Οσο περνάει ο καιρός άλλο τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα ενός σχετικά γρήγορου τερματισμού του εμφυλίου πολέμου που έχει ξεσπάσει στη Λιβύη. Οι δυνάμεις του Καντάφι, όντας πολύ καλύτερα εξοπλισμένες από τους αντικαθεστωτικούς, εξαπολύουν μία ευρείας κλίμακας αντεπίθεση, για να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και να προκαλέσουν τριγμούς σε μια αντιπολίτευση που κάθε άλλο παρά ενιαία μπορεί να θεωρηθεί.
Σύμφωνα με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης (8/3/11), η αντιπολίτευση στον Καντάφι πασχίζει για να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο. Ομως, οι αντιφατικές δηλώσεις μελών του «Εθνικού Συμβουλίου» που έχει δημιουργηθεί δείχνουν τα όρια αυτής της ενότητας. Οπως για παράδειγμα το τελεσίγραφο προς τον Καντάφι να αποχωρήσει εντός 72 ωρών με αντάλλαγμα να μην υποστεί διώξεις. Το τελεσίγραφο δημοσιοποίησε ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Μουσταφά Αμπντέλ Τζαλίλ, με δηλώσεις του στο Αλ Τζαζίρα, αλλά αναιρέθηκε μια μέρα μετά από τον υποτίθεται κατώτερό του και εκπρόσωπο Τύπου των αντικαθεστωτικών Αμπντέλ-Χαφίντ Γκόγκα, που δήλωσε ότι δε μπορούμε να μιλάμε για κάτι που δεν έχει προταθεί.
Διαιρεμένη εμφανίζεται η αντιπολίτευση και στο ζήτημα της ξένης επέμβασης. Οπως επισημαίνουν στο παραπάνω άρθρο τους οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, «το συμβούλιο εκλιπαρούσε για μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, που ακόμα εξετάζεται στη Δύση, αλλά οι ηγέτες των ανταρτών στη Ντάρνα προειδοποίησαν ότι θα αντιταχθούν σε οποιαδήποτε ξένη επέμβαση με τα όπλα». Ενώ την ίδια στιγμή που οι επικεφαλής των αντικαθεστωτικών πυκνώνουν τις επαφές τους με ευρωπαίους αξιωματούχους (έχουν στείλει ήδη δύο αντιπροσώπους τους σε Ευρωπαϊκές χώρες για να ζητήσουν υποστήριξη και μια ιταλική διπλωματική αντιπροσωπεία ήταν η πρώτη δυτική αντιπροσωπεία που επισκέφτηκε την περασμένη Τρίτη τη Βεγγάζη), η σύλληψη και απέλαση των δύο βρετανών πρακτόρων και έξι κομάντο από τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες απετέλεσε ταπεινωτικό πλήγμα για τη βρετανική εξωτερική πολιτική.
Η σύλληψη αυτή έγινε, παρά το γεγονός ότι ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών είχε ενημερώσει για την αποστολή τον πρώην υπουργό Εσωτερικών, που τώρα εδρεύει στη Βεγγάζη, αποδεικνύοντας ότι μπορεί μεν οι επικεφαλής των αντικαθεστωτικών ομάδων να προέρχονται από τμήμα της μέχρι πρότινος καθεστηκυίας τάξης της χώρας και να είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Δυτικούς, όμως οι δυνάμεις που πολεμούν τον Καντάφι δεν είναι απόλυτα ελεγχόμενες από κανέναν. Γι’ αυτό και οι ιμπεριαλιστές εμφανίζονται ιδιαίτερα διστακτικοί να εξαπολύσουν μια –αεροπορική έστω– επίθεση ενάντια στον Καντάφι. Σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε η Χίλαρι Κλίντον την περασμένη Τρίτη (8/3), διαμήνυσε ότι οποιαδήποτε απόφαση για επιβολή «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» στη Λιβύη θα πρέπει να παρθεί από τον ΟΗΕ και όχι από την Ουάσιγκτον.
Το πόσο πίσω βρίσκεται η αντιπολίτευση σε σχέση με τις δυνάμεις του Καντάφι ως προς τον διαθέσιμο οπλισμό επισημάνθηκε σε έκθεση που δημοσίευσε την περασμένη Τρίτη το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών με έδρα το Λονδίνο. Η έκθεση αναφέρει: «Εκτός από λίγες μηχανοκίνητες μονάδες στη Βεγγάζη και το Τομπρούκ και λίγα τεθωρακισμένα τάγματα κοντά στη Μπάιντα, οι δυνάμεις που ελέγχονται από τους αντάρτες στερούνται οποιουδήποτε σημαντικού εξοπλισμού για να κατακτήσουν με αυτόν το προπύργιο του Καντάφι, την Τρίπολη». Αντίθετα, οι περιοχές που ελέγχει ο Καντάφι «φρουρούνται καλά με πυροβολικό, αντιαεροπορικά και μηχανοκίνητες δυνάμεις». Οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν να κρατήσουν μακριά τους αντάρτες από την πρωτεύουσα, ενώ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές πολιορκούν τη Ζαουΐγια που βρίσκεται 50 χιλιόμετρα δυτικά της πρωτεύουσας, έχοντας προκαλέσει τεράστιες καταστροφές στην πόλη (το ηλεκτρικό και οι τηλεπικοινωνίες έχουν διακοπεί).
Η Ζαουΐγια είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη στη χώρα (με πάνω από 100 χιλιάδες κατοίκους) και διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο διυλιστήριο. Γι’ αυτό και ο έλεγχός της αποκτά στρατηγική σημασία. Για την ώρα δεν είναι καθαρό ποιος την ελέγχει, αν και η κρατική τηλεόραση έδειξε εικόνες «διαδηλωτών» υπέρ του Καντάφι, ενώ ένας μαχητής δήλωσε στο Ρόιτερς ότι οι καθεστωτικές δυνάμεις κατόρθωσαν να μπουν στην κεντρική πλατεία. Την ίδια στιγμή, μαχητικά αεροπλάνα εξαπέλυσαν αλλεπαλλήλους βομβαρδισμούς στη Ρας Λανούφ (την πόλη με το μεγαλύτερο διυλιστήριο στη χώρα), προκαλώντας καταστροφές σε δεξαμενές νερού και άλλες εγκαταστάσεις, χωρίς όμως να έχουν καταφέρει να ελέγξουν την πόλη. Συγκρούσεις συνεχίζονται και σε άλλες πόλεις, με τις δυνάμεις του Καντάφι να βομβαρδίζουν ακόμα και τον τερματικό σταθμό στο λιμάνι του Σιντέρ (στα ανατολικά) καταστρέφοντας τέσσερις δεξαμενές.
Ταυτόχρονα, ο Καντάφι εμφανίστηκε ανένδοτος απέναντι στους «στασιαστές», επικηρύσσοντας μάλιστα τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, που είναι επικεφαλής του «Εθνικού Συμβουλίου» των αντικαθεστωτικών. Σε συνέντευξη που έδωσε την Κυριακή στη γαλλική εφημερίδα Le Journal du Dimanhe (Η εφημερίδα της Κυριακής) ζήτησε την σύσταση διεθνούς επιτροπής από τον ΟΗΕ και τον Αφρικανικό Σύνδεσμο (στην οποία προσκάλεσε τη Γαλλία να παίξει ηγετικό ρόλο), για να διερευνήσει τα… αίτια της βίας, και παραπονέθηκε για τις δυτικές δυνάμεις που του γύρισαν την πλάτη, ενώ ο ίδιος παλεύει… κατά της τρομοκρατίας. «Οι δυνάμεις ασφαλείας μας συνεργάζονται. Σας έχουμε βοηθήσει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Γιατί λοιπόν όταν αγωνιζόμαστε κατά της τρομοκρατίας στη Λιβύη δε μας βοηθάει κανείς;».
Η «αντιιμπεριαλιστική» ρητορεία του Καντάφι έδωσε γρήγορα τη θέση της στο γλείψιμο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης. Ομως, παρά τη στρατιωτική υπεροχή του έναντι των αντικαθεστωτικών, ο Καντάφι δοκιμάζεται από δύο σοβαρές πληγές, εκτός από το ότι η εξουσία του έχει περιοριστεί γύρω από την πρωτεύουσα και μερικές πόλεις ακόμα. Η πρώτη πληγή είναι η κατακόρυφη πτώση της πετρελαϊκής παραγωγής (έχει πέσει στο ένα τρίτο) και κατά συνέπεια στα κέρδη που προσβλέπει από αυτήν. Και η δεύτερη είναι το πέρασμα ολοένα και περισσότερων συνεργατών του με τους αντικαθεστωτικούς. Την περασμένη Τρίτη, ένας στρατηγός στη Ζαουΐγια πέρασε με την μεριά της αντιπολίτευσης, όπως ανέφερε σε έκτακτο δελτίο η κρατική τηλεόραση. Αν οι διαρροές αυτές επιταχυνθούν, τότε ο Καντάφι θα έχει σοβαρό πρόβλημα να συνεχίσει τον… «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».