«Σε μια νοοτροπία οριζόντιων περικοπών, εμείς αντιτάξαμε ένα σχέδιο. Γιατί πιστεύω ότι κάθε δημοσιονομική προσαρμογή και κάθε διοικητική αναδιάρθρωση πρέπει να υπάγεται σε έναν Εθνικό Σχεδιασμό. Εμείς στο Υπουργείο κάναμε αξιολόγηση δομών και διαδικασιών και συντάξαμε ένα πλαίσιο, ένα πλάνο διαχείρισης προσωπικού. Από τους 2.000 εκπαιδευτικούς που τίθενται σε διαθεσιμότητα, έχουμε μεριμνήσει σε συμφωνία με το Υπουργείο Υγείας, ώστε το 55% – 60%, το οποίο αφορά επαγγέλματα Υγείας, να απορροφηθεί στον κλάδο της Υγείας και οι υπόλοιποι σε διοικητικές υπηρεσίες. Και τέλος, θα χρειαστούμε και ωρομίσθιους, οι οποίοι θα διδάξουν στα Δημόσια ΙΕΚ ή και στα ΕΠΑΛ, προκειμένου να αποφοιτήσουν οι μαθητές, που έχουν επιλέξει ειδικότητες που καταργούνται. Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι με τη διαχείριση και το σχεδιασμό που έγινε, διασφαλίσαμε το εργασιακό περιβάλλον 151.000 εκπαιδευτικών…»: Κ. Αρβανιτόπουλος.
Ή πολύ αφελής πρέπει να είναι κάποιος ή κολαούζος της κυβερνητικής πολιτικής για να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Παιδείας. Τα συνεχή ψεύδη που επιστρατεύει ο Αρβανιτόπουλος δε στέκονται ικανά να κρύψουν τη ζοφερή πραγματικότητα και τις ακόμη πιο επώδυνες αλλαγές που σχεδιάζονται για τη δημόσια εκπαίδευση.
Καταρχήν είναι φανερό ότι κανένα «σχέδιο» δεν υπήρξε για την κατάργηση ολόκληρου του τομέα Υγείας και Πρόνοιας και των Ειδικοτήτων Αισθητικής, Κομμωτικής και Γραφικών Τεχνών από την ΤΕΕ. Αντίθετα με τη λογική των «οριζόντιων περικοπών» κόπηκαν εν μια νυκτί, με μια μόνο υπογραφή, 52 ειδικότητες της ΤΕΕ. Το επιχείρημα που ανασύρθηκε από τα σκουπίδια ότι το υπουργείο κινήθηκε σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα στην τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση και τη μελέτη των αναγκών της εγχώριας αγοράς εργασίας είναι για γέλια.
Διότι αυτός που έστηνε ως τώρα αναφανδόν τις ειδικότητες στην ΤΕΕ και τώρα καταδικάζει μετά βδελυγμίας την έκτασή της (110 ειδικότητες) ήταν η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και οι κυβερνήσεις που παρήλασαν. Επειτα αποτελεί πρόκληση και μόνο η αναφορά στις «ανάγκες της αγοράς εργασίας» (οι θιασώτες του καπιταλισμού αντιμετωπίζουν την εργασία ως «προσόν» και «ευτύχημα», που αποκτάται στο πλαίσιο του σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με γνώμονα τη μέγιστη κερδοφορία τους και όχι ως καθολικό δικαίωμα), όταν έχει σχεδόν εξανεμιστεί κάθε παραγωγική δραστηριότητα, διότι έτσι επιτάσσει ο καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας στον οποίο εντάσσεται και η Ψωροκώσταινα, και η ανεργία, ειδικά στους νέους, έχει εξακοντιστεί στα ύψη. Απλώς σήμερα, υπό τη σιδερένια μπότα του Μνημόνιου, έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες. Στο βάθος παραμένει πάντοτε η ανάγκη του κεφαλαίου και της αστικής τάξης να αποτρέψουν τη νεολαία της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας από την πανεπιστημιακή μόρφωση, γιατί αυτή εγκυμονεί άλλους, σοβαρούς κινδύνους για τη διαιώνιση του συστήματος. Είναι κατανοητό ότι η μορφωμένη, αλλά άνεργη ή κακοπληρωμένη νεολαία αποτελεί εν δυνάμει «στρατό της κοινωνικής ανατροπής», ενώ η αμόρφωτη και στοιχειωδώς απλά καταρτισμένη μπορεί εύκολα να είναι «απασχολήσιμη» και χειραγωγημένη.
Η ανάγκη αυτή του συστήματος, που γέννησε τη λεγόμενη «τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση» (και όχι οι ανάγκες του επιπέδου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού), ακριβώς για να την προσφέρει ως διέξοδο-λαμπερό καθρεφτάκι στη νεολαία της εργατικής τάξης, που αγωνιούσε και πάλευε να βρει επαγγελματική διέξοδο ώστε να καλυτερέψει τη ζωή της, παραμένει επιτακτική ακόμη και σήμερα και δεν απεμπολείται. Εξ ου και ο θεσμός των πανελλήνιων εξετάσεων, που παραμένει ακλόνητος, η διατήρηση των δυο τύπων Λυκείων (Γενικού και Τεχνικού) και οι αλλαγές που προωθούνται με τη νέα «μεταρρύθμιση» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ομως, σήμερα, η απόλυτη προσαρμογή στους στόχους της δημοσιονομικής στρατηγικής που επιβάλλουν τα Μνημόνια, απαιτεί από την ελληνική κεφαλαιοκρατία να δώσει έμφαση στο πετσόκομμα των δαπανών, κυρίως των «κοινωνικών». Γι’ αυτό και η Παιδεία δεν έμεινε αλώβητη, παρά δέχθηκε άγρια επίθεση με το σίριαλ των συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολικών μονάδων και τη συρρίκνωση των ΑΕΙ-ΤΕΙ με το «σχέδιο Αθηνά» που συνεχίζεται, με τον οικονομικό στραγγαλισμό, το μηδενισμό των μόνιμων διορισμών, τη μείωση του αριθμού των εισακτέων και όλα αυτά με απαραίτητο συνοδευτικό την ένταση του αυταρχισμού σε όλα τα επίπεδα (αξιολόγηση, νέο φασιστικό πειθαρχικό δίκαιο, νέο μισθολόγιο-φτωχολόγιο, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών ή και στην απόλυση).
Αυτή η έμφαση στο μαχαίρι των δαπανών επέβαλε και την καρατόμηση 2.000 εκπαιδευτικών και την κατάργηση 2.500 οργανικών θέσεων από την εκπαίδευση και 500 από τις διοικητικές υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας, ενώ στην πορεία αυτή προστίθεται οσονούπω και η «αναδιάρθρωση» των δομών των Πανεπιστημίων. Το γεγονός ότι ο απαιτού-μενος -σ’ αυτή τη φάση- από την τρόικα αριθμός των «κομμένων κεφαλών» συνέπιπτε με τον αριθμό των εργαζόμενων καθηγητών στις συγκεκριμένες ειδικότητες των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ, συν το ότι γενικώς η ΤΕΕ αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ήταν και το μοναδικό κριτήριο ώστε να σβηστούν στο άψε-σβήσε με μια υπογραφή από τον χάρτη της ΤΕΕ οι 52 ειδικότητες.
Ισχυρίζεται ο υπουργός Παιδείας ότι πάνω από το 60% αυτών των καθηγητών θα προσληφθούν στις υπηρεσίες του υπουργείου Υγείας, ενώ οι υπόλοιποι, ως ελεύθεροι επαγγελματίες (καθότι αισθητικοί, κομμώτριες, γραφίστες) θα απλωθούν με ευκολία στην ελεύθερη αγορά.
Αμ, τότε γιατί τοποθετήθηκε στο υπουργείο Υγείας ο Αδωνις; Δεν τοποθετήθηκε για να ισοπεδώσει χωρίς ενδοιασμούς και «ηθικούς» φραγμούς τα πάντα; Δεν έγινε γνωστό ότι στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διοικητικής Μεταρρύθμισης υπό τον γκαουλάιτερ Σαμαρά την περασμένη Τρίτη, συμφωνήθηκε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, που απορρέουν από τη δέσμευση ότι μέχρι το Σεπτέμβρη θα μπουν σε κινητικότητα-διαθεσιμότητα 12.500 δημόσιοι υπάλληλοι και άλλοι τόσοι ως το τέλος της χρονιάς; Δεν πλήθυναν τα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα, ώστε να προετοιμαστούν ψυχολογικά οι μελλοθάνατοι, ότι σ’ αυτή την κατεύθυνση σημαντική συνεισφορά θα έχουν τα υπουργεία Παιδείας και Υγείας (μιλούν για 1.392 υπάλληλους του υπουργείου Υγείας); Δεν ακούσαμε τον Αδωνι να δηλώνει ότι θα «αλλάξουν» χαρακτήρα τα μικρά νοσοκομεία και ότι «δική του ιδέα» είναι να ξεκινήσει από τώρα η «κινητικότητα» στην Υγεία, ώστε να μην υπάρχει μετά η πίεση των καταληκτικών ημερομηνιών; Κι αφού τα όργανα έχουν αρχίσει ήδη στην Υγεία για τους ήδη υπηρετούντες σ’ αυτή, πού θα απορροφηθούν οι απολυμένοι από την ΤΕΕ καθηγητές στις συναφείς ειδικότητες; Οσο για τη «βεβαιότητα» του Αρβανιτόπουλου ότι οι υπόλοιποι θα εξασφαλίσουν εργασία στα ελεύθερα επαγγέλματα, καλύτερα να μην τη σχολιάσουμε, όταν καθημερινά βλέπουμε να πληθαίνουν οι σειρές των κλειστών μαγαζιών.
Ισχυρίζεται επίσης ο υπουργός Παιδείας ότι «αναβαθμίζει» τις καταργούμενες ειδικότητες από τα ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ, μεταφέροντάς τες στα δημόσια ΙΕΚ, στα οποία θα μπορούν να καταφεύγουν και απόφοιτοι της γυμνασιακής εκπαίδευσης. Και ότι αυτό θα το κάνει και με την αύξηση του μαθητικού πληθυσμού τους από 10.000 που είναι σήμερα σε 15.000 και με πλήρη επιδότηση των διδάκτρων τους.
Εδώ τα ψέματα πέφτουν, πλέον, σα βροχή. Δεν πρόκειται για «αναβάθμιση», αλλά για σαφέστατη υποβάθμιση. Διότι η προσφερόμενη κατάρτιση από τα ΙΕΚ μεταφέρεται σε πιο χαμηλές ηλικίες και εξαφανίζονται ολοκληρωτικά ακόμα και αυτά τα ψήγματα γενικής παιδείας που προσέφεραν τα ΕΠΑΛ. Ενώ, σύμφωνα με τις δηλώσεις Αρβανιτόπουλου στη Βουλή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του πολυνομοσχέδιου, η νέα «μεταρρύθμιση» θα καθιερώσει την «καθολική εφαρμογή του θεσμού της μαθητείας». Πρόκειται για το γερμανικό «δυαδικό σύστημα», όπου ένα μέρος της εκπαίδευσης πραγματοποιείται μέσα στην επιχείρηση, όπου «μαθητεύει», προσφέροντας τσάμπα εργατική δύναμη στους κεφαλαιοκράτες, ο μαθητής. Στην ουσία έχουμε έκπτωση ακόμη και από αυτή την ίδια την κατάρτιση, αφού ο μαθητής-«μαύρος» εργάτης δεν καταρτίζεται «σφαιρικά» πάνω σε μια ειδικότητα, αλλά στη συγκεκριμένη θέση εργασίας που καταλαμβάνει στην καπιταλιστική επιχείρηση.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση κατά 5.000 του μαθητικού δυναμικού των ΙΕΚ είναι αδύνατον να καλύψει τους 26.721 μαθητές των ειδικοτήτων που κόπηκαν από την ΤΕΕ. Το υπουργείο Παιδείας εξωθεί από τα μικράτα τους τα παιδιά (το 81% αυτού του μαθητικού πληθυσμού είναι κορίτσια) στην «αγορά εργασίας», όπου κυριαρχεί το καθεστώς γαλέρας, αν όχι στην ανεργία και την ηθική και οικονομική εξαθλίωση.
Οσο για τις «δωρεάν» σπουδές στα δημόσια ΙΕΚ, με πλήρη επιδότηση των διδάκτρων από το 2013 ως το 2020 (στα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ υπάρχουν δίδακτρα), σημειώνουμε ότι πρόκειται για μύθο. Γιατί πολλά παιδιά που θα θελήσουν να σπουδάσουν θα καταφύγουν αναγκαστικά στα ιδιωτικά ΙΕΚ, ενώ και στα δημόσια η επιδότηση από τα ευρωπαϊκά κονδύλια έχει ημερομηνία λήξης το 2015. Αυτά λέγονται απλά τώρα για να χρυσώσουν το χάπι και να μην υπάρξουν κινητοποιήσεις το Σεπτέμβρη και από τη νεολαία, που αποτελούσε και αποτελεί έτσι κι αλλιώς το «απόπαιδο» της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Το θράσος του υπουργού Παιδείας δε γνωρίζει όρια. Φτύνει κατάμουτρα τους καρατομηθέντες καθηγητές της ΤΕΕ και προσβάλει βάναυσα τη νοημοσύνη μας, όταν δηλώνει ότι αυτοί μπορούν να βρουν εργασία, ως ωρομίσθιοι, για τη σχολική χρονιά 2013-2014, στα τμήματα των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ, που θα λειτουργήσουν αποκλειστικά με τη δέσμευση να αποφοιτήσουν από τις «κομμένες» ειδικότητες οι ήδη φοιτούντες μαθητές, με «μισθούς» κυριολεκτικά φιλανθρωπικά βοηθήματα.
Στα ατέλειωτα ψεύδη του υπουργείου Παιδείας ήρθε να προστεθεί και ένα ακόμη, που παρουσιάστηκε με πολλά ταρατατζούμ από το «Εθνος» του Μπόμπολα. Η «μεγάλη είδηση» αφορά στην πρόσληψη 11.000 αναπληρωτών για τη σχολική χρονιά 2013-2014. Στην πραγματικότητα, πρόκειται να προσληφθούν μόλις 2.500 αναπληρωτές (αριθμός που ταιριάζει με τους 2.000 που επανειλημμένα διακήρυξε το υπουργείο Παιδείας ότι θα προσληφθούν, ενώ ουσιαστικά απολύθηκαν 10.000, που πέρυσι εργάστηκαν στην εκπαίδευση.
Και λέμε «απολύθηκαν», γιατί είναι γνωστό ότι οι συμβασιούχοι της εκπαίδευσης εργάζονταν σ’ αυτήν μακροχρόνια -η σύμβασή τους ανανεωνόταν κάθε χρόνο- από την στιγμή της πρώτης πρόσληψής τους στα σχολεία). Οι υπόλοιποι από τις 11.000 είναι αναπληρωτές ΕΣΠΑ, που σημαίνει ότι θα εργάζονται με εξευτελιστικούς μισθούς των 400 ευρώ. Ασε που πολλοί θα απασχοληθούν στην ενισχυτική διδασκαλία, πράγμα που σημαίνει ακόμη κατώτερο φιλοδώρημα.