Στο Αφγανιστάν, φτωχοί αγρότες, που έχασαν τη φετινή σοδειά στα πλαίσια του προγράμματος ξεριζώματος των φυτειών παπαρούνας, αναγκάζονται να πουλήσουν τις κόρες τους σε λαθρέμπορους ναρκωτικών για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, όπως αποκάλυψε η βρετανική εφημερίδα «Independent» (3/10/05).
Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν στην επαρχία Ναγκαχάρ, όπου οι Βρετανοί που είχαν υπό την ευθύνη τους το πρόγραμμα καταστροφής των φυτειών παπαρούνας κομπάζουν ότι σημείωσαν την μεγαλύτερη επιτυχία τους, περιορίζοντας κατά 98% την παραγωγή οπίου φέτος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι φτωχοί αγρότες που έχασαν τη σοδειά τους να μην μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους στους εμπόρους ναρκωτικών από τους οποίους δανείστηκαν χρήματα για να αγοράσουν σπόρους και στην απελπισία τους αναγκάζονται να καταφύγουν σε μια παραδοσιακή αφγανική πρακτική, σύμφωνα με την οποία μια οικογένεια μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος της δίνοντας μια κόρη σε συγγενή του δανειστή της. Συνήθως, για λόγους σκοπιμότητας, γίνεται και τελετή γάμου, όμως η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως περιουσιακό στοιχείο.
Οι υποσχέσεις ότι οι φτωχοί αγρότες θα ενισχυθούν για να αντικαταστήσουν την καλλιέργεια παπαρούνας με άλλες εναλλακτικές καλλιέργειες και ότι θα τους δοθούν δωρεάν σπόροι αποδείχτηκαν, όπως έγινε και στη Λατινική Αμερική, φούμαρα. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι στα άγονα εδάφη του Αφγανιστάν καμιά άλλη καλλιέργεια δεν μπορεί να αποδώσει όσο η καλλιέργεια της παπαρούνας, ώστε οι φτωχοί αγρότες να μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογένειάς τους. Ενδεικτικά, ένα εκτάριο παπαρούνας αποδίδει περίπου 150.000 Αφγάνις (2.000 βρετανικές λίρες). Αν στο ίδιο εκτάριο καλλιεργηθεί σιτάρι, θα αποδώσει μόνο 6.000 Αφγάνις.
Στην άλλη άκρη του πλανήτη, στο άλλο μέτωπο του αμερικάνικου «πολέμου κατά των ναρκωτικών», στην Κολομβία, ο αμερικάνος πρεσβευτής ζήτησε την περασμένη Κυριακή να ψεκαστούν με ζιζανιοκτόνα τα εκπληκτικά εθνικά πάρκα της χώρας για να καταστραφούν οι φυτείες της κόκας που υπάρχουν μέσα σ’ αυτά, υποστηρίζοντας ότι τα χημικά δεν θα προκαλέσουν εκτεταμένη ζημιά στα οικοσυστήματά τους.
Οπως είναι γνωστό, ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών», που χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα για τη συντριβή του κολομβιανού αριστερού αντάρτικου καθώς και για την άμεση στρατιωτική ανάμειξη των Αμερικάνων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, δεν κατάφερε να μειώσει την παραγωγή κόκας. Οι βαρόνοι των ναρκωτικών με τους ιδιωτικούς στρατούς συνεχίζουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους και αυτοί που την πληρώνουν είναι οι μικροί παραγωγοί που αναγκάζονται, μη έχοντας εναλλακτική λύση επιβίωσης, να καταφεύγουν σε δυσπρόσιτες περιοχές στη ζούγκλα ή μέσα στα τεράστια εθνικά πάρκα, στα οποία απαγορεύεται ο ψεκασμός με χημικά, όπου κόβουν δέντρα και φυτεύουν κόκα. Τώρα λοιπόν οι Αμερικάνοι απαιτούν από την κολομβιανή κυβέρνηση να επιτρέψει τον ψεκασμό και στα εθνικά πάρκα, τα οποία φιλοξενούν το 15% περίπου των ειδών του φυτικού κόσμου που υπάρχουν στον πλανήτη και μια τεράστια ποικιλία αμφίβιων, θηλαστικών και πουλιών. Δεκάδες είδη που ζουν στις ζούγκλες και στα βουνά των Ανδεων δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία που δίνει ο ΟΗΕ αποκαλύπτουν ότι στις ελεγχόμενες από το ΝΑΤΟ περιοχές του Αφγανιστάν σημειώθηκε τεράστια αύξηση στην παραγωγή οπίου, κάνοντας κομμάτια τη μάσκα των σημαιοφόρων του «πολέμου κατά των ναρκωτικών».
Συγκεκριμένα, μια έκθεση του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και το έγκλημα αναφέρει ότι μειώθηκε η καλλιέργεια παπαρούνας από τα 131.000 εκτάρια το 2004 στα 104.000 το 2005 στο Αφγανιστάν. Ομως η ίδια έκθεση επισημαίνει ότι τα νούμερα αυτά αποκρύβουν τις μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή, αφού η παραγωγή οπίου αυξήθηκε κατά 106% στο βόρειο, κατά 98% στο δυτικό και κατά 30% στο νότιο Αφγανιστάν. Οι περιοχές του βόρειου και δυτικού Ιράκ, όπου σημειώθηκε και η μεγαλύτερη αύξηση, βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα κυβερνούνται από πανίσχυρους πολέμαρχους, όπως ο διαβόητος μακελάρης Ντόστουμ στο βόρειο Ιράκ, που συνεργάζονται με την κυβέρνηση από υπουργικούς ή άλλους κυβερνητικούς θώκους. Να υπενθυμίσουμε ότι πριν από λίγες μέρες παραιτήθηκε ο αφγανός υπουργός Εσωτερικών Αλί Αχμάντ Τζαλάλι και ως βασικός λόγος της παραίτησής του θεωρείται η εμπλοκή υπουργών της κυβέρνησης και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων στο εμπόριο ναρκωτικών.