Μέχρι περίπου τις 20 Αυγούστου, ο ουκρανικός στρατός παρουσίαζε τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία ως τελειωμένη υπόθεση, με τους φιλορώσους αυτονομιστές στα πρόθυρα της συντριβής, περικυκλωμένους στα δύο τελευταία προπύργιά τους, τις πόλεις Λουχάνσκ και Ντονέτσκ. Αίφνης, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει άρδην το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου. Οι αυτονομιστές αντάρτες εξαπέλυσαν αντεπίθεση ανακαταλαμβάνοντας περιοχές γύρω από τις πόλεις Λουχάνσκ και Ντονέτσκ και περικυκλώνοντας σε κάποιες απ’ αυτές εκατοντάδες ουκρανούς στρατιώτες. Στις 30 Αυγούστου, η κυβέρνηση του Κιέβου αναγκάστηκε να παραδεχτεί την υποχώρηση των δυνάμεών της, ανακοινώνοντας ότι 800 περίπου στρατιώτες, το 80% από τους οποίους στην περιοχή Ilovayst, είναι περικυκλωμένοι και υπό συνεχή επίθεση, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την πρόταση Πούτιν για δημιουργία ανθρωπιστικού διαδρόμου για την ασφαλή αποχώρησή τους με τον όρο να παραδώσουν τα όπλα τους.
Παράλληλα, οι αυτονομιστές άνοιξαν ένα νέο νοτιοανατολικό μέτωπο στη στρατηγικής σημασίας ακτογραμμή της Αζοφικής Θάλασσας (το βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας), μακριά από τα κύρια μέτωπα Λουχάνσκ και Ντονέτσκ. Στις 27 Αυγούστου, μετά από τρεις μέρες σφοδρών βομβαρδισμών, κατέλαβαν την πόλη Νοβοαζόφσκ, σημαντικό λιμάνι και θέρετρο, με 40.000 πληθυσμό, που βρίσκεται στο δρόμο που ενώνει τη Ρωσία με το σημαντικό ουκρανικό λιμάνι της Μαριούπολης και τη χερσόνησο της Κριμαίας. Στις 31 Αυγούστου, οι αντάρτες χτύπησαν για πρώτη φορά τον ουκρανικό στόλο εκτοξεύοντας από την ακτή της Νοβοαζόφσκ πύραυλο εναντίον σκάφους της ουκρανικής ακτοφυλακής, με αποτέλεσμα οχτώ τραυματισμένους και δύο αγνοούμενους ναύτες. Ο επόμενος πιθανός στόχος των ανταρτών είναι η Μαριούπολη, με 450.000 πληθυσμό, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 40 χλμ από τη Νοβοαζόφσκ, η άμυνα της οποίας ενισχύεται τις τελευταίες μέρες από την κυβέρνηση του Κιέβου.
Το άνοιγμα του νοτιανατολικού μετώπου με την κατάληψη της Νοβοαζόφσκ θεωρείται από τους δυτικούς αναλυτές ως σοβαρή ένδειξη ότι οι αντάρτες επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα χερσαίο διάδρομο που θα συνδέει τη Ρωσία με την Κριμαία, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τον ψυχολογικό πόλεμο της Ρωσίας και λειτουργεί ως ισχυρό μέσο πίεσης στις διαπραγματεύσεις.
Σημειωτέον ότι η Ουκρανία έχει χάσει ήδη την ακτογραμμή της Κριμαίας , μήκους 750 χλμ, μαζί με το στρατηγικής σημασίας λιμάνι και τα σημαντικά μεταλλευτικά δικαιώματα στη Μαύρη θάλασσα. Στην περίπτωση που οι αυτονομιστές καταλάβουν την ακτογραμμή της Αζοφικής και δημιουργήσουν μια χερσαία γέφυρα μεταξύ Ρωσίας και Κριμαίας, η Ουκρανία θα χάσει επιπλέον 250 χλμ ακτογραμμής, ενώ οι αυτονομιστές και η Ρωσία θα αποκτήσουν τον έλεγχο όλης της Αζοφικής και των παράκτιων πλούσιων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να απομείνουν στην Ουκρανία μόνο 450 χλμ ακτογραμμής δυτικά της Κριμαίας.
Την 1η Σεπτέμβρη, ο ουκρανικός στρατός υπέστη μια ακόμη σοβαρή ήττα καθώς αναγκάστηκε, μετά από σφοδρή επίθεση των ανταρτών, να αποσυρθεί από το στρατηγικής σημασίας πολιτικό αεροδρόμιο έξω από την πόλη Λουχάνσκ, μέσω του οποίου γινόταν εύκολα ο ανεφοδιασμός των δυνάμεών του στην περιοχή. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές βρίσκεται, σύμφωνα με το «Reuters» (3/9/14), σε εξέλιξη σφοδρή επίθεση των ανταρτών για την ανακατάληψη και του αεροδρομίου του Ντονέτσκ, που είχε καταληφθεί από τον ουκρανικό στρατό τον περασμένο Ιούνη, με τον εκπρόσωπο των ανταρτών να δηλώνει ότι έχει ήδη ανακαταληφθεί το 95% του αεροδρομίου.
Παράλληλα, οι αντάρτες επιχειρούν, σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής «Guardian» (1/9/14), να καταλάβουν πόλεις στο δρόμο Ντονέτσκ – Μαριούπολης. Συγκεκριμένα, την 1η Σεπτέμβρη, ένοπλοι αντάρτες έκαναν έλεγχο στα αυτοκίνητα στην πόλη Ολενίβκα, την πρώτη πόλη σ’ αυτό το δρόμο, από την οποία είχε αποσυρθεί ο ουκρανικός στρατός, ενώ στη Βολνοβάχκα, την επόμενη μεγάλη πόλη στον ίδιο δρόμο, δεν υπήρχαν ούτε στρατιώτες ούτε αντάρτες, όμως η τοπική αστυνομία είχε κατεβάσει προληπτικά την ουκρανική σημαία από το κτίριό της, προφανώς εν αναμονή της εμφάνισης των ανταρτών.
Ο απολογισμός του πολέμου είναι μέχρι στιγμής περισσότεροι από 2.600 νεκροί, από τους οποίους τουλάχιστον 900 είναι ουκρανοί στρατιώτες.
Επέμβαση της Ρωσίας
Μετά τις αλλεπάλληλες ήττες και τις σοβαρές απώλειες που έχει υποστεί ο ουκρανικός στρατός, ο ουκρανός πρόεδρος Ποροσένκο αναγκάστηκε να παραδεχτεί, σε ομιλία του την 1η Σεπτέμβρη στην στρατιωτική ακαδημία του Κιέβου, ότι «άλλαξε ριζικά η ισορροπία στο πεδίο της μάχης», γεγονός το οποίο απέδωσε στην «άμεση και απροκάλυπτη επίθεση» της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Παράλληλα, οι Αμερικάνοι και οι λοιποί δυτικοί πάτρωνες της κυβέρνησης του Κιέβου ανέβασαν κατακόρυφα τους τόνους εναντίον της Ρωσίας, κατηγορώντας την για ανοιχτή επέμβαση με δυνάμεις για πρώτη φορά του τακτικού στρατού (για 1.000 τουλάχιστον ρώσους στρατιώτες κάνει λόγο το ΝΑΤΟ) και με εκατοντάδες τανκς και θωρακισμένα οχήματα, εκτός από τον εφοδιασμό των αυτονομιστών ανταρτών με βαριά όπλα.
Είναι ηλίου φαεινότερον, ότι η ανατροπή σε ελάχιστες μέρες του συσχετισμού δυνάμεων στο πεδίο της μάχης υπέρ των αυτονομιστών οφείλεται σε άμεση στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, όχι μόνο με βαριά όπλα, τανκς και θωρακισμένα οχήματα, αλλά και με άντρες, χωρίς διακριτικά, των Ειδικών Δυνάμεων του ρωσικού στρατού, όταν είδε ότι ο κλοιός γύρω από τους περικυκλωμένους αντάρτες στις πόλεις Λουχάνσκ και Ντονέτσκ είχε σφίξει επικίνδυνα και ότι η κυβέρνηση του Κιέβου και οι δυτικοί πάτρωνές της θα κέρδιζαν πιθανότατα τον πόλεμο. Παρολαυτά, ο Πούτιν επιμένει ότι δεν υπάρχει ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, ότι η επίλυση της κρίσης στην ανατολική Ουκρανία είναι εσωτερικό ζήτημα και έχει καλέσει επανειλημμένα τον ουκρανό πρόεδρο να προχωρήσει άμεσα σε κατάπαυση χωρίς όρους του πυρός και σε απευθείας διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους των ανταρτών.
Η Ρωσία δεν κάνει πίσω
Οι τελευταίες εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία και οι προκλητικές δηλώσεις Πούτιν που τις συνοδεύουν δείχνουν καθαρά τις στοχεύσεις της ρωσικής ηγεσίας. Ενδεικτικά, σε ομιλία του στις 29 Αυγούστου, ο Πούτιν περιέγραψε τους Ρώσους και τους Ουκρανούς σαν «πρακτικά ένα λαό» και συνέκρινε τις επιχειρήσεις του ουκρανικού στρατού στην ανατολική Ουκρανία με την εισβολή των ναζί στη Σοβιετική Ενωση, προσθέτοντας ότι «η Ρωσία είναι μια ισχυρή πυρηνική δύναμη και οι ξένοι πρέπει να καταλάβουν ότι είναι καλύτερα να μη τα βάζουν μαζί μας». Δύο μέρες αργότερα, σε σχόλιό του στο ρωσικό Κανάλι 1, δήλωσε ότι η ουκρανική κυβέρνηση «πρέπει να προχωρήσει σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις όχι για τεχνικά ζητήματα αλλά για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας και της κρατικής οντότητας στη νοτιοανατολική Ουκρανία, με στόχο την εξασφάλιση των νόμιμων συμφερόντων των ανθρώπων που ζουν εκεί». Παρόλο που ο εκπρόσωπος Τύπου του ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ διευκρίνισε αργότερα ότι η λέξη «κρατική οντότητα» δε σημαίνει κυριαρχία, είναι βέβαιο ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα από τον Πούτιν για να υποδηλώσει ότι επιδιώκει πλέον μια ανατολική Ουκρανία με ευρεία αυτονομία σε μια Ουκρανική Συνομοσπονδία και όχι μια Ομοσπονδιακή Ουκρανία.
Είναι φανερό ότι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν κάνει πίσω, ότι δεν πτοείται από τις οικονομικές κυρώσεις των δυτικών ανταγωνιστών του προκειμένου να υπερασπίσει και να διασφαλίσει τα γεωστρατηγικά του συμφέροντα στην περιοχή, ότι, τέλος, θέλει μια συμφωνία για την Ουκρανία με τους δικούς του όρους, μια νοτιοανατολική Ουκρανία με διευρυμένη αυτονομία, προσανατολισμένη πολιτικά και οικονομικά στη Ρωσία, που θα κρατήσει το ΝΑΤΟ μακριά από τα σύνορά της.
Παρά την κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων τις τελευταίες μέρες, δε φαίνεται να είναι στα σχέδια της ρωσικής ηγεσίας μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία. Η συνέχιση της καλυμμένης στρατιωτικής υποστήριξης των αυτονομιστών είναι αρκετή για να συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ανατολή, ώστε μπροστά στις σοβαρές απώλειες του ουκρανικού στρατού και με την ουκρανική οικονομία στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης, να αναγκαστούν η κυβέρνηση του Κιέβου και οι δυτικοί πάτρωνές της να αποδεχτούν μια συμφωνία που θα ικανοποιεί τη Μόσχα.
Με την πλάτη στον τοίχο το Κίεβο
Με την ανατροπή του συσχετισμού υπέρ των αυτονομιστών ανταρτών, η κυβέρνηση του Κιέβου, η οποία μέχρι πρόσφατα αρνιόταν τις διαπραγματεύσεις με «τρομοκράτες» και απαιτούσε την άνευ όρων παράδοσή τους, βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και αναγκάζεται να μπει στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Η πρώτη συνάντηση της «ομάδας επαφής» πραγματοποιήθηκε την 1η Σεπτέμβρη στην πρωτεύουσα Μινσκ της Λευκορωσίας, με τη συμμετοχή εκπροσώπου του ΟΑΣΕ, του ρώσου πρέσβη, του πρώην ουκρανού προέδρου Λεονίντ Κούτσμα και εκπροσώπων των αυτονομιστών, κατά την οποία οι συμμετέχοντες κατέθεσαν τις θέσεις τους και όρισαν νέα συνάντηση στις 5 Σεπτέμβρη. Σημειωτέον ότι οι εκπρόσωποι των ανταρτών δήλωσαν ότι αν γίνει αποδεχτό και κατοχυρωθεί συνταγματικά ένα «ειδικό καθεστώς» για τη νοτιοανατολική Ουκρανία, η περιοχή θα παραμείνει εντός της εδαφικής επικράτειας της Ουκρανίας.
Στις 3 Σεπτέμβρη, μια μέρα πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ, έγινε ένα ακόμη βήμα. Μετά από επικοινωνία τους, Πού-τιν και Ποροσένκο ανακοίνωσαν ότι «υπάρχει αμοιβαία κατανόηση σχετικά με τα μέτρα που θα διευκολύνουν τον τερματισμό της βίας και την επίτευξη συμφωνίας ειρήνης» και ότι ελπίζουν ότι τα πρώτα βήματα θα γίνουν στη συνάντηση της «ομάδας επαφής» στις 5 Σεπτέμβρη. Ο Πούτιν σε συνέντευξη Τύπου κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Μογγολία στις 3 Σεπτέμβρη, έκανε λόγο για 7 σημεία στα οποία πρέπει να συμφωνήσουν η κυβέρνηση του Κιέβου και οι αυτονομιστές προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την επίλυση της κρίσης. Τα σημεία αυτά περιλαμβάνουν απόσυρση του ουκρανικού στρατού σε θέσεις από τις οποίες δε θα μπορεί να βομβαρδίζει κατοικημένες περιοχές, τερματισμό των αεροπορικών βομβαρδισμών καθώς και της προέλασης των ανταρτών σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, ανταλλαγή άνευ όρων όλων των αιχμαλώτων, δημιουργία ανθρωπιστικού διαδρόμου για τους πρόσφυγες και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και ανάπτυξη διεθνών παρατηρητών που θα παρακολουθούν την τήρηση της κατάπαυσης του πυρός.
Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσει κανείς πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη διπλωματική σκακιέρα, όμως είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση του Κιέβου, παρά την πολιτική και την οικονομική στήριξη των αμερικάνων και των λοιπών δυτικών πατρώνων της, είναι σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί οι μεν οικονομικές κυρώσεις της Δύσης δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για τη ρωσική ηγεσία, ο δε Λευκός Οίκος και το ΝΑΤΟ έχουν αποκλείσει εξαρχής τη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία. Παράλληλα, οξύνονται συνεχώς τα οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό, οι τιμές τραβούν την ανηφόρα, ο δανεισμός από το ΔΝΤ για να αποφευχθεί η χρεοκοπία αυξάνεται αλματώδικα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία συνεχίζεται, ενόψει του χειμώνα που πλησιάζει, και η λαϊκή δυσφορία αναπόφευκτα φουντώνει, καθώς το εθνικιστικό ντελίριο στο οποίο επιδίδεται η κυβέρνηση του Κιέβου δε θα μπορεί για πολύ καιρό ακόμη να βρίσκει πρόθυμο ακροατήριο που θα κλείνει τα μάτια μπροστά στη ζοφερή πραγματικότητα.
Τέλος, θέλουμε να επισημάνουμε ότι το αυτονομιστικό κίνημα στην ανατολική Ουκρανία μπορεί να ξεκίνησε από υπαρκτά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία οξύνθηκαν μετά την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς με την άμεση και καθοριστική συμμετοχή ανοιχτά φασιστικών και νεοναζιστικών δυνάμεων, όμως ούτε το κίνημα αυτό έτσι όπως εξελίχτηκε ούτε η υποστήριξη που του παρέχει το Κρεμλίνο έχουν καμιά σχέση με αντιφασιστικό αγώνα. Αυτά που συμβαίνουν στην Ουκρανία είναι απλά και μόνο ένα θερμό επεισόδιο στον άγριο ανταγωνισμό που ξεκίνησε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ ανάμεσα στο ρώσικο ιμπεριαλισμό και τους δυτικούς ανταγωνιστές του.