Χιλιάδες νεολαίοι συγκρούονται καθημερινά με τις δυνάμεις καταστολής στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, Τύνιδα, στη Σίντι Μπουζίντ, από όπου ξεκίνησε η λαϊκή εξέγερση που γκρέμισε τον δικτάτορα Μπeν Αλί πριν από 10 χρόνια, και σε άλλες μικρότερες πόλεις της χώρας. Οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις ξεκίνησαν την Παρασκευή 15 Γενάρη, στην επέτειο της εξέγερσης, σπάζοντας το λοκντάουν και την απαγόρευση κυκλοφορίας που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Σαγιέντ για τον έλεγχο της πανδημίας.
Οι διαδηλωτές απαιτούν δουλειές, ζωή με αξιοπρέπεια και την απελευθέρωση των εκατοντάδων συλληφθέντων κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων και των συγκρούσεων. Οι διαδηλώσεις την ημέρα είναι κυρίως ειρηνικές, ενώ τη νύχτα νεολαίοι συγκεντρώνονται στις πιο φτωχές συνοικίες των πόλεων, στήνουν οδοφράγματα, κάνουν επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια και συγκρούονται με τις μονάδες καταστολής που πνίγουν ολόκληρες γειτονιές στα δακρυγόνα.
Λίγο πριν από την επέτειο για τα δέκα χρόνια από την εξέγερση του 2011, η κυβέρνηση έσπευσε να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με αφορμή την πανδημία, επιβάλλοντας τετραήμερο λοκντάουν, αυστηροποιώντας τη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας και απαγορεύοντας τις συγκεντρώσεις.
Η κυβέρνηση ακολουθεί τη δοκιμασμένη τακτική του μαστίγιου και του καρότου, θορυβημένη από το μέγεθος των διαδηλώσεων και τη σφοδρότητα των συγκρούσεων. Σε τηλεοπτικό διάγγελμά του ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι η κυβέρνηση «αφουγκράζεται» τα αιτήματα των διαδηλωτών. Γι’ αυτό έστειλε το στρατό να διαλύσει τις διαδηλώσεις και να προστατέψει τα κρατικά κτίρια που δέχονται επιθέσεις.
O τυνησιακός καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε βαθιά κρίση, παρόμοια με αυτή του Λιβάνου, ενώ η πανδημία ήρθε σαν καταιγίδα να σαρώσει μια χώρα που ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της οικονομίας της εξαρτάται από τον τουρισμό. Δέκα χρόνια μετά τη λαϊκή εξέγερση που αποτέλεσε την σπίθα που άναψε την «Αραβική Ανοιξη», o αγώνας που δόθηκε τότε παραμένει αδικαίωτος. O λαός της Τυνησίας συνεχίζει να απαιτεί τα ίδια πράγματα: δουλειά, αξιοπρέπεια, ελευθερία.