Ενα ακόμη στυγερό έγκλημα στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ένα έγκλημα που θα το πληρώσουν ακριβά οι φυσικοί και οι ηθικοί αυτουργοί του, διαπράχθηκε στο Πακιστάν. Η 7ήμερη πολιορκία του Las Masjist (Κόκκινο Τζαμί) από τον Πακιστανικό στρατό κατέληξε σε λουτρό αίματος. Το πράσινο φως για την τελική έφοδο από το σώμα των Ειδικών Δυνάμεων του στρατού δόθηκε τα ξημερώματα της περασμένης Τρίτης, 10 Ιουλίου, και ύστερα από 36 ώρες σφοδρών συγκρούσεων το Κόκκινο Τζαμί πέρασε υπό τον έλεγχο του στρατού. Ο απολογισμός των συγκρούσεων, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, είναι τουλάχιστον 60 σπουδαστές, ο επικεφαλής τους Αμπντούλ Ρασίντ Γκαζί και 10 στρατιώτες νεκροί. Ομως η πραγματικότητα τόσο για την εξέλιξη της πολιορκίας και την κατάληψη του Κόκκινου Τζαμιού όσο και για τον αριθμό των θυμάτων είναι σίγουρα εντελώς διαφορετική. Οπως μεταδόθηκε από τα διεθνή πρακτορεία, οι δημοσιογράφοι είχαν κρατηθεί μακριά από το Κόκκινο Τζαμί και από τα νοσοκομεία όπου μεταφέρονταν οι τραυματίες στη διάρκεια της 7ήμερης πολιορκίας και η μόνη πηγή πληροφόρησης ήταν οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης και του στρατού, ενώ η προπαγάνδα περί επικίνδυνων τρομοκρατών, στελεχών της Αλ – Κάιντα και ξένων μαχητών, που αναπαράγονταν από τα διεθνή ΜΜΕ, προετοίμαζε το έδαφος για την τελική έφοδο.
Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν για πρώτη φορά στο Κόκκινο τζαμί το 2004 όταν ο Μαουλάνα Αμπντούλ Αζίζ, ο αδελφός του νεκρού Γκαζί, εξέδωσε ένα Φετφά (θρησκευτικό διάταγμα), σύμφωνα με το οποίο οι Πακιστανοί στρατιώτες που θα σκοτώνονταν στη φυλετική περιοχή του Νότιου Βαζιριστάν δεν επιτρεπόταν να κηδευτούν με τις μουσουλμανικές επικήδειες προσευχές και να ενταφιαστούν σε μουσουλμανικά νεκροταφεία. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη επίθεση του Πακιστανικού στρατού εναντίον των Ταλιμπάν και της Αλ – Κάιντα στην περιοχή. Το επίμαχο διάταγμα υπογράφηκε από 500 Μουσουλμάνους κληρικούς και προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στη στρατιωτική ηγεσία. Οπως είναι γνωστό, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης αυτής, ο στρατός υπέστη σοβαρές απώλειες και η κυβέρνηση του στρατηγού Μουσάραφ αναγκάστηκε να τον αποσύρει από το Βόρειο και το Νότιο Βαζιριστάν και να υπογράψει συμφωνίες ειρήνης με τους Πακιστανούς Ταλιμπάν, οι οποίες προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Λευκού Οίκου.
Αργότερα, οι Πακιστανικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι υπάρχει δεσμός ανάμεσα στους δύο αδελφούς Αζίζ και Γκαζί στο Κόκκινο Τζαμί και την Αλ Κάιντα, όταν το αυτοκίνητο του Γκαζί βρέθηκε φορτωμένο με όπλα και πυρομαχικά. Η θρησκευτική κοινότητα παρενέβη και ζήτησε αποδείξεις και ο υπουργός θρησκευτικών υποθέσεων Ουλ – Χακ ανέλαβε να μεσολαβήσει και να διασφαλίσει την αμερόληπτη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο Γκαζί έμεινε μερικές βδομάδες στη φυλακή και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, γιατί δεν βρέθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του, εκτός από το ότι γνώριζε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και το Μουλά Ομάρ, αφού και ο ίδιος είχε πολεμήσει στο Αφγανιστάν κατά των Σοβιετικών στρατευμάτων.
Μετά την επίθεση στο μετρό του Λονδίνου τον Ιούλιο του 2005, όταν αποκαλύφθηκε ότι κάποιοι από τους δράστες είχαν επισκεφθεί το Κόκκινο Τζαμί, ξεκίνησε πάλι εξονυχιστική έρευνα για τους δύο αδελφούς, αλλά δεν πάρθηκε κανένα μέτρο σε βάρος τους. Ομως, λίγο αργότερα, οι δύο αδελφοί κηρύχθηκαν καταζητούμενοι εγκληματίες, χωρίς και πάλι να γίνει προσπάθεια σύλληψής τους.
Τον περασμένο Ιανουάριο, οι Πακιστανικές αρχές ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα κατεδάφισης των Τζαμιών που είχαν χτιστεί χωρίς άδεια. Στο Κόκκινο Τζαμί δόθηκε κοινοποίηση για παράνομη καταπάτηση κρατικής γης, επειδή κτίστηκε ένα μεγάλο γυναικείο θρησκευτικό σχολείο δίπλα στο τζαμί, που βρίσκεται στο παλαιότερο και κεντρικότερο σημείο της Πακιστανικής πρωτεύουσας, ανάμεσα στα κυβερνητικά κτίρια. Η απόφαση αυτή ήταν ευθεία βολή και πρόκληση στους επικεφαλής του Κόκκινου Τζαμιού.
Ακολούθησε η κατάληψη μιας γειτονικής δημόσιας βιβλιοθήκης από τις σπουδάστριες του ιεροδιδασκαλείου, που ζητούσαν από την κυβέρνηση να δεσμευτεί να ξανακτίσει έξι τζαμιά που είχε κατεδαφίσει. Η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε όταν στις αρχές Απριλίου συγκροτήθηκε στο Κόκκινο Τζαμί ένα δικαστήριο της Σαρία και οι σπουδαστές άρχισαν να ζητούν την εφαρμογή της Σαρία στην Ισλαμαμπάντ. Η σύλληψη κάποιων αστυνομικών, που κατηγορούνταν για διαφθορά, και έξι Κινέζων, που δούλευαν σε οίκο ανοχής, οι οποίες απελευθερώθηκαν την επόμενη μέρα ύστερα από διπλωματική παρέμβαση της Κίνας, ανέβασε ακόμη περισσότερο το θερμόμετρο της αντιπαράθεσης. Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Ιουλίου, ξεκίνησε η πρώτη επίθεση από το στρατό στο Κόκκινο Τζαμί, με 17 νεκρούς.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Asia Times», στην ομάδα που ανέλαβε τον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων συμπεριλαμβάνονταν ο Μεγάλος Μουφτής του Πακιστάν, Ραφί Ουσμανί, ο υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων, Εγιάζ Ουλ – Χάκ, και ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Πακιστανικής Ισλαμικής Λίγκας, Καουντρί Σουγιάτ Χουσεΐν.Υστερα από διαπραγματεύσεις 9 ωρών, οι δύο πλευρές είχαν καταλήξει σε συμφωνία, γύρω στις 02.00 της 10ης Ιουλίου, για ασφαλή αποχώρηση του Αμπντούλ Ρασίντ Γκαζί από το τζαμί. Σ’ αυτό το σημείο, ο Γκαζί ζήτησε να συσκεφτεί με τους συντρόφους του και ο επικεφαλής των διαπραγματευτών Σουγιάτ Χουσεΐν αποχώρησε για να συναντηθεί με το Μουσάραφ για την τελική επικύρωση της συμφωνίας. Νωρίτερα, ο Μουσάραφ είχε συμφωνήσει με την ασφαλή αποχώρηση του Γκαζί.
Οταν οι δύο πλευρές επικοινώνησαν ξανά, ο Γκαζί ζήτησε να μάθει την απάντηση του Μουσάραφ για την τύχη των υπόλοιπων μαχητών μέσα στο τζαμί, αλλά ο Μουσάραφ είχε αλλάξει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου το σχέδιο της συμφωνίας, οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν και η κυβέρνηση έδωσε εντολή στους διαπραγματευτές να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο τους. Υστερα από λίγο ξεκίνησε η τελική επίθεση. «Ναι, οι συνομιλίες ήταν επιτυχείς. Το σχέδιο συμφωνίας είχε γραφτεί. Είχε εξασφαλιστεί στον Αμπντούλ Ρασίντ Γκαζί ασφαλής αποχώρηση, αλλά όταν το σχέδιο στάλθηκε στον πρόεδρο, το τροποποίησε. Τα πράγματα επέστρεψαν στο σημείο μηδέν και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν», δήλωσε τηλεφωνικά στους «Asia Times» (11/7/07) το μέλος της Επιτροπής διαπραγματεύσεων, ο Μεγάλος Μουφτής του Πακιστάν Ραφί Ουσμανί.
Το κόκκινο τζαμί είχε γίνει το κόκκινο πανί για τους Αμερικάνους, που το θεωρούν, όπως και πολλά άλλα θρησκευτικά σχολεία (Μαντράσα), εκτροφεία «τρομοκρατών».