Πόσο ιστορικές ήταν τελικά οι ενδιάμεσες εκλογές για τα δύο σώματα του αμερικάνικου Κογκρέσου (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων), που έγιναν την περασμένη Τρίτη στις ΗΠΑ; Πρόκειται για τις εκλογές που γίνονται στο μέσο της θητείας κάθε Προέδρου και σηματοδοτούν το μέγεθος της φθοράς που υπέστη λόγω της… φιλολαϊκής του πολιτικής.
Σύμφωνα με τον Τραμπ οι εκλογές ήταν κρίσιμες γιατί «διακυβεύονται όλα όσα οικοδομήθηκαν» κατά τη δίχρονη εξουσία του, όπως και η πορεία της Αμερικής προς το να γίνει… μεγάλη και ασφαλής. Σύμφωνα με τον Ομπάμα (που χρησιμοποιήθηκε από τους Δημοκρατικούς ως κράχτης, ελλείψει άλλου στελέχους ανάλογου κύρους), οι εκλογές ήταν οι πιο σημαντικές της πρόσφατης Ιστορίας! “It’s all about Trump” (είναι όλα για τον Τραμπ) κραύγαζε το αντι-τραμπικό CNN χαρακτηρίζοντας τις εκλογές αυτές ως την πρώτη ευκαιρία για τη «βαθιά διχασμένη Αμερική να κρίνει την ταραχώδη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ».
Οι δύο μονομάχοι (Τραμπ και Ομπάμα) αλώνισαν την Αμερική και έβγαλαν ομιλίες για να πείσουν τους ψηφοφόρους να συμμετάσχουν στις εκλογές, στις οποίες ιστορικά η αποχή είναι μεγάλη (το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής -κάτω του 40%- σημειώθηκε στις εκλογές του 2014). Η «ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα», για την οποία μίλησε ο Τραμπ, ώθησε περισσότερους από τις προηγούμενες φορές ψηφοφόρους να συμμετάσχουν. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει ακόμα ανακοινωθεί το ποσοστό της συμμετοχής, αλλά σίγουρα έχει ξεπεράσει κατά πολύ αυτό του 2014 (σύμφωνα με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, οι ψηφοφόροι που συμμετείχαν θα ξεπεράσουν τα 114 εκατομμύρια, ενώ το 2014 έφτασαν μόλις τα 83).
Τα αποτελέσματα των εκλογών δικαίωσαν τις αρχικές δημοσκοπήσεις που έδειχναν μεγάλη πιθανότητα να χάσουν οι Ρεπουμπλικάνοι την Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία και πέρασε στους Δημοκρατικούς, παρά το γεγονός ότι η Νάνσι Πελόζι (υποψήφια των Δημοκρατικών για πρόεδρος της Βουλής) ήταν λιγότερο δημοφιλής από τον Τραμπ στις δημοσκοπήσεις. Ετσι, οι Δημοκρατικοί ξεπέρασαν το όριο των 218 εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αποκτώντας το δικαίωμα του βέτο στη νομοθεσία που εισηγείται ο Πρόεδρος (αφού ξεπέρασαν το 50% των 435 εδρών) και η Πελόζι κατέκτησε τελικά την προεδρία στη Βουλή (θέση που κατείχε και την περίοδο 2007-2011).
Οσο για τη Γερουσία, οι Ρεπουμπλικάνοι δε φαίνονταν να ανησυχούν, αφού για να κερδίσουν οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να επικρατήσουν τουλάχιστον σε μία από τις παραδοσιακά (επί δεκαετίες) ρεπουμπλικανικές περιοχές, όπως η Αριζόνα, το Τέξας ή το Τενεσί, και να κατορθώσουν να επανεκλεγούν νομοθέτες από τους Δημοκρατικούς σε μια σειρά παραδοσιακές ρεπουμπλικανικές πολιτείες, όπως η Ιντιάνα, η Δυτική Βιρτζίνια, η Μοντάνα και η Βόρεια Ντακότα, όπου ο Τραμπ σημείωσε μεγάλα ποσοστά στις προεδρικές εκλογές πριν από δύο χρόνια και εξακολουθεί να είναι ακόμα δημοφιλής. Για να το πούμε πιο απλά, οι Ρεπουμπλικανοί θα έχαναν τη Γερουσία μόνο σε περίπτωση εκλογικής πανωλεθρίας, πράγμα που δε συνέβη τελικά. Η νίκη των Δημοκρατικών υποψηφίων στη Μοντάνα και τη Δυτική Βιρτζίνια δεν ήταν αρκετή, αφού στις υπόλοιπες περιοχές (Ιντιάνα, Βόρεια Ντακότα, Αριζόνα, Τέξας και Τενεσί) κέρδισαν οι ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εκλογές για την αμερικάνικη Γερουσία έχουν μία ιδιαιτερότητα. Στις εκλογές αυτές δεν ανανεώνεται το σύνολο των εδρών, αλλά μόνο το ένα τρίτο. Δηλαδή οι ψηφοφόροι ψηφίζουν για τις 35 από τις 100 έδρες και όχι για όλες. Ομως, οι περιφέρειες που αντιστοιχούσαν στις έδρες αυτές ήταν περισσότερο ρεπουμπλικανικές, γι’ αυτό και οι Ρεπουμπλικανοί κατόρθωσαν να επικρατήσουν άνετα, αυξάνοντας μάλιστα τη δύναμή τους.
Το ισορροπημένο αποτέλεσμα έδωσε την ευκαιρία στην κάθε πλευρά να πανηγυρίζει. Ο Τραμπ, ως γνήσιος… Τραμπ, μίλησε για «τεράστια επιτυχία», παρά το γεγονός ότι έχασε την Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Πελόζι από τη μεριά της χαρακτήρισε τη μέρα των εκλογών ως μία μέρα ιστορικής νίκης για λογαριασμό όχι του Δημοκρατικού Κόμματος αλλά των σκληρά εργαζόμενων αμερικάνικων οικογενειών. Επιτέλους, η «δημοκρατία» λειτούργησε. Ο Τραμπ δε θα είναι απόλυτος μονάρχης, αφού θα έχει την Πελόζι να τον ελέγχει σε κάθε του βήμα!
Πόσο όμως όλα τα παραπάνω αφορούν την ουσία της αμερικάνικης πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό; Αν η πολιτική εξαρτιόταν κυρίως από τον Πρόεδρο, η απάντηση θα ήταν ότι όντως αφορούν την ουσία. Ομως αυτό δε συμβαίνει. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, Ομπάμα και Τραμπ, ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, υπηρετούν το αμερικάνικο κεφάλαιο και διαχειρίζονται την πολιτική του. Δεν είναι οι εμπνευστές της πολιτικής, αλλά οι διαχειριστές της, με τις όποιες διαφορές τους να μη θέτουν σε κίνδυνο την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Αυτό φάνηκε τόσο στα χρόνια της διακυβέρνησης Ομπάμα, με τις πολλές ψεύτικες υποσχέσεις, όσο και τώρα με τον Τραμπ που δε διστάζει να ομολογήσει ανοιχτά ότι το μέλημά του είναι η ισχυροποίηση του κεφαλαίου. Μόνο που ο Τραμπ πασχίζει να πείσει ότι τα συμφέροντα του αμερικάνικου κεφαλαίου ταυτίζονται με αυτά των εργατών.
Ας θυμηθούμε ότι επί Ρεπουμπλικάνων αυξήθηκε κάποια στιγμή το βασικό ωρομίσθιο, ενώ ο πολύς Ομπάμα, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις του, δεν το αύξησε (έχει μείνει κολλημένο στα 7.25 δολάρια την ώρα από την εποχή του Μπους). Οι βομβαρδισμοί στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έγιναν επί Ρεπουμπλικάνων, αλλά στη Γιουγκοσλαβία οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί έγιναν επί των ημερών του «Δημοκρατικού», Μπιλ Κλίντον. Μπορεί ο Ομπάμα να είναι μαύρος, όμως επί των ημερών του έγιναν οι περισσότερες εκτελέσεις έγχρωμων από τους μπάτσους, οι οποίοι έχαιραν πλήρους ατιμωρησίας, ενώ επίσης επί των ημερών του αυξήθηκαν οι απελάσεις με πλήρη καταγραφή των στοιχείων των απελαθέντων μεταναστών, ώστε να είναι καλά φακελωμένοι σε περίπτωση που επιχειρήσουν να περάσουν ξανά τα σύνορα. Ο δε φράχτης στα σύνορα με το Μεξικό, που ξεκίνησε επί Ρεπουμπλικάνων (το 2006), εξακολουθούσε να κατασκευάζεται και στα χρόνια της διακυβέρνησης Ομπάμα. Δεν αποτελεί, δηλαδή, «επίτευγμα» μόνο της ρεπουμπλικανικής πλευράς, παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ έκανε τόσο ντόρο για να τον υπερασπιστεί.
Ο Τραμπ παίζει το «δυνατό του χαρτί», που είναι η πορεία της αμερικάνικης οικονομίας. Μια πορεία που εμφανίζεται ως θετική και αισιόδοξη, βασιζόμενη στην αύξηση του ΑΕΠ, η οποία όμως το πρώτο μισό του 2018 οφειλόταν στην αύξηση των κυβερνητικών δαπανών και τη μεγάλη μείωση των φόρων στους καπιταλιστές (μετά από μείωση του φορολογικού συντελεστή στο 21%), ενώ ταυτόχρονα είχαμε και μεγάλη αύξηση των αγροτικών εξαγωγών, που δεν προβλέπεται να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα (βλ. https://www.eksegersi.gr/issue/977/Οικονομία/31479.Οι-κρίσεις-δε-θα-ξεπεραστούν-όσο-υπάρχει). Ο Τραμπ εμφανίζει μάλιστα τις πενιχρές αυξήσεις στους μισθούς σαν τεράστιο επίτευγμα, για το οποίο θα πρέπει να τον… προσκυνούν οι αμερικάνοι εργάτες! Κι εδώ η… δημιουργική λογιστική έδωσε πάλι ρέστα. Ο Λευκός Οίκος ζητωκραύγαζε, αναδημοσιεύοντας στο site του το δημοσίευμα του CNBC στις 31.10.18, στο οποίο αναφερόταν ότι οι αυξήσεις του 3.1% σε ετήσια βάση, που σημειώθηκαν το τρίτο τρίμηνο του 2018, είναι ρεκόρ δεκαετίας. Ομως στο ίδιο δημοσίευμα διαβάζουμε ότι οι αυξήσεις στο τρίτο τρίμηνο ήταν μόλις 0.9% (πάνω από το αναμενόμενο 0.5%) και των επιδομάτων 0.4%.
Η αναγωγή των αυξήσεων (με κάποιο τύπο που δε γνωρίζουμε) σε ετήσια βάση ήταν της τάξης του 3.1%. Ομως αν δούμε το δελτίο Τύπου του Γραφείου Εργατικής Στατιστικής των ΗΠΑ (Bureau of Labor Statistics, BLS) για τις μισθολογικές αυξήσεις των εργαζομένων στις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε στις 11/10/18 (βλ. https://www.bls.gov/news.release/pdf/realer.pdf), θα διαπιστώσουμε ότι οι πραγματικές μέσες ωριαίες αποδοχές αυξήθηκαν μόλις κατά 0.5% από τον Σεπτέμβρη του 2017 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2018! Ενδεχομένως, οι αυξήσεις που αναφέρει το δημοσίευμα του CNBC να αφορούν και τις αυξήσεις λόγω αυξημένης εργασίας (υπερωρίες). Αυτό δεν μπορέσαμε να το ελέγξουμε, όμως το δελτίο Τύπου του BLS (που ανήκει στο υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ) σίγουρα είναι πιο έγκυρο από ένα δημοσιογραφικό δημοσίευμα. Λίγο καλύτερη από το μέσο όρο εμφανίζεται η αύξηση στις ωριαίες αποδοχές των παραγωγικών εργατών (που δεν ασκούν επίβλεψη σε άλλους). Αυτή ήταν της τάξης του 0.4%, έναντι 0.3% που είναι ο μέσος όρος. Μιλάμε για… χοντρά λεφτά!
Εδώ θα θέλαμε να προσθέσουμε μια… λεπτομέρεια. Σύμφωνα με έκθεση του μη κυβερνητικού Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής (Economic Policy Institute – EPI), οι απολαβές (μισθός, μπόνους, μετοχές και άλλα… δωράκια) των μεγαλοστελεχών (CEO) 350 από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ εκτινάχθηκαν το 2017 σε σχέση με το 2016. Η αύξηση ήταν της τάξης του 17.6%, με αποτέλεσμα να κερδίσουν 312 φορές περισσότερα σε σχέση με το μέσο εργάτη (το 1965 κέρδιζαν τα εικοσαπλάσια). Οι αμοιβές των CEO αυξήθηκαν περισσότερο από τις αυξήσεις των τιμών των μετοχών των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκουν. Από το 1978 μέχρι το 2017, οι τιμές των μετοχών των εταιριών αυξήθηκαν κατά 637%, ενώ οι αμοιβές των CEO κατά 1.070%! Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, αναφέρουμε ότι η αύξηση του μισθού του μέσου εργάτη για τη ίδια περίοδο ήταν μόλις 11.2% και των πιο πλούσιων (που ανήκουν στο πλουσιότερο 0.1%) 308%, σύμφωνα πάντα με το EPI.
Οι τεράστιες μισθολογικές διαφορές των ισπανόφωνων εργατών από τους λευκούς (πάνω από 50% σε ορισμένες περιπτώσεις) δε φαίνεται να ενοχλεί τον Τραμπ, γιατί ο άνθρωπος φλερτάρει ανοιχτά με το ρατσισμό. Το έδειξε άλλωστε με τα καραβάνια των μεταναστών που οδεύουν προς τις ΗΠΑ και θα αντιμετωπιστούν ως «στρατός εισβολής», αλλά και με την προεκλογική του εκστρατεία, στην οποία χρησιμοποίησε την εκτέλεση ενός μπάτσου από ένα μαύρο για να κατακεραυνώσει τους Δημοκρατικούς που τον άφησαν να μπει στη χώρα (έπρεπε να είχαν καταλάβει το ποιόν του, πριν κάνει οποιαδήποτε πράξη).
Από την άλλη, οι φορολογικές εξαγγελίες Τραμπ για φοροελαφρύνσεις δεν «πουλάνε» πλέον τόσο εύκολα στον αμερικάνικο λαό. Αυτό το έδειξε κρυφή δημοσκόπηση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που διέρρευσε στο Bloomberg (https://www.bloomberg.com/news/articles/2018-09-20/internal-gop-poll-we-ve-lost-the-messaging-battle-on-tax-cuts), σύμφωνα με την οποία το 61% των ερωτηθέντων απάντησε ότι από τις φοροελαφρύνσεις κερδίζουν περισσότερο οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πλουσιότεροι Αμερικανοί παρά τα μεσαία στρώματα. Υπενθυμίζουμε ότι, όπως είχαμε γράψει σε παλαιότερο άρθρο της «Κ» (βλ. https://www.eksegersi.gr/issue/935/Διεθνή/29458.Ξεσκεπάζεται-ο-δημαγωγός-Τραμπ), από τις φοροελαφρύνσεις (πέραν των καπιταλιστών) θα κερδίσουν τα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 730 χιλιάδες δολάρια το χρόνο (δηλαδή το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών), βλέποντας το εισόδημά τους να αυξάνεται λόγω της μείωσης της φορολογίας κατά 8.5%, ενώ τα φτωχότερα νοικοκυριά θα δουν ελάχιστες μειώσεις στους φόρους τους (της τάξης του 1.2% το πολύ).
Συμπέρασμα; Τώρα που έληξε η κοκορομαχία και οι δύο μονομάχοι ξαναμοίρασαν την τράπουλα, ο αμερικάνικος λαός θα εξακολουθήσει να βιώνει την ίδια κατάσταση. Μιζέρια για τους πολλούς (ιδιαίτερα για τους μετανάστες και τους έγχρωμους) και τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες στο εσωτερικό και ιμπεριαλιστική πολιτική στο εξωτερικό. Ο «ιστορικός χαρακτήρας» των εκλογών δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει αυτό το σκηνικό!
ΥΓ1. Η πρώτη ενέργεια του Τραμπ μετά τη δημοσιοποίηση των προσωρινών αποτελεσμάτων των εκλογών, ήταν να… πλακωθεί στο Twitter, αποθεώνοντας τον εαυτό του με χαρακτηρισμούς όπως «μάγος», «μαγεία Τραμπ», «οι Ρεπουμπλικανοί που εκλέχτηκαν αναγνωρίζουν ότι νίκησαν χάρη σ' αυτόν» κτλ.
ΥΓ2. Η δεύτερη ενέργεια του Τραμπ ήταν να ξεκινήσει τον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του με την αποπομπή του υπουργού Δικαιοσύνης (Γενικός Εισαγγελέας είναι ο τίτλος στις ΗΠΑ) Τζεφ Σέσιονς. Ο Τραμπ αναμένεται να «σουτάρει» και τον αναπληρωτή του Ροντ Ρόζενσταϊν, αν και οι «βαρόνοι» του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος τον πιέζουν να μην το κάνει, γιατί θα είναι σαν να δηλώνει έμμεση ενοχή για την «έρευνα Μιούλερ» (ο πρώην διοικητής του FBI και νυν ειδικός ανακριτής ερευνά πιθανή «συνωμοσία» του Τραμπ και του επιτελείου του με τη Ρωσία στις προεδρικές εκλογές του 2016). Σέσιονς και Ρόζενσταϊν θεωρήθηκαν από τον Τραμπ ως ασπίδα του Μιούλερ, γι' αυτό και το πιθανότερο είναι να πάρει πόδι και ο Ρόζενσταϊν. Ο Τραμπ προειδοποιεί με νόημα ότι ως πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να σταματήσει και την έρευνα Μιούλερ. Ολο το «θέμα», όμως, μπορεί πλέον να τεθεί σε νέα βάση, καθώς υπάρχουν και στελέχη των Δημοκρατικών που εκφράζουν δημόσια προβληματισμούς για το αν και πόσο απέδωσε η τακτική της προσωπικής στοχοποίησης του Τραμπ για σχέσεις με τη Ρωσία το 2016. Ισως η έρευνα να μπει στο ψυγείο.