Λες; Αυτό αναρωτιούνται πολλοί στη Γερμανία και στο διεθνή αστικό Τύπο, καθώς βλέπουν τις δημοσκοπήσεις να δίνουν μεγάλο προβάδισμα στον σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς, την ίδια ώρα που κατρακυλούν ο χριστιανοδημοκράτης Αρμιν Λάσετ και η πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ. Βέβαια, αυτό ισχύει σε επίπεδο υποψήφιων καγκελάριων, ενώ σε επίπεδο κομμάτων η Χριστιανική Ενωση (CDU + CSU) προηγείται σταθερά, ακολουθούν oι Πράσινοι και οι σοσιαλδημοκράτες του SPD παραμένουν στην τρίτη θέση.
Ως γνωστόν, ο καγκελάριος δεν εκλέγεται απευθείας από το λαό. Το γερμανικό πολιτειακό σύστημα είναι κοινοβουλευτικό και ο καγκελάριος θα εκλεγεί από τη Βουλή, με βάση τις κομματικές συμφωνίες που θα έχουν γίνει για τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ολοι, όμως, αναρωτιούνται κατά πόσο η προσωπική δημοφιλία του Σολτς μπορεί να λειτουργήσει ως μαγνήτης που θα τραβήξει ψήφους υπέρ του SPD, ώστε να του επιτρέψει να περάσει στη δεύτερη θέση και να μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με τους Πράσινους, με τον Σολτς καγκελάριο.
Πώς έγινε δημοφιλέστερος ο Σολτς; Φαίνεται πως λειτουργεί το «ο παλιός είναι αλλιώς». Η Μπέρμποκ δείχνει «λίγη» στις δημόσιες εμφανίσεις της, ενώ κάτι λεφτά που ξέχασε να δηλώσει στο «πόθεν έσχες» της και κάτι «προβληματάκια» με τους πανεπιστημιακούς της τίτλους έδωσαν τροφή στο δεξιό Τύπο να την «περιποιηθεί» δεόντως, τσαλακώνοντας το προφίλ της «μεγάλης ελπίδας», με το οποίο είχε εισβάλει στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας.
Από την άλλη, ο Λάσετ δεν έχει δοκιμαστεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο διοίκησης (μόνο ως πρωθυπουργός κρατιδίου), κουβαλάει το στίγμα του ευνοούμενου της Μέρκελ, η οποία τον επέβαλε πρώτα ως πρόεδρο της CDU και μετά ως υποψήφιο καγκελάριο της Χριστιανικής Ενωσης (αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον Ζεεχόφερ της CSU) και πρόσφατα φάνηκε ακόμα πιο λίγος, καθώς ο φακός τον συνέλαβε να χασκογελάει μπροστά σε πλημμυρισμένες εκτάσεις, την ώρα που μιλούσε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Στάινμαγιερ. Πολλοί θυμούνται τον σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, που όλοι τον είχαν για χαμένο αλλά γνώρισε μια έκρηξη δημοτικότητας όταν «όρμησε» με γαλότσες και νιτσεράδα σε κάτι πλημμύρες δείχνοντας ότι είναι «πολιτικός της πράξης». Σκέφτονται, λοιπόν, ότι ο Λάσετ μπορεί να χάσει για τον αντίθετο λόγο: αντί να βάλει γαλότσες, εμφανίστηκε με κοστούμι. Και χασκογελούσε κιόλας.
Μένει περίπου ενάμισης μήνας μέχρι τις γερμανικές εκλογές, στη διάρκεια του οποίου οι μονομάχοι θα τα δώσουν όλα. Και στο τέλος θα κάνουν ταμείο. Η μόνη που δεν ανησυχεί για το αποτέλεσμα είναι η γερμανική μονοπωλιακή αστική τάξη. Υπάρχουν τέσσερα κόμματα (Χριστιανική Ενωση, Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) που μέχρι τώρα έχουν διαχειριστεί την κυβερνητική εξουσία με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς μεταξύ τους. Και σε κρατιδιακό και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Μόλις, λοιπόν, γίνει το εκλογικό ταμείο, οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων θα χαράξουν τη μετεκλογική τακτική τους, με γνώμονα όχι μόνο και όχι τόσο το ιδιαίτερο κομματικό συμφέρον, αλλά κυρίως το συμφέρον του γερμανικού ιμπεριαλισμού, που πρέπει να έχει μια σταθερή κυβέρνηση. Εφόσον κανένα κόμμα δε θα έχει την πλειοψηφία, όπως όλα δείχνουν, θα σχηματιστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας, όπως γίνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Αρκεί να θυμηθούμε ότι οι σοσιαλδημοκράτες, μολονότι κατέρρεαν εξαιτίας της συνεργασίας τους με τους χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, μπήκαν στην κυβέρνηση και το 2017, προκειμένου να υπηρετήσουν την πολιτική σταθερότητα που χρειάζεται ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Αλλαξαν κάμποσους αρχηγούς αυτά τα χρόνια, αντιμετώπισαν εσωτερικές κομματικές κρίσεις, όμως το καθήκον τους έναντι του γερμανικού ιμπεριαλισμού το έκαναν στο ακέραιο.
Η μόνη περίπτωση να υπάρξει πολιτική αστάθεια στη Γερμανία είναι να αμφισβητηθεί η κυβέρνηση από τα κάτω. Ομως, το γερμανικό προλεταριάτο έχει πολλά χρόνια να «σηκωθεί», έστω και με τη μορφή ενός ισχυρού απεργιακού κύματος. Κι αυτός ο παράγοντας είναι που διευκολύνει τους χειρισμούς των κομμάτων εξουσίας και τους επιτρέπει να συγκροτούν συμμαχικές κυβερνήσεις που βγάζουν άνετα την τετραετία.