Η εμπορική συμφωνία που επιτεύχθηκε τελικά μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας, λίγες μέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για το Brexit, την παραμονή των Χριστουγέννων, γλίτωσε τις δύο πλευρές από το σοκ ενός «σκληρού Brexit», που θα συνεπαγόταν δασμούς και όξυνση της εμπορικής διαμάχης μεταξύ τους, ωστόσο δεν αποτελεί αυτό που θα περίμεναν οι Βρετανοί όταν ψήφιζαν την αποχώρηση από την ΕΕ, ούτε λύνει όλα τα προβλήματα που έχουν προκύψει.
Θα χρειαστεί σίγουρα χρόνος για να «χωνέψουν» και οι δύο πλευρές τα αποτελέσματα της συμφωνίας των 1.449 σελίδων, που δημοσιεύτηκε στις 31/12/2020 στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν κρίνουμε όμως από τη γκρίνια που υπήρξε στα βρετανικά ΜΜΕ, εύκολα θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η «χώνεψη» αυτή δεν θα είναι καθόλου εύκολη και χωρίς πόνο. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.
Πλήγμα στις βρετανικές εξαγωγές
Σε πρόσφατο άρθρο του Independent ζωγραφίζονται με πολύ μελανά χρώματα οι συνέπειες της συμφωνίας: «Οι εξαγωγές προς την ΕΕ θα βουτήξουν προς τα κάτω κατά πάνω από ένα τρίτο, εξαιτίας της εμπορικής συμφωνίας του Μπόρις Τζόνσον για σκληρό Brexit, σύμφωνα με την πρόβλεψη νέας μελέτης. Το συνολικό εμπόριο του Ενωμένου Βασιλείου θα κατρακυλήσει κατά 13%, σύμφωνα με την ανάλυση του London School of Economics (LSE)… Και οι Βρετανοί θα νιώσουν τον πόνο στα πορτοφόλια τους, με την πρόβλεψη για μείωση κατά 6% του κατά κεφαλήν εισοδήματός τους, μόλις 2% μικρότερη (σ.σ. η μείωση) από το αν δεν υπήρχε συμφωνία για το Brexit».
Το δημοσίευμα υποστηρίζει ότι τα έξοδα από τις καθυστερήσεις στα σύνορα, τους πρόσθετους κανόνες και απαιτήσεις για τα εμπορεύματα, λόγω των διαφορετικών standards ΕΕ και Βρετανίας, θα επιβαρύνουν το κόστος τους. Το σημαντικότερο πρόβλημα, κατά τον επικεφαλής της ομάδας της έκθεσης, καθηγητή του LSE Τόμας Σάμπσον, είναι τα εμπόδια που υπάρχουν στο εμπόριο κατά μήκος της Μάγχης. Προβλήματα εφοδιασμού των σούπερ μάρκετ της Βόρειας Ιρλανδίας το τελευταίο διάστημα έχουν δημιουργήσει ανησυχίες για την έκβαση της εμπορικής συμφωνίας. Στον τομέα των υπηρεσιών (που αντιπροσώπευαν το 2019 το ένα τρίτο του εμπορίου ΕΕ-Βρετανίας) τα πρόσθετα κόστη θα είναι ακόμα μεγαλύτερα. Ο καθηγητής προβλέπει ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία οι εξαγωγές προς την ΕΕ θα μειωθούν κατά 36% και οι εισαγωγές κατά 30%, με τη συνολική μείωση στο βρετανικό εμπόριο να είναι της τάξης του 13%!
Καπιταλιστικές γκρίνιες για το επικείμενο χάος
Γκρίνιες άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια από τους καπιταλιστές της αλιείας, που είναι βαθιά απογοητευμένοι από τη συμφωνία που επιτεύχθηκε. Θυμίζουμε ότι ο Μπόρις Τζόνσον έχει τονίσει επανειλημμένα τη σημασία της «εθνικής κυριαρχίας» στα βρετανικά ύδατα, συμπεριλαμβανομένου του πορθμού της Μάγχης μεταξύ Βρετανίας-Γαλλίας, όπου η τελευταία καρπώνεται το 80% της αλίευσης μπακαλιάρου. Ωστόσο, αποδέχτηκε να μειώσει ριζικά το ποσοστό των ψαριών που θα πρέπει η Γαλλία να επιστρέφει στη Βρετανία από την αλίευση στα βρετανικά ύδατα. Από το 80% που ζητούσε αρχικά η Βρετανία έπεσε στο 60%. Ωστόσο, ούτε αυτό ήταν αρκετό για την ΕΕ που αποδεχόταν την επιστροφή στη Βρετανία μόλις του 15%-18% των αποθεμάτων ιχθύων που αλιεύει από τα βρετανικά ύδατα της Μάγχης, της Ιρλανδικής θάλασσας (μεταξύ Ιρλανδίας και Βρετανίας) και του Βορειοανατολικού Ατλαντικού. Ποσοστό που η βρετανική πλευρά χαρακτήρισε «εμπαιγμό», αλλά τελικά αποδέχτηκε το ποσοστό του 25% για τα επόμενα πέντε χρόνια!
Σκληρή ήταν όμως και η κριτική που άσκησε το editorial του Observer στη συμφωνία, τρεις μέρες μετά την ανακοίνωσή της, χαρακτηρίζοντάς την «μία συμφωνία που μας κάνει φτωχότερους, μειώνει τη διεθνή επιρροή μας και απειλεί την εθνική μας ακεραιότητα»! Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι οποιαδήποτε συμφωνία είναι καλύτερη από τη μη-συμφωνία, το editorial συμπληρώνει ότι η συμφωνία αυτή κάποια μέρα θα χαρακτηριστεί ως «μία από τις χειρότερες περιπτώσεις εξαπάτησης του βρετανικού εκλογικού σώματος».
Αφού ο Τζόνσον διαβεβαίωνε ότι θα επιτευχθεί μία σπουδαία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, που θα δώσει στη Βρετανία τα ίδια προνόμια με πριν, χωρίς όμως τις υποχρεώσεις και τις οικονομικές επιβαρύνσεις, τελικά η συμφωνία στην οποία κατέληξε αύξησε όλα τα κόστη που αρνούνταν ότι θα υπάρξουν. Το βαρύ τίμημα της συμφωνίας, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, που επικαλείται το editorial του Observer, θα είναι μία μακροχρόνια μείωση του βρετανικού ΑΕΠ κατά 4% το χρόνο, ξεπερνώντας τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
Λίγες μέρες μετά, την περασμένη Κυριακή, σε άρθρο του Guardian επισημαίνεται ότι μπορεί να αποφεύχθηκε η μη-συμφωνία, όμως η Βρετανία εξακολουθεί να βρίσκεται στη ζώνη υψηλού κινδύνου. Το άρθρο αναφέρει ότι μόλις τώρα ξεκίνησε το Brexit, που μπορεί να απέφυγε μία οικονομική καταστροφή, έχει ωστόσο προκαλέσει χάος και απογοήτευση. Είναι σαν να βγήκε η Βρετανία από τη ζώνη 4 και να μπήκε στη ζώνη 3 (δηλαδή από τη ζώνη πολύ υψηλού κινδύνου στη ζώνη υψηλού κινδύνου), επισημαίνει το άρθρο, κάνοντας παραλληλισμό με τις ζώνες της πανδημίας. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή, αυτό που πέτυχε όμως είναι απλά μία… καταστροφή!
Την ίδια μέρα, καπιταλιστικοί όμιλοι άρχισαν να γκρινιάζουν, όπως μας πληροφορεί ο Guardian στο άρθρο με τίτλο «Οι μπερδεμένοι κανόνες για το Brexit απειλούν να φέρουν το χάος στις εξαγωγές – Προειδοποιήθηκε ο Γκόουβ». Ο Μάικλ Γκόουβ είναι ο συντονιστής υπουργός επί των θεμάτων του Brexit. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι θα υπάρξουν σημαντικές αναταραχές τις επόμενες εβδομάδες λόγω του Brexit.
Το δημιοσίευμα αναφέρει ότι ο Στέφεν Φίψον, επικεφαλής της οργάνωσης των κατασκευαστών “Make UK”, δήλωσε: «Η βιομηχανία καλωσόρισε την εμπορική συμφωνία που απέφυγε την καταστροφική μη-συμφωνία, καθώς οι δασμοί θα ήταν καταστροφή στους εξαγωγείς μας. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο ένα σημείο εκκίνησης, καθώς υπάρχουν ακόμα σημαντικά θέματα που χρειάζονται να ξεκαθαριστούν κι έχουμε μπροστά μας αρκετούς μήνες, αν όχι χρόνια, σκληρών διαπραγματεύσεων» (οι εμφάσεις δικές μας).
Ο Φίψον υπογραμμίζει ότι «υπάρχουν ειδικοί επί των τελωνείων με 30 χρόνια εμπειρία που μπερδεύτηκαν σχετικά με το τι εννοούν οι νέοι κανονισμοί, πέραν των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που ποτέ δεν ασχολήθηκαν με τα χαρτιά που τώρα απαιτούνται. Ο μεγάλος φόβος είναι ότι για πολλούς αυτό θα αποδειχθεί πολύ και απλά θα επιλέξουν να μην εξάγουν στην ΕΕ». Εξέφρασε επίσης φόβους για τη βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία που μπορεί να επηρεαστεί ανεπανόρθωτα, αν δεν ικανοποιήσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες για την προέλευση των ανταλλακτικών που χρησιμοποιεί.
Στο ίδιο δημοσίευμα, ερευνητής του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση δήλωσε: «Οι νέες διατυπώσεις για τις εισαγωγές/εξαγωγές αποδεικνύονται προβληματικές για πολλές επιχειρήσεις. Η έλλειψη ουρών (σ.σ. από φορτηγά) στα σύνορα κρύβει το γεγονός ότι πολλά φορτηγά κόλλησαν στις αποθήκες, ανίκανα να κατευθυνθούν στα λιμάνια επειδή οι πελάτες τους απέτυχαν να δώσουν τα απαραίτητα έγγραφα και πληροφορίες» (οι εμφάσεις δικές μας).
Πολλές οι υπό διαπραγμάτευση εκκρεμότητες
Ο πρώην ευρωβουλευτής του συντηρητικού κόμματος, Μπρένταν Ντόνελι, τον οποίο ο Guardian αναφέρει ως ειδικό στα ευρωπαϊκά θέματα, σε άρθρο που έγραψε στις 4/1/21 στο βρετανικό think tank (δεξαμενή σκέψης) Federal Trust, προειδοποιεί ότι η συμφωνία είναι μικρότερης σημασίας από όσο φαίνεται, σημειώνοντας ότι πολλά θέματα της μελλοντικής σχέσης των δύο πλευρών εκκρεμούν και είναι υπό διαπραγμάτευση, με πιο σημαντικά αυτά των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της διατήρησης της μεταφοράς εμπορικών δεδομένων μεταξύ των δύο πλευρών. Ούτε το θέμα της Βόρειας Ιρλανδίας έχει ακόμα ξεκαθαρίσει (υπενθυμίζουμε ότι η Ιρλανδία εξακολουθεί να ανήκει στην ΕΕ και κανείς δε θέλει «σκληρά σύνορα» με τη Βόρεια Ιρλανδία που ανήκει στη Βρετανία).
Ο Ντόνελι προειδοποιεί ότι ένα σημαντικό αγκάθι στις μελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών μπορεί να είναι το πόσο συχνά η Βρετανία θα ρισκάρει να βρεθεί αντιμέτωπη με δράσεις αντιποίνων λόγω «περιβαλλοντικών, κοινωνικών προτύπων ή προτύπων ανταγωνιστικότητας που θα διαφέρουν από τα ευρωπαϊκά standards». Δηλαδή, με προφάσεις «περιβαλλοντικές» ή άλλες (που αφορούν π.χ. στην «ποιότητα» των προϊόντων), οι δύο πλευρές μπορεί στο μέλλον να βρεθούν αντιμέτωπες ενεργοποιώντας δασμούς για αντίποινα. Με λίγα λόγια, ο οικονομικός ανταγωνισμός δύο ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων θα ενταθεί το επόμενο διάστημα.
Την ύπαρξη πολλών εκκρεμοτήτων παραδέχτηκε και ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος δήλωσε ότι μπορεί η συμφωνία που επιτεύχθηκε να έφερε «μικρή σταθερότητα», όμως εξακολουθούν να υπάρχουν εκκρεμότητες για τη μελλοντική τους σχέση.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ανοίγει ένα πεδίο, όχι συνεργασίας αλλά αντιπαράθεσης, αφού ο ανταγωνισμός είναι συστατικό στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κορυφώνεται.