«Θα καταθέσουμε δύο νέα έγγραφα στη Βουλή: Μία κοινή, νομικά δεσμευτική δήλωση επί της συμφωνίας αποχώρησης και επί του πρωτοκόλλου της Βόρειας Ιρλανδίας και μία κοινή ανακοίνωση που θα συμπληρώνει την πολιτική δήλωση. Η πρώτη, δίνει διαβεβαιώσεις ότι η ΕΕ δεν προσπαθεί να παγιδεύσει την Βρετανία στο backstop για πάντα και αν το κάνει αυτό, θα είναι ρητή παραβίαση των συμφωνηθέντων μεταξύ των δύο μερών. Αν –αντίθετα σε όλες τις προσδοκίες– η ΕΕ ενεργήσει με τέτοια πρόθεση, η Βρετανία θα μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη δήλωση ως ρητή παραβίαση των συμφωνηθέντων, μέσω ανεξάρτητου διαμεσολαβητή, και θα έχει τη δυνατότητα να αναστείλει το πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας (σ.σ. το λεγόμενο backstop, που προβλέπει ανοιχτά σύνορα μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας) αν η ΕΕ συνεχίσει να παραβιάζει τις υποχρεώσεις της». Αυτά δήλωσε την περασμένη Δευτέρα ο γραμματέας της βρετανικής κυβέρνησης, Ντέιβιντ Λίντινγκτον, σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων της πρωθυπουργού Τερίζα Μέι στο Στρασβούργο. Ο Λίντινγκτον υποστήριξε ότι μέχρι το Δεκέμβρη του 2020 το backstop θα αντικατασταθεί με εναλλακτικές διευθετήσεις.
Με αυτά επιχείρησε η Μέι να περάσει τη συμφωνία την περασμένη Τρίτη από το βρετανικό Κοινοβούλιο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η συμφωνία καταψηφίστηκε για δεύτερη φορά, με 149 ψήφους διαφορά (έναντι 230 την προηγούμενη φορά), 17 μέρες πριν από το Brexit! Από τους 650 βουλευτές της Βουλής των Κοινοτήτων, οι 391 ψήφισαν κατά, οι 242 υπέρ και 17 απείχαν. Από τους 118 συντηρητικούς βουλευτές που την προηγούμενη φορά είχαν ψηφίσει κατά της συμφωνίας, μόνο οι 43 πείστηκαν από την κυβέρνηση να την υπερψηφίσουν. Οι περισσότεροι (οι 75) εξακολούθησαν να την καταψηφίζουν. Το ίδιο έκαναν και οι δέκα βουλευτές του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (οι ενωτικοί της Βόρειας Ιρλανδίας) που εξακολουθούν να μη δέχονται τη συμφωνία.
Ετσι, η Μέι κατέγραψε μία ακόμα ταπεινωτική ήττα, παρά τις διαβεβαιώσεις της, που ανακοίνωσε ο Λίντινγκτον. Ετσι, την επομένη έγινε ψηφοφορία για το αν θα αποδεχτούν την έξοδο από την ΕΕ χωρίς συμφωνία και την μεθεπόμενη νέα ψηφοφορία με την οποία η βρετανική βουλή αιτείται παράταση της εφαρμογής του άρθρου 50 (Brexit). Με την ψηφοφορία της περασμένης Τετάρτης, οι βουλευτές ψήφισαν κατά της εξόδου χωρίς συμφωνία (με οριακή όμως πλειοψηφία 312 έναντι 308), αλλά απέρριψαν την τροπολογία για αναβολή του Brexit μέχρι τις 22 Μάη, με πλειοψηφία 210 βουλευτών (374 έναντι 164).
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δε γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Πέμπτης για την παράταση της εφαρμογής του άρθρου 50. Με δεδομένο ότι η έξοδος χωρίς συμφωνία απορρίφθηκε, το πιθανότερο είναι η Βρετανία να αιτηθεί παράταση, γιατί διαφορετικά θα βγει από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Ομως, με τον τρόπο αυτό απλά θα παραταθεί το αδιέξοδο που ήδη υπάρχει.
Η απόρριψη από τη Βουλή για δεύτερη φορά της συμφωνίας εξόδου εξόργισε τους καπιταλιστές. Η γενική γραμματέας του συνδικάτου τους (CBI), Κάρολιν Φέιρμπεϊρν, δήλωσε ότι η περασμένη Τρίτη θα πρέπει να είναι η τελευταία μέρα των αποτυχημένων πολιτικών και τόνισε την επείγουσα ανάγκη παράτασης του Brexit. «Ηρθε η ώρα η Βουλή να σταματήσει το τσίρκο» ήταν η κατακλείδα της δήλωσής της, που έδειξε το μέγεθος της οργής των βρετανών καπιταλιστών, οι οποίοι βλέπουν ότι τα αδιέξοδα μεγαλώνουν (https://www.cbi.org.uk/news/enough-is-enough-time-for-parliament-to-stop-the-circus/).
Οι δηλώσεις του βρετανού υπουργού για το Brexit, Στίβεν Μπάρκλεϊ, ότι μια πιθανή αποτυχία εξόδου της χώρας από την ΕΕ συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο για τη Βρετανία σε σχέση με ένα Brexit χωρίς συμφωνία, εντείνουν αυτά τα αδιέξοδα, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ των αστών πολιτικών και των εντολέων τους (των καπιταλιστών δηλαδή). Η δε ΕΕ πετάει το μπαλάκι στη Βρετανία, με το διαπραγματευτή της Μισέλ Μπαρνιέ να δηλώνει ότι ο κίνδυνος ενός σκληρού και άτακτου Brexit είναι μεγαλύτερος παρά ποτέ, καθώς η ΕΕ έχει δώσει τις μεγαλύτερες δυνατές διαβεβαιώσεις, ώστε να πειστούν οι βρετανοί βουλευτές και να παραμερίσουν τις ανησυχίες τους για το backstop και την πιθανότητα «παγίδευσης» της Βρετανίας εντός ΕΕ.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η βρετανική κυβέρνηση πήρε την απόφαση να αυξήσει το ποσοστό των εισαγωγών χωρίς δασμούς από το 80% στο 87%. Οι δασμοί να παραμένουν κυρίως στα αγροτικά προϊόντα. Δήλωσε, επίσης, ότι δεν πρόκειται να εισάγει νέους ελέγχους, ούτε να απαιτήσει τελωνειακούς ελέγχους για προϊόντα που εισάγονται στη Βρετανία μέσω των συνόρων της με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ακόμα κι αν δεν υπάρξει συμφωνία. Μέτρα που θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και δε θα μειώσουν ούτε στο ελάχιστο το αδιέξοδο που έχει ήδη δημιουργηθεί.
Η αλλαγή της δασμολογικής πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης βρήκε αντίθετους τους καπιταλιστές της Βόρειας Ιρλανδίας, οι οποίοι μέσω της διευθύντριας του CBI της Β. Ιρλανδίας, Αντζελα Μακ Γκάουαν, δήλωσαν ότι οι νέες κυβερνητικές προτάσεις προκαλούν σύγχυση και ενδεχομένως θα προκαλέσουν την εφαρμογή «σκληρών συνόρων» και τελωνειακών ελέγχων, κάτι που αντιφάσκει με τη μέχρι τώρα πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης (βλ. https://www.cbi.org.uk/news/cbi-northern-ireland-s-response-to-tariff-liberalisation-proposals/).
Από τη μεριά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, πρότεινε «έκτακτα μέτρα για το μετριασμό των επιπτώσεων της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) από την ΕΕ χωρίς την επίτευξη συμφωνίας». Αναφέρει το δελτίο Τύπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τετάρτη: «Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν νομικές δικλείδες για τους σπουδαστές και καθηγητές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα Erasmus στο ΗΒ και αυτούς που προέρχονται από αυτό, ώστε να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις δραστηριότητές τους. Προβλέπεται επίσης η συνέχιση της χρηματοδότησης των διασυνοριακών και διακοινοτικών προγραμμάτων στην Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς και η διατήρηση βασικών υπηρεσιών αεροπορικών και οδικών μεταφορών ανθρώπων και αγαθών μεταξύ της ΕΕ και του ΗΒ. Θα πρέπει ακόμη να επιτραπεί σε αλιευτικά της ΕΕ και του ΗΒ να συνεχίσουν προσωρινά να δραστηριοποιούνται σε ύδατα και των δύο πλευρών». Ομως τα μέτρα αυτά έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια και η μονομερής υιοθέτησή τους από την ΕΕ προϋποθέτει –για ορισμένα από αυτά– την υιοθέτηση παρόμοιων μέτρων από τη Βρετανία.
Οπως βλέπουμε, το κουβάρι, αντί να ξεμπλέκεται, περιπλέκεται περισσότερο, με τους καπιταλιστές να χάνουν την υπομονή τους μπροστά στην ανικανότητα των πολιτικών τους διαχειριστών να δώσουν λύσεις.