Την προκαταρκτική έκθεση του γερμανού ανακριτή Ντετλέβ Μέχλις, επικεφαλής της επιτροπής του ΟΗΕ που διεξάγει την ανάκριση για τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου Ραφίκ αλ – Χαρίρι τον περασμένο Φλεβάρη, χρησιμοποιεί η κυβέρνηση Μπους ως όπλο για να αναγκάσει το συριακό καθεστώς να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον και να ενταχθεί ενεργά και αποφασιστικά στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας». Στην έκθεση αυτή ο Μέχλις ενοχοποιεί κυβερνητικούς αξιωματούχους, αναφέροντας ότι δεν μπορούσε η δολοφονία Χαρίρι να γίνει χωρίς την έγκριση και τη συνεργία ανώτατων αξιωματούχων των Υπηρεσιών Πληροφοριών της Συρίας και του Λιβάνου. Επίσης, κατηγορεί τη συριακή κυβέρνηση ότι δεν συνεργάστηκε πλήρως με την επιτροπή του ΟΗΕ και ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έδωσαν παραπλανητικές πληροφορίες.
Την περασμένη Δευτέρα, 31 Οκτωβρίου, εγκρίθηκε ομόφωνα στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών των 15 χωρών – μελών του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ, το ψήφισμα που είχαν επεξεργαστεί οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία, το οποίο απαιτεί από τη συριακή κυβέρνηση να συνεργαστεί πλήρως με την ανακριτική επιτροπή του ΟΗΕ και να συλλάβει τους σύριους αξιωματούχους ή ιδιώτες, τους οποίους η επιτροπή θεωρεί ύποπτους και να τους θέσει πλήρως και χωρίς όρους στη διάθεσή της. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονται και δύο μέλη της οικογένειας Ασαντ. Ο Μαχέρ Ασαντ, αδερφός του σύριου προέδρου και αρχηγός της Εθνοφρουράς, και ο γαμπρός του και αρχηγός της στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Προβλέπει επίσης την επιβολή κυρώσεων (απαγόρευση να ταξιδέψουν έξω από τη χώρα και πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων) σε όσους υποδειχθούν ως ύποπτοι από την επιτροπή.
Σε περίπτωση που το συριακό καθεστώς δεν συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους του ψηφίσματος, το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ «θα εξετάσει την παραπέρα δράση του». Στο σημείο αυτό ο Λευκός Οίκος, που ήθελε ένα σκληρότερο ψήφισμα, αναγκάστηκε να κάνει πίσω λόγω της σθεναρής αντίστασης της Ρωσίας και της Κίνας, που επέμεναν να αφαιρεθεί από το αρχικό σχέδιο ψηφίσματος η απειλή επιβολής στη Συρία διπλωματικών και οικονομικών κυρώσεων με βάση το άρθρο 41 του Χάρτη του ΟΗΕ.
Η συριακή κυβέρνηση αντέδρασε έντονα όταν δόθηκε στη δημοσιότητα η προκαταρκτική έκθεση Μέχλις, απορρίπτοντας τις κατηγορίες για ανάμειξη σύριων αξιωματούχων στη δολοφονία Χαρίρι και χαρακτηρίζοντας την έκθεση ως σχέδιο του Λευκού Οίκου με πολιτικά κίνητρα, ενώ στη Δαμασκό και στην πόλη Αλέπο, τη μεγαλύτερη πόλη στη νότια Συρία, έγιναν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Με ανάλογο τρόπο αντέδρασε και στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για την εμπλοκή σύριων αξιωματούχων στη δολοφονία Χαρίρι και ανακοινώνοντας τη συγκρότηση μιας συριακής ανακριτικής επιτροπής που θα ερευνήσει την υπόθεση και θα συνεργαστεί στενά με την αντίστοιχη επιτροπή του ΟΗΕ.
Κι ενώ όλη αυτή η ιστορία υποτίθεται ότι γίνεται για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν οι ένοχοι της δολοφονίας του Ραφίκ αλ – Χαρίρι, η αμερικάνα υπουργός Εξωτερικών με δήλωσή της μετά την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφάλειας φρόντισε να πει τα πράγματα με το όνομά τους. «Με την απόφασή μας σήμερα – είπε – δείχνουμε ότι η Συρία έχει απομονωθεί από τη διεθνή κοινότητα με τις παραπλανητικές δηλώσεις της, με την υποστήριξή της στην τρομοκρατία, με την ανάμειξή της στις υποθέσεις των γειτόνων της και με την αποσταθεροποιητική συμπεριφορά της στη Μέση Ανατολή».
Αυτό που επιδιώκει η αμερικάνικη κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας εξαρχής ως πολιορκητικό κριό τη δολοφονία Χαρίρι, είναι να αναγκάσει το συριακό καθεστώς να ενταχθεί αποφασιστικά και ενεργά στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας». Να κλείσει τα γραφεία και να πάρει μέτρα καταστολής κατά των παλαιστινιακών οργανώσεων που δρουν στη Συρία. Να ενισχύσει την αστυνόμευση στα σύνορα με το Ιράκ και να συνεργαστεί με τους Αμερικάνους εναντίον της ιρακινής αντίστασης. Να σταματήσει κάθε ανάμειξη στο Λίβανο και την υποστήριξη προς τη Χεσμπολά και τις παλαιστινιακές οργανώσεις στο Λίβανο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στις 26 Οκτωβρίου, λιβανέζικα στρατεύματα και τανκς περικύκλωσαν τις στρατιωτικές βάσεις φιλοσυριακών παλαιστινιακών οργανώσεων κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Εστησαν φυλάκια ελέγχου στην περιοχή Σουλτάν Γιακούμπ στην ανατολική Κοιλάδα Μπεκάα, όπου το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – Γενική Διοίκηση διατηρεί ένα υπόγειο δίκτυο σκαμμένο στους λόφους. Σημειωτέον ότι στο Λίβανο ζουν 390.000 Παλαιστίνιοι σε 12 στρατόπεδα, στα οποία δεν επιτρέπεται η είσοδος του συριακού στρατού.
Στους στόχους αυτούς δεν διαφωνούν ούτε η Ρωσία και η Κίνα. Ομως λόγω των στενών οικονομικών και πολιτικών δεσμών που έχουν με τη Συρία, ιδιαίτερα η Ρωσία, θέλουν να πέσει πιο μαλακά και να αποφύγουν την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της, ασκώντας από τη μεριά τους ανάλογες πιέσεις στο συριακό καθεστώς.
Αυτό που επιδιώκει ο Λευκός Οίκος πρώτιστα δεν είναι η ανατροπή του Μπασάρ Ασαντ, αλλά η αλλαγή της συριακής πολιτικής και η συμμόρφωσή της με τις αμερικάνικες απαιτήσεις, κατά το πρότυπο της Λιβύης, ελπίζοντας έτσι ότι θα αλλάξει τον πολιτικό χάρτη της περιοχής. Μόλις ο Καντάφι προσκύνησε τους Αμερικάνους, έπαψαν να ασχολούνται με το αυταρχικό καθεστώς που έχει επιβάλλει στη χώρα του. Ομως στη Συρία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Η συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή συριακών εδαφών, του Γκολάν, τροφοδοτεί συνεχώς το αντιισραηλινό και αντιαμερικάνικο μένος, που σε συνδυασμό με τα τεκταινόμενα στο Ιράκ ριζοσπαστικοποιούν το συριακό λαό και συνολικά τον αραβικό κόσμο. Η πραγματικότητα αυτή δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο συριακό καθεστώς να προχωρήσει σε σοβαρές παραχωρήσεις στους Αμερικάνους, χωρίς να πάρει κάποια ανταλλάγματα, τουλάχιστον απέναντι στο Ισραήλ, η κυβέρνηση του οποίου επανειλημμένα έχει εκφράσει την επιθυμία να αναλάβει το ρόλο του τιμωρού με στρατιωτική επίθεση στη Συρία, εξ’ ονόματος των υπόλοιπων.