Αν καταφέρει να ολοκληρώσει και τη νέα πενταετία, που αναμένεται να κερδίσει τη μεθεπόμενη Κυριακή, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα έχει σπάσει κάθε ρεκόρ στην ηγεσία μιας περιφερειακής δύναμης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Είκοσι έξι χρόνια ως πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας!
Μπορεί αυτή τη φορά να χρειάζεται δεύτερος γύρος για να πάρει τη νίκη, σκεφτείτε όμως τι εικόνα παρουσίαζαν γι’ αυτόν τα δυτικά ΜΜΕ μέχρι και την παραμονή των εκλογών. Οτι είναι 6,5 μονάδες πίσω από τον Κιλιτσντάρογλου, ότι η υγεία του είναι κλονισμένη κτλ. Και τους έστειλε όλους στον κουβά. Και τους δημοσκόπους και τους περισπούδαστες αναλυτές και την τουρκική αντιπολίτευση που συνασπίστηκε υπό τον Κιλιτσντάρογλου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εκτοπίσει τον Ερντογάν.
Αν αναλογιστούμε ότι το κόμμα του Ερντογάν μαζί με το κόμμα του ακροδεξιού συμμάχου του Μπαχτσελί πήραν την πλειοψηφία και στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, θα μιλήσουμε για θρίαμβο του Ερντογάν και συντριβή της αντιπολίτευσης. Αφού δεν τον νίκησαν και τώρα, μάλλον πρέπει να περιμένουν να πεθάνει για να νικήσουν τον διάδοχό του, με υποψήφιο όχι τον ΑΑΑ (άχρωμο-άοσμο-άγευστο) Κιλιτσντάρογλου, αλλά κάποιον νεότερο όπως ο δήμαρχος της Ιστανμπούλ Εκρέμ Ιμάμογλου.
Απτόητοι οι «αναλυτές» στη Δύση συνεχίζουν το έργο τους μιλώντας και γράφοντας με το γνωστό βαθυστόχαστο ύφος για το «διχασμό της τουρκικής κοινωνίας» ανάμεσα στον κοσμοπολιτισμό και τον ισλαμισμό. Ξεχνούν, όμως, πως όταν ο Ερντογάν πρωτοκέρδισε την εξουσία με το ΑΚΡ του εμφανιζόταν ως πιο δημοκρατικός από τους κεμαλιστές αντιπάλους του, που ήταν συνδεδεμένοι με όλα τα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Ακόμη και στους Κούρδους έκανε ανοίγματα, κερδίζοντας την ψήφο τους. Κι αφού τους κορόιδεψε, συνέχισε την ίδια πολιτική με τους προκατόχους του, πνίγοντας την κουρδική αντίσταση, ένοπλη και ειρηνική, στο αίμα.
Ο Ερντογάν έγινε κεμαλιστής στη θέση των κεμαλιστών, έχτισε τις δικές του σχέσεις με τον πανίσχυρο οικονομικά και πολιτικά τουρκικό στρατό, έγινε ο ίδιος καθεστώς, περιορίζοντας τους κεμαλιστές του CHP σε περιθωριακό ρόλο. Ο Ερντογάν κατάφερε να συνδυάσει τον κεμαλισμό με τον ισλαμισμό κι αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας του, πέρα από την προσωπική ακτινοβολία και το χάρισμα της επικοινωνίας που διαθέτει. Ο Ερντογάν δεν μιλάει μόνο ούτε κυρίως για τη θρησκεία. Οι αναφορές του είναι περισσότερο στον τουρκικό εθνικισμό και στην ενίσχυση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομασθείς Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων), έχτισε τη σύγχρονη Τουρκία πάνω στο όραμα της απελευθέρωσης από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, χωρίς καταρχάς να συγκρουστεί με το θρησκευτικό συναίσθημα των λαϊκών μαζών. Αυτό το έκανε όταν στερέωσε την εξουσία του, αποδεχόμενος την ιμπεριαλιστική επιτροπεία επί του σύγχρονου τουρκικού κράτους που χάρη στη δική του καθοδήγηση αναδύθηκε από τα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατάργησε το χαλιφάτο, διαχώρισε το κράτος από τη θρησκεία, εισήγαγε τουρκικό αλφάβητο, απαγόρευσε το φέσι και τη μαντίλα στις κρατρικές υπηρεσίες, προσπάθησε να κάνει μια σειρά αστικούς εκσυγχρονισμούς στο πλαίσιο ενός αυταρχικού καθεστώτος, που ο στρατός, από τον οποίο προερχόταν ο Μουσταφά Κεμάλ, ήταν κυρίαρχος και συγκέντρωνε όχι μόνο τη δύναμη των όπλων αλλά και τεράστια οικονομική και πολιτική δύναμη.
Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε την πολιτική του Κεμάλ αντεστραμμένη. Εδωσε ρόλο στο θρησκευτικό συναίσθημα (χωρίς τζιχαντιστικές ακρότητες), αντιπαρατάσσοντας κάτι καινούργιο στο ήδη διεφθαρμένο πολιτικό καθεστώς που κατέρρεε, αναμένοντας το στρατό να κάνεί ένα νέο πραξικόπημα για να γίνει πολιτική «επανεκκίνηση» μετά από μερικά χρόνια «γύψου». Ο Ερντογάν δεν εμφανίστηκε ως θρησκευτικός ηγέτης, ως νέος χαλίφης, αλλά ως νέος και άφθαρτος, ως πιστός μουσουλμάνος και εκπρόσωπος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και ταυτόχρονα (και κυρίως) ως συνεχιστής της «τουρκικής υπερηφάνειας» κατά το πρότυπο του Κεμάλ.
Επομένως, στην τουρκική πολιτική σκηνή δεν έχουμε διχασμό ανάμεσα σε «προοδευτικούς δημοκράτες» (στους οποίους έφτασαν να περιλαμβάνουν ακόμα και την ακροδεξιά Ακσενέρ!) και σε «συντηρητικούς ισλαμιστές», αλλά πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτικούς εκπροσώπους του τουρκικού εθνικισμού και της αυταρχικής κρατικής διακυβέρνησης. Ο,τι ακριβώς επιθυμεί η τουρκική αστική τάξη, αλλά και οι ιμπεριαλιστές που συνεργάζονται μαζί της εκμεταλλευόμενοι τον φυσικό πλούτο της Τουρκίας, την τεράστια αγορά των σχεδόν 90 εκατομμυρίων κατοίκων, την περιφερειακή δύναμη της Τουρκίας και κυρίως τις συνθήκες υπερεκμετάλλευσης της τουρκικής εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Ο λαός κλήθηκε να επιλέξει ηγέτες από το ίδιο πανέρι. Και ο Ερντογάν ξανανίκησε, έστω και οριακά (λογικό, μετά από 21 χρόνια στην εξουσία), γιατί ακόμη μπορεί και εμφανίζεται ως καλύτερος από τους πολιτικούς του αντιπάλους, διαθέτοντας πλέον και την υποστήριξη του πανίσχυρου κρατικού μηχανισμού (μέσα και ο στρατός)..
Γράφαμε προ ημερών, σχολιάζοντας κάποια εχθρικά προς τον Ερντογάν δημοσιεύματα σε δυτικά έντυπα διεθνούς κυκλοφορίας, πως ούτε παραγγελία να τα είχε. Στην τελική ευθεία της εκλογικής κούρσας, ο χαλκέντερος Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε αυτά τα δημοσιεύματα για να εκφραστεί ως ο κύριος εκφραστής της κεμαλικής παράδοσης, κατηγορώντας τον Κιλιτσντάρογλου ότι είναι υποχείριο των ιμπεριαλιστών (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε)!
Σ’ εκείνο το σχόλιό μας, αναφερόμενοι στο πρωτοσέλιδο του Εconomist κατά του Ερντογάν, καταλήγαμε ως εξής:
Είναι τόσο αφελείς ή τόσο τυφλωμένοι οι δημοσιογράφοι ενός εντύπου με μακρά ιστορία, ώστε να μην αντιλαμβάνονται ότι με αυτή τη χοντροκομμένη παρέμβαση δεν κάνουν ζημιά αλλά βοηθούν τον Ερντογάν; Δεν το νομίζουμε, αν και δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την τύφλωση που προξενεί η ιμπεριαλιστική αλαζονεία. Δεν ξεχνάμε ότι ο πανίσχυρος όμιλος του Economist παρεμβαίνει ωμά στις εσωτερικές εξελίξεις των χωρών της εξαρτημένης περιφέρειας με τα συνέδρια που διοργανώνει, στα οποία σπεύδουν να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους οι πολιτικοί ηγέτες των εξαρτημένων χωρών, προσβλέποντας στην εύνοια των ισχυρών.
Σε κάθε περίπτωση, είτε το δημοσίευμα προήλθε από δική τους πρωτοβουλία είτε μετά από συνεννόηση με τον Ερντογάν, είτε οφείλεται στην ιμπεριαλιστική αλαζονεία είτε σε πονηρό υπολογισμό προβοκατόρικου τύπου, νομίζουμε ότι τον Ερντογάν βοηθάει, καθώς σκορπίζει οργή στους ψηφοφόρους και εμφανίζει τον Κιλιτσντάρογλου σαν ενεργούμενο των ιμπεριαλιστών της Δύσης.
Το αποτέλεσμα θα φανεί στις κάλπες της άλλης Κυριακής. Ο Ερντογάν, παρά τα -υπαρκτά ή φουσκωμένα- προβλήματα υγείας, που τα ενέταξε κι αυτά στην εκλογική του τακτική του τελευταίου δεκαήμερου, απέδειξε ότι είναι γνήσιος campaigner (για να χρησιμοποιήσουμε τον αμερικανικό όρο). Γι’ αυτό κυριαρχεί εδώ και δυο δεκαετίες στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Κατά τα άλλα, αλίμονο στο λαό της Τουρκίας, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα.