Το περασμένο Σάββατο, 3 Νοεμβρίου, ο στρατηγός Περβέζ Μουσάρ προχώρησε σε δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα (το πρώτο το έκανε το 1999) κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Επικαλούμενος σε μαγνητοφωνημένο μήνυμά του τον «αναπτυσσόμενο ισλαμικό εξτρεμισμό», την «αυξανόμενη αναρχία» και τον «παρεμβατισμό δικαστικών λειτουργών», ανέστειλε την ισχύ του συντάγματος και προχώρησε σε σκληρά μέτρα καταστολής.
Ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, ο γνωστός δικαστής Iftikhar Chaudhry, απολύθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, γιατί μαζί με οχτώ άλλους δικαστές αρνήθηκαν να επικυρώσουν το διάταγμα κήρυξης της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χαρακτηρίζοντάς το αντισυνταγματικό. Ακολούθησε πογκρόμ εναντίον διαφωνούντων και πολιτικών αντιπάλων. Έγιναν εκατοντάδες προληπτικές συλλήψεις δικηγόρων, δικαστών, στελεχών των κομμάτων της αντιπολίτευσης, του επικεφαλής της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Διακιώματα στο Πακιστάν και κοινωνικών ακτιβιστών. Αρχικά διακόπηκε η λειτουργία όλων των μη κρατικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών και στη συνέχεια τους απαγορεύτηκε να μεταδίδουν οτιδήποτε δυσφημεί ή γελοιοποιεί το Μουσάραφ, την κυβέρνηση και το στρατό, καθώς και ειδήσεις ή ανακοινώσεις σχετικές με τη δράση των ισλαμιστών μαχητών. Με πρωτοφανή βαρβαρότητα και εκατοντάδες συλλήψεις αντιμετωπίστηκαν και οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που έγιναν σε διάφορες πόλεις της χώρας στις 5, 6 και 7 Νοέμβρίου κατά τη διάρκεια της τριήμερης απεργίας που είχαν κηρύξει οι δικηγόροι.
Παρόλο που ο Μουσάραφ, απευθυνόμενος κυρίως στις δυτικές κυβερνήσεις, επέμεινε ότι η επιβολή του στρατιωτικού νόμου υπαγορεύτηκε βασικά από τις απαιτήσεις του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ιδιαίτερα στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές, το όργιο της καταστολής εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του επιβεβαιώνει ότι στόχος του καταρχήν είναι να διασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία, απομακρύνοντας τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού που δεν είναι αρκετά υπάκουα και βάζουν εμπόδια στο δρόμο του. Με την απόλυση του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου και των οχτώ δικαστών που συντάχτηκαν μαζί του διασφαλίζει την επικύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της εκλογής του στην προεδρία από την ελεγχόμενη από τον ίδιο πλειοψηφία της βουλής, μετά την αποχώρηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, ναυαγεί το σχέδιο του Λευκού Οίκου να δρομολογήσει τη διαδικασία «εκδημοκρατισμού» του καθεστώτος Μουσάραφ με το συνοικέσιο Μουσάραφ – Μπούτο και το μοίρασμα της εξουσίας μεταξύ τους. Ο Μουσάραφ παίζει το τελευταίο του χαρτί κι αν αποτύχει θα καεί, ενώ η Μπεναζίρ Μπούτο βγαίνει με ψαλιδισμένα τα φτερά της απ’ αυτή την υπόθεση, γιατί η συνεργασία της με το δικτάτορα Μουσάραφ έχει αμαυρώσει την πολιτική εικόνα της. Γι αυτό, ενώ αρχικά η κριτική της στο Μουσάραφ ήταν σχετικά ήπια και προσεκτική, τις τελευταίες μέρες, βλέποντας ότι οι Αμερικάνοι εξακολουθούν να ποντάρουν σταθερά στο χαρτί Μουσάραφ και να την αδειάζουν, ανεβάζει τους αντιπολιτευτικούς τόνους και καλεί τους οπαδούς της σε διαδηλώσεις για να κερδίσει έδαφος και να εισπράξει «δημοκρατικά» εύσημα. Στο βασικό στόχο, που είναι η καταστολή του ριζοσπαστικού ισλαμικού κινήματος, η Μπούτο όχι μόνο δεν διαφωνεί με το Μουσάραφ, αλλά έχει αποδειχτεί βασιλικότερη του βασιλέως, κάνοντας τις πιο σκληρές δηλώσεις εναντίον του «ισλαμικού εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας».
Από την πλευρά του ο Λευκός Οίκος, παρόλο που, όπως φαίνεται, δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, εξακολουθεί να θεωρεί το δικτάτορα Μουσάραφ τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και να τον στηρίζει. Ετσι, ενώ η Κοντολίζα Ράις χαρακτήρισε «πολύ θλιβερές» τις τελευταίες εξελίξεις, ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου έσπευσε από την πρώτη μέρα να ξεκαθαρίσει ότι «δεν θα επηρεάσουν τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ στο Πακιστάν και τις κοινές προσπάθειες στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Οι όποιες διαφοροποιήσεις στο ζήτημα αυτό ανάμεσα στο Μουσάραφ, τη Μπούτο και το Λευκό Οίκο εστιάζονται στην ταχτική. Και, όπως φαίνεται, ο στρατός και ένα κομμάτι της αστικής τάξης έχουν επιλέξει την ταχτική του ολομέτωπου πολέμου, σε συνθήκες στρατιωτικού νόμου, για να έχουν ελευθερία κινήσεων και να μπορούν να καταστέλλουν τις αντιδράσεις και να φιμώνουν τις αντίθετες φωνές. Αξίζει να σημειωθει ότι σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της αμερικάνικης «World Public Opinion», λιγότερο από το 50% του αστικού πληθυσμού στο Πακιστάν υποστηρίζει τις επιθέσεις εναντίον των ισλαμιστών μαχητών, 4 στους 5 υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει η πακιστανική κυβέρνηση να επιτρέψει σε αμερικάνικα ή άλλα ξένα στρατεύματα να μπουν στο Πακιστάν για να κυνηγήσουν και να συλλάβουν μαχητές της Αλ – Κάιντα και 3 στους 4 υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να επιτραπεί σε ξένα στρατεύματα να επιτεθούν σε μαχητές Ταλιμπάν που έχουν τη βάση τους στο Πακιστάν.
Αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι ρευστή στο Πακιστάν και οι εξελίξεις απρόβλεπτες. Οι στρατηγοί επέβαλαν καθεστώς στρατιωτικού νόμου για να απαλλαγούν από τους ανυπάκουους και ενοχλητικούς δικαστές, να διασφαλίσουν την παραμονή του Μουσάραφ στην εξουσία και να κηρύξουν ολομέτωπο πόλεμο κατά των ισλαμιστών μαχητών. Συνεπώς, δεν είναι στις προθέσεις τους να κλείσουν γρήγορα αυτή την παρένθεση για να συνεχιστεί κανονικά η διαδικασία του «εκδημοκρατισμού» και να πραγματοποιηθούν οι εκλογές στον προκαθορισμένο χρόνο. Εκτός αν αναγκαστούν να το κάνουν, κάτω από την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων για να αποφύγουν τα χειρότερα. Αλλά και ο ολομέτωπος πόλεμος που ετοιμάζονται να εξαπολύσουν στις παραμεθόριες ημιαυτόνομες φυλετικές περιοχές είναι πολύ πιθανό να τους γίνει μπούμερανγκ. Γιατί σημαίνει μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και εκατόμβες θυμάτων από τον άμαχο κυρίως πληθυσμό, αφού οι 100.000 στρατιώτες που είναι ανεπτυγμένοι στην περιοχή αυτή έχουν υποστεί αλλεπάλληλες ήττες.
Οπως επισημαίνουν σε σχετικό άρθρο τους οι «Asia Times» (2/11/07), σχεδόν ολόκληρη η Βορειο Δυτική Συνοριακή Επαρχία και οι Ομοσπονδιακά Διοικούμενες Φυλετικές Περιοχές έχουν εξεγερθεί εναντίον του καθεστώτος Μουσάραφ και ότι οι Πακιστανοί Ταλιμπάν στο Βόρειο και στο Νότιο Βαζιριστάν όχι μόνο έχουν απορρίψει τις προτάσεις κατάπαυσης του πυρός, αλλά επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στην κοιλάδα Swat, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις τεσσάρων ωρών από την πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους έξω από τα προπύργιά τους στις παραμεθόριες περιοχές. Η γραφική αυτή κοιλάδα, άλλοτε δημοφιλής τουριστικός προορισμός, έχει μετατραπεί τις τελευταίες βδομάδες σε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα στις δυνάμεις του φιλοταλιμπάν κληρικού Maulana Fazlullah και στον πακιστανικό στρατό. Σύμφωνα με την αγγλόφωνη πακιστανική εφημερίδα «The News», οι δυνάμεις του Fazullah ελέγχουν τρεις από τις επτά επαρχίες της κοιλάδας, με 600.000 περίπου πληθυσμό, αφού όλα τα αστυνομικά τμήματα και τα κυβερνητικά κτίρια στις επαρχίες αυτές έπεσαν στα χέρια τους. 120 άντρες των δυνάμεων ασφάλειας που τα υπεράσπιζαν παραδόθηκαν ή συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι, πολλοί από τους οποίους απελευθερώθηκαν, ενώ 48 παρέλασαν ως αιχμάλωτοι μπροστά σε δημοσιογράφους. Τις τελευταίες μέρες, μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, που ο στρατός είναι απασχολημένος κυρίως μέσα και γύρω από τα αστικά κέντρα, συνεχίζουν ευκολότερα την προέλασή τους. «Σαν αποτέλεσμα – επισημαίνουν οι «Asia Times» (7/11/07) – αρκετά χωριά και πόλεις στην κοιλάδα Swat έχουν πέσει στα χέρια τους, χωρίς να ρίξουν τουφεκιά, αφού έντρομοι οι άντρες των Πακιστανικών δυνάμεων ασφάλειας απλά τους παραδίδουν τα όπλα τους».