Παρά τον ισχυρισμό του ισραηλινού στρατού για μια «πολύ επιτυχημένη» επιχείρηση στην Τζενίν και το στρατόπεδο προσφύγων της, τα γεγονότα υποδηλώνουν το αντίθετο. Οι βασικοί στόχοι των σιωνιστών, όπως εκτέθηκαν στα ισραηλινά μίντια, ήταν η εξάλειψη των οχυρών αντίστασης στη Τζενίν και στο προσφυγικό στρατόπεδό της και η πρόκληση σημαντικών απωλειών στο έμψυχο δυναμικό της Αντίστασης και στις υποδομές της. Παρότι η εισβολή περιελάμβανε πάνω από χίλιους ισραηλινούς στρατιώτες με την υποστήριξη 120 στρατιωτικών οχημάτων και πάνοπλων πολεμικών ελικοπτέρων και drones που διεξήγαγαν 17 αεροπορικές επιδρομές, παρότι ο στόχος ήταν μια περιοχή που κάλυπτε έκταση όχι μεγαλύτερη από μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο, παρά τις στρατιωτικές τεχνολογικές δυνατότητες του Ισραήλ, που είναι συγκρίσιμες με αυτές των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τον έλεγχό της στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας με την Παλαιστινιακή Αρχή, το Ισραήλ δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους του.
Οι ισραηλινές δυνάμεις δεν κατάφεραν να εντοπίσουν εκατοντάδες ένοπλους μαχητές της Αντίστασης, φτάνοντας σε αδιέξοδο και ανακοινώνοντας στο τέλος την απόσυρσή τους. Το Ισραήλ παραδέχτηκε ελλείψεις στο δίκτυο πληροφοριών που έχει στήσει στη Δυτική Οχθη, οι οποίες φάνηκαν τη δεύτερη ημέρα της επιχείρησης. Οι ισραηλινές δυνάμεις δεν κατάφεραν να φτάσουν στην πιο ζωτική γειτονιά, όπου ήταν οχυρωμένοι οι μαχητές, γνωστή ως Jurat al-Dhahab, ούτε στη γειτονιά al-Hawashin. Η Αντίσταση έστησε επιτυχώς καλοσχεδιασμένες ενέδρες στη συνοικία al-Damaj και στο τζαμί της, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στις ισραηλινές δυνάμεις. Οπως συνηθίζουν,, οι σιωνιστές προσπάθησαν να συγκαλύψουν ή να υποβαθμίσουν αυτές τις απώλειες. Οι τακτικές της Αντίστασης, συμπεριλαμβανομένων του ανταρτοπόλεμου, της αποφυγής των άμεσων αντιπαραθέσεων με τον ισραηλινό στρατό και της εφαρμογής αντιαρματικών φραγμών, καπνογόνων και διχτυών παραλλαγής, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση των δυνάμεών της.
Οι εξελίξεις κατά τη διάρκεια της τελευταίας ισραηλινής εισβολής στη Τζενίν, αλλά και μετά τον τερματισμό της, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ενότητα, συντονισμός και ενοποίηση μεταξύ των δυνάμεων της Αντίστασης που συμμετείχαν στη μάχη, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ (PIJ), της Χαμάς, της Φάταχ και άλλων. Οι πυρήνες της Αντίστασης έχουν αντλήσει πολύτιμη πείρα από τις αλλεπάλληλες ισραηλινές εισβολές και τις δολοφονίες μαχητών τους και το υψηλό κόστος που έχουν πληρώσει ως αποτέλεσμα αυτών των εισβολών. Εχουν γίνει πιο αποτελεσματικοί και ικανοί να επιφέρουν βαρύ κόστος στους σιωνιστές.
Παράλληλα, η λαϊκή υποστήριξη που απολαμβάνει η Αντίσταση, ειδικά στη Τζενίν, στο στρατόπεδο προσφύγων και στα γειτονικά χωριά, έχει προσφέρει ένα θαυμάσιο παράδειγμα αγκαλιάσματος της Αντίστασης και της νεολαίας που παλεύει μέσα από τις γραμμές της από την παλαιστινιακή κοινωνία που πλέον δείχνει υψηλή ετοιμότητα να σταθεί δίπλα τους, να τους υποστηρίξει έμπρακτα και να τους προσφέρει κάλυψη.
Στον αντίποδα, η Φάταχ, στην οποία στηρίζεται η Παλαιστινιακή Αρχή για να έχει λαϊκό έρεισμα και κοινωνική νομιμοποίηση, υποφέρει από έντονες διαιρέσεις και εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στις φατρίες που την απαρτίζουν, ειδικά με την απουσία προσωπικοτήτων ικανών να καλύψουν το κενό μετά τον εξουσιομανή Μαχμούντ Αμπάς. Ωστόσο, το πιο σημαντικό γεγονός, που τελικά ωφελεί την Αντίσταση, είναι ότι ευρεία βάση των μελών της Φάταχ έχει εκφράσει την οργή της προς την ΠΑ, την υπηρεσία ασφαλείας της και την ηγεσία της. Πολλά από τα μέλη της Φάταχ έχουν ενταχθεί στις τάξεις της Αντίστασης, πολεμώντας δίπλα δίπλα με τις υπόλοιπες οργανώσεις της ενάντια στους σιωνιστές, ενώ οι φωνές που υπερασπίζονται την ΠΑ και τον Αμπάς και τις πρακτικές τους έχουν εξαφανιστεί.
Η οργή προς την ηγεσία της ΠΑ αντικατοπτρίστηκε στην κηδεία όσων δολοφονήθηκαν από τον ισραηλινό στρατό στη Τζενίν, όπου στελέχη της ΠΑ που προσήλθαν για να συμμετάσχουν (ο Μαχμούντ αλ-Αλούλ και ο Ατζάμ αλ-Αχμαντ) εκδιώχτηκαν ή αποκλείστηκαν. Παρά τη συμμετοχή των νέων της Φάταχ σε αυτή την εκδήλωση οργής, η ηγεσία της ΠΑ και οι υποστηρικτές της προσπάθησαν να κατηγορήσουν τη Χαμάς, ξεκινώντας μια σφοδρή εκστρατεία εναντίον της στα μίντια που ελέγχει η ΠΑ. Ωστόσο, δεν αποδείχτηκε ότι η Χαμάς είχε ρόλο στο περιστατικό, ενώ η οργή που εκφράστηκε ενάντια στην ΠΑ είναι ένα γνήσιο συναίσθημα που σαρώνει τον παλαιστινιακό λαό, ειδικά από τη στιγμή που οι δυνάμεις ασφαλείας της ΠΑ αποσύρθηκαν από το προσφυγικό στρατόπεδο πριν από την τελευταία ισραηλινή επιχείρηση, ενώ έφτασαν στο σημείο να συλλάβουν ακόμη και μαχητές της Αντίστασης που κινήθηκαν από άλλες περιοχές της Δυτικής Οχθης προς την Τζενίν, προκειμένου να βοηθήσουν τους κατοίκους και την Αντίσταση.
Σύμφωνα με τοπικές αναφορές, σχεδόν 1.000 παλαιστίνιοι ένοπλοι φρουροί αναπτύχθηκαν στη Τζενίν για να εξασφαλίσουν ότι η επίσκεψη του Αμπάς στη Τζενίν στις 12 Ιουλίου θα κυλήσει «ομαλά». Στην ομιλία του ο Αμπάς, λίγο προτού αναχωρήσει από την πόλη, δήλωσε: «Ηρθαμε να πούμε ότι είμαστε μια αρχή, ένα κράτος, ένας νόμος… και θα κόψουμε το χέρι που παραποιεί την ενότητα και απειλεί την ασφάλεια του λαού μας». Δήλωση που ακούγεται σαν ευθεία απειλή για την Αντίσταση.
Η Τζενίν απέχει δύο ώρες οδικώς από τα κεντρικά γραφεία της Παλαιστινιακής Αρχής στη Ραμάλα, όμως ο Αμπάς πήρε ιορδανικό ελικόπτερο για να μεταβεί στην περιοχή! Αρχικά το δρομολόγιό του περιλάμβανε πολλές στάσεις, τελικά όμως η επίσκεψή του περιορίστηκε σε μια περιοχή στην άκρη του στρατοπέδου, δίπλα στο αρχηγείο της Εθνικής Ασφάλειας στη Τζενίν. Εκεί εκφώνησε μια ομιλία που δεν ακουγόταν ούτε από την πλειονότητα των εκατοντάδων που συγκεντρώθηκαν για να τον ακούσουν. Αυτό που ακουγόταν, αντίθετα, ήταν το σύνθημα «ταξιαρχίες, ταξιαρχίες», από τους νεολαίους που τον «υποδέχτηκαν». Αναφορά στις Ταξιαρχίες Τζενίν που έχουν εξέχουσα θέση στη συνείδηση του λαού της Τζενίν και αποτελούν αγκάθι στα πλευρά της ισραηλινής κατοχής.
Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για κατάρρευση της Παλαιστινιακής Αρχής, καθώς συνεχίζει να υφίσταται σαν παράγοντας στα σχέδια των σιωνιστών και των ΗΠΑ, όπως επιβεβαίωσαν τις προηγούμενες ημέρες ο ίδιος ο Νετανιάχου και ο υπουργός Αμυνας της σιωνιστικής οντότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Παλαιστινιακή Αρχή με τους θεσμούς και τους οργανισμούς της έχει συνδεθεί άμεσα με την καθημερινή ζωή περίπου 170 χιλιάδων εργαζομένων, που υποστηρίζουν σχεδόν ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιους και δεν υπάρχει καμία εναλλακτική για να καλύψει το κενό που θα δημιουργούνταν από μια ενδεχόμενη κατάρρευση. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ΠΑ βρίσκεται σε βαθιά κρίση και αν καταρρεύσει θα πρέπει οι σιωνιστές και οι Αμερικάνοι να βρούνε διάδοχη λύση, κάτι που οι ίδιοι απεύχονται.