Το Brexit θα μπορούσε να σταματήσει, αν ο βρετανικός λαός συνειδητοποιήσει ότι το κόστος της αποχώρησης από την ΕΕ είναι μεγαλύτερο από το όφελος, δήλωσε ο Τόνι Μπλερ σε συνέντευξή του στο «New Statesman», υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς την επιλογή μιας διαδικασίας που θα καταλήξει σ' ένα νέο δημοψήφισμα (μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πάρει το βρετανικό κοινοβούλιο, που σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει για το Βrexit).
Θα πείτε, βέβαια, «και ποιος είναι ο Μπλερ; ένας ξεπεσμένος πρώην πρωθυπουργός είναι», όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μπλερ ενεργεί ως εντολέας και μεσολαβητής πανίσχυρων τμημάτων της βρετανικής κεφαλαιοκρατίας, που δε θέλουν το Brexit. Είναι ένας ακόμα πολιτικός παράγοντας (ο τελευταίος «επιτυχημένος» πρωθυπουργός των Εργατικών) που ρίχνει το βάρος του για να μην υλοποιηθεί το Brexit, συντηρώντας τη σχετική συζήτηση.
Επίσημα, βέβαια, το Βrexit θα υλοποιηθεί. Το Μάρτη του 2017, θα υποβληθεί αίτηση αποχώρησης του Ηνωμένου Βασίλειου από την ΕΕ, όπως έχει δηλώσει η πρωθυπουργός Μέι. Μέχρι τότε, όμως, θα κυλήσει πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα του Γουέστμινστερ και οι οπαδοί του Bremain φιλοδοξούν ότι η διαδικασία θα αναστραφεί. Ολοι, άλλωστε, βλέπουν ότι η κυβέρνηση της Τερίζα Μέι βιώνει ένα αδιέξοδο.
Τη φιλολογία του ασύμμετρα μεγάλου κόστους του Brexit για την ίδια τη Βρετανία τροφοδότησε την περασμένη Δευτέρα, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, και ο Μάριο Ντράγκι. Οι εξελίξεις θα πλήξουν πρώτα και κύρια τη βρετανική οικονομία είπε ο διοικητής της ΕΚΤ. Από την άλλη, ο Μισέλ Μπαρνιέ, που έχει οριστεί από τον Γιούνκερ ως διαπραγματευτής της Κομισιόν για το Brexit, δήλωσε ότι το κόστος για τη Βρετανία θα ξεπεράσει τα 20 δισ. ευρώ, που είχε υπολογιστεί αρχικά, και ενδέχεται να φτάσει μέχρι και τα 60 δισ. Το κόστος αυτό θα μπορούσε να μειωθεί αν η Βρετανία υπέγραφε μια μεταβατική συμφωνία, βάσει της οποίας θα συνέχιζε να πληρώνει το μερίδιό της στον κοινοτικό προϋπολογισμό και μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ και να απολαμβάνει τα προνόμια της ελεύθερης αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, η ΕΕ θα απαιτούσε να δεχτεί το Λονδίνο όλους τους κανόνες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η δικαιοδοσία του δικαστηρίου της ΕΕ και η ελεύθερη μετακίνηση, που η Μέι δηλώνει ότι δεν πρόκειται να δεχτεί.
Μύλος μ' άλλα λόγια. Τα αδιέξοδα πυκνώνουν, ο ανταγωνισμός οξύνεται και μάλλον δε θα τις γλιτώσει τις πρόωρες εκλογές η Βρετανία.