρόσφυγες από το λιμάνι. Νέοι καταυλισμοί δημιουργήθηκαν («επίσημοι» αυτή τη φορά, δηλαδή αναγνωρισμένοι από το κράτος) και σταδιακά οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν εκεί, αν και πολλοί απλώς «χάθηκαν» μέσα στη μεγαλούπολη. Οι νέοι καταυλισμοί είναι μακριά από την Αθήνα (πχ Μαλακάσα, Ριτσώνα, Λαύριο, Σκαραμαγκάς, Σχιστό, Αγ. Ανδρέας). Ο ευαίσθητος ΣΥΡΙΖΑ φέρεται στους πρόσφυγες όπως οι ομόλογοί του κάποιες δεκαετίες πριν στους λεπρούς. Ολοι μαζί στο περιθώριο, έξω από την κοινωνία. Με διάφορα περιτυλίγματα δήθεν αλληλεγγύης και ανθρωπισμού, αλλά πάντα μακριά, στο περιθώριο. Χωρίς εύκολη πρόσβαση στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στις υπηρεσίες, στην αγορά ή στις πλατείες.
Πολλοί πρόσφυγες επέλεξαν να μείνουν στις καταλήψεις στέγης που δημιουργήθηκαν. Αυτή τη στιγμή πολλές εκατοντάδες προσφύγων ζουν σε καταλήψεις στο κέντρο της Αθήνας κυρίως, αλλά και της Θεσσαλονίκης. Κι εκεί οι συνθήκες δεν είναι οι ιδανικές, καθώς μιλάμε για μεγάλο συνωστισμό σε παλιά κτίρια. Και βέβαια, οι καταλήψεις θεωρούνται επίσης άτυποι «καταυλισμοί», με αποτέλεσμα για το κράτος να είναι ανύπαρκτοι. Οσο η κυβέρνηση καιγόταν να αδειάσει το λιμάνι (ακολουθεί το Ελληνικό), οι καταλήψεις τη διευκόλυναν. Πλέον, όμως, αρχίζουν άλλου είδους προβλήματα και το όλο ζήτημα έχει εμπλακεί στην πολιτική αντιπαράθεση.
Οι καταλήψεις στέγης για πρόσφυγες διευκολύνουν την κυβέρνηση στη διαχείριση των προσφύγων. Τις περισσότερες τις διαχειρίζονται άτομα συγγενή πολιτικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τα οποία θα ήθελε να αποκαταστήσει διαρραγείσες σχέσεις (μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου). Μια κατάληψη, όμως, είναι μια πράξη έξω από το αστικό θεσμικό πλαίσιο. Σ' αυτό πατούν οι συντηρητικοί και έχουν εξαπολύσει μια σφοδρή ιδεολογικοπολιτική εκστρατεία κατά της κυβέρνησης, η οποία μετεωρίζεται. Από τη μια δέχεται εισηγήσεις να βρει τρόπο να εντάξει αυτές τις καταλήψεις στο επίσημο σύστημα διαχείρισης των προσφύγων και από την άλλη μπουκάρει σε καταλήψεις με την αστυνομία, όπως έγινε στη Θεσσαλονίκη.
Το βέβαιο είναι πως ούτε το ελληνικό κράτος ούτε οι καταλήψεις μπορούν ν' αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων. Πόσο μάλλον αν ο αριθμός τους μεγαλώσει. Το ελληνικό κράτος θα εξακολουθήσει να κινείται στο δίπολο ανθρωπισμός-καταστολή. Είναι το μόνο που ξέρει να κάνει ένα αστικό κράτος.