«Δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο πρόβλημα που έχουμε αντιμετωπίσει και, κατά τη γνώμη μου, θα είναι πολύ δυσκολότερο από το Βιετνάμ… Δεν έχω δει ποτέ στην καριέρα μου τίποτα όπως τον κυκεώνα που έχουμε κληρονομήσει», είπε, μεταξύ άλλων, ο αμερικάνος ειδικός απεσταλμένος για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, απευθυνόμενος στη 45η νατοϊκή Σύνοδο για την Ασφάλεια, που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Φεβρουαρίου στο Μόναχο.
Η σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν οι ηγέτες των χωρών του ΝΑΤΟ και 50 κορυφαίοι διπλωμάτες και ανώτατοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι, επικεντρώθηκε στο τέλμα του Αφγανιστάν και στην αναζήτηση εναλλακτικών δρόμων ανεφοδιασμού των νατοϊκών στρατευμάτων εκτός Πακιστάν. Ο αφγανός πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι, απευθυνόμενος στη σύνοδο, δήλωσε ότι δεν μπορεί να βρεθεί λύση χωρίς τη συμμετοχή των Ταλιμπάν στο πολιτικό γίγνεσθαι. «Θα προσκαλέσουμε –είπε μεταξύ άλλων– όλους εκείνους τους Ταλιμπάν που δεν συνεργάζονται με την Αλ-Κάιντα, που δεν συμμετέχουν σε τρομοκρατικά δίκτυα, που θέλουν να επιστρέψουν στη χώρα τους, να γυρίσουν στη χώρα τους. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να πετύχουμε, με τον τρόπο που θέλουμε, στο σωστό χρόνο, χωρίς κάποια μορφή συμφιλίωσης». Τρεις μέρες αργότερα, ο αμερικάνος συνταγματάρχης John Nagl, βετεράνος του Ιράκ, σύμβουλος της κυβέρνησης Ομπάμα και μέλος της ομάδας που επανεξετάζει την αμερικάνικη στρατηγική στο Αφγανιστάν, δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα «Daily Telegraph» (11/2/09) ότι, αν δεν σταματήσει η προέλαση των Ταλιμπάν μέχρι το φθινόπωρο, ο πόλεμος θα χαθεί και ότι τα κέρδη που έχουν πετύχει οι Ταλιμπάν είναι ανάγκη να αναστραφούν μέχρι το τέλος της εμπόλεμης περιόδου, γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, διαφορετικά οι Ταλιμπάν θα δημιουργήσουν μια γερή βάση, που θα καταστήσει την παράταση της δυτικής στρατιωτικής παρουσίας ανώφελη.
♦ Δρόμος χωρίς επιστροφή
Ολες αυτές οι δηλώσεις αντανακλούν την πρωτοφανή πρόκληση, το μέγεθος, τη σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι Αμερικάνοι στο Αφγανιστάν. Πώς θα το αντιμετωπίσει ο Λευκός Οίκος; Προεκλογικά, ο Ομπάμα μιλού-σε μια μια νέα «surge» τύπου Ιράκ, δηλαδή για την αποστολή 30.000 περίπου στρατιωτών την ερχόμενη άνοιξη, που θα ενισχύσουν την αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν και θα συμβάλλουν αποφασιστικά στην καταστολή της εξέγερσης των Ταλιμπάν. Τώρα εμφανίζεται συγκρατημένος, δεν δεσμεύεται για το μέγεθος των στρατιωτικών ενισχύσεων, ενώ ο αμερικάνος αντιπρόεδρος στη σύνοδο του Μονάχου ζήτησε για μια ακόμη φορά την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη των νατοϊκών εταίρων και τη συνεργασία τους για τη χάραξη μιας «νέας ευρείας στρατηγικής με καθαρούς και επιτεύξιμους στόχους». Παράλληλα, ο Ομπάμα ανέθεσε σε μια επιτροπή να επανεξετάσει συνολικά, και τις στρατιωτικές και τις μη στρατιωτικές πλευρές, της αμερικάνικης στρατηγικής στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, ενόψει της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ τον ερχόμενο Απρίλιο.
Τώρα πια όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει δρόμος εξόδου από το τέλμα του Αφγανιστάν, αν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Ταλιμπάν δεν συνδυαστούν με σοβαρές διπλωματικές προσπάθειες και μέτρα ανοικοδόμησης της χώρας και ανακούφισης του πληθυσμού. Και μόνο αυτή η παραδοχή είναι ομολογία ήττας της αμερικάνικης στρατηγικής στο Αφγανιστάν.
Ολα δείχνουν ότι οι Αμερικάνοι ακολουθούν τη μοίρα όλων των κατακτητών που έσπασαν τα μούτρα τους στο Αφγανιστάν. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, πώς θα πετύχουν τώρα αυτό που δεν κατάφεραν τόσα χρόνια; Η συνταγή του «διαίρει και βασίλευε», που εφάρμοσαν στο Ιράκ, δεν περπατάει όχι μόνο στο Αφγανιστάν αλλά ούτε και στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές του δυτικού Πακιστάν, όπου οι προσπάθειες της πακιστανικής κυβέρνησης να συγκροτήσει ένοπλες ντόπιες ομάδες για να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν έχουν αποτύχει. Η διαφθορά κυβερνητικών και τοπικών αξιωματούχων και παραγόντων καθώς και τα χιλιάδες θύματα αμάχων από τους αμερικάνικους βομβαρδισμούς τροφοδοτούν συνεχώς τη λαϊκή οργή και ενισχύουν την επιρροή των Ταλιμπάν, οι οποίοι δεν δείχνουν μέχρι στιγμής καμιά διάθεση συνεργασίας με την αφγανική κυβέρνηση και θέτουν ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη χώρα. Και το σημαντικότερο. Τα αμερικανονατοϊκά στρατεύ-ματα δεν έχουν να αντιμετωπίσουν τώρα μόνο την προέλαση των Ταλιμπάν, αλλά και το σοβαρότατο πρόβλημα ανεφοδιασμού, καθώς η μεταφορά εφοδίων μέσω του περάσματος Khyber Pass στα πακιστανικά σύνορα γίνεται όλο και πιο προβληματική.
Η πραγματικότητα αυτή δίνει τη δυνατότητα σε περιφερειακές δυνάμεις να μπουν στο παιχνίδι και να προσπαθήσουν να αποκομίσουν ωφέλη.
♦ Ο ρόλος του Ιράν
Στις αρχές του 2008, οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν ότι έχουν θέσει ως βασικό στόχο τους την παρεμπόδιση και τη διακοπή του ανεφοδιασμού των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων. Τα γεγονότα δείχνουν ότι σε μεγάλο βαθμό τον έχουν πετύχει. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις σε κονβόι μεταφοράς εφοδίων στο Khyber Pass, μέσω του οποίου διακινούνταν μέχρι τώρα το 75% του ανεφοδιασμού, με αποτέλεσμα την αρπαγή και την καταστροφή τροφίμων, στρατιωτικού εξοπλισμού, στρατιωτικών αυτοκινήτων και εκατοντάδων φορτηγών, κάνουν όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών δρόμων.
Ο πιο κατάλληλος και λιγότερο δαπανηρός είναι μέσω του ιρανικού λιμανιού Chabahar. Η προοπτική αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Ιράν έχει εκτεταμένα σύνορα με το Αφγανιστάν και στενή σχέση με τις δυτικές επαρχίες Farah και Nimroz δίνουν στην ιρανική κυβέρνηση στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα στην αφγανική σκακιέρα. Στις 2 Φεβρουαρίου ο στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ, ο στρατηγός Τζον Κράντοκ, κάλεσε τις χώρες που έχουν σχετικά καλές σχέσεις με το Ιράν, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και ο Καναδάς, να προχωρήσουν σε διμερείς συμφωνίες για τον ανεφοδιασμό μέσω Ιράν των στρατευμάτων τους στο Αφγανιστάν. Στην κατεύθυνση αποκατάστασης των σχέσεων με το Ιράν κινείται και η Ουάσιγκτον. Στις 9 Ιανουαρίου, για να μην πάμε παλιότερα, ο στρατηγός Πετρέους, επικεφαλής της αμερικάνικης Κεντρικής Διοίκησης και υ-πεύθυνος για το Ιράκ και το Αφγανιστάν, απευθυνόμενος στο αμερικάνικο «Ινστιτούτο Ειρήνης», επισήμανε ότι οι ΗΠΑ και το Ιράν «έχουν κοινούς στόχους» στο Αφγανιστάν, ενώ και ο ίδιος ο Ομπάμα έχει τείνει επίσημα χείρα συνεργασίας με το Ιράν. Από την πλευρά του, το ιρανικό καθεστώς προφανώς και θέλει την αποκατάσταση των σχέσεών του με την Ουάσιγκτον, για να σπάσει την απομόνωση και να προσελκύσει ξένα κεφάλαια στην πετρελαϊκή βιομηχανία, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να μην κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις στα βασικά ζητήματα της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, και οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί είναι φανερό ότι το ευνοούν.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ διατηρεί από την αρχή καλές σχέσεις με την κυβέρνηση Καρζάι, δεν επιδόθηκε ποτέ σε κυνήγι των Ταλιμπάν. Αντίθετα, σύμφωνα με τους «Asia Times online» (10/2/09), διατηρεί καλές σχέσεις με μερικές ομάδες Ταλιμπάν στο βορειοδυτικό Αφγανιστάν και κλείνει τα μάτια σε δραστηριότητες ισχυρών ομάδων Ταλιμπάν στις αφγανικές επαρχίες Farah και Nimroz, οι οποίοι συχνά βρίσκουν καταφύγιο σε γειτονικές ιρανικές επαρχίες.
♦ Ο ρόλος της Ρωσίας
Ο δεύτερος εναλλακτικός δρόμος ανεφοδιασμού των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν είναι μέσω της Κεντρικής Ασίας και της Ρωσίας, που είναι όμως πολύ μακρινός και δαπανηρός. Τις μέρες αυτές βρίσκεται στη Μόσχα αμερικάνικη διπλωματική αντιπροσωπεία για να διαπραγματευτεί τις λεπτομέρειες για τη σύναψη σχετικής συμφωνίας. Η ρώσικη κυβέρνηση, ενώ δείχνει πρόθυμη να επιτρέψει τον ανεφοδιασμό μέσω ρωσικού εδάφους, επιδιώκει ταυτόχρονα να στριμώξει την Ουάσιγκτον για να αποσπάσει κάποια σοβαρά ανταλλάγματα, όπως τη δέσμευση να μην προχωρήσει η ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ και η ανάπτυξη του αντιπυραυλικού συστήματος στην Τσεχία και στην Πολωνία.
Ισχυρό πλήγμα στην κλιμάκωση του αμερικάνικου πολέμου στο Αφγανιστάν αποτελεί και η απόφαση του προέδρου του Κιργιστάν Κουρμάνμπεκ Μπακίγιεφ να τερματίσει τη χρήση της αεροπορικής βάσης Manas από τους Αμερικάνους, η οποία παίζει κρίσιμο ρόλο στη μετακίνηση και τον ανεφοδισμό των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ιδιαίτερα μετά το κλείσιμο της αμερικάνικης στρατιωτικής βάσης στο Ουζμπεκιστάν το 2005. Η βάση φιλοξενεί περισσότερα από 1.000 άτομα προσωπικό και μέσω αυτής, μόνο το 2008, διακινήθηκαν 170.000 αμερικάνικο προσωπικό προς και από το Αφγανιστάν και 5.000 τόνοι εξοπλισμού. Πίσω από την απόφαση αυτή, η οποία ανακοινώθηκε στις 4 Φεβρουαρίου από τον πρόεδρο του Κιργιστάν, κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, θεωρείται ότι βρίσκεται η Ρωσία, που θέλει να αποτρέψει τη μονιμοποίηση της αμερικάνικης παρουσίας και να ενισχύσει τη δική της επιρροή στις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Τα ανταλλάγματα που πρόσφερε η Μόσχα είναι προφανώς πολύ περισσότερα από τα 18 εκατομμύρια δολάρια που πληρώνει η Ουάσιγκτον κάθε χρόνο ως ενοίκιο για τη βάση. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, η ρωσική κυβέρνηση συμφώνησε να παραχωρήσει ένα μακροπρόθεσμο δάνειο 300 εκατομμυρίων δολαρίων, να επενδύσει 1.7 δισ. στην ενεργειακή βιομηχανία του Κιργιστάν, να διαγράψει ένα χρέος 180 εκατομμυρίων δολαρίων με αντάλλαγμα μερίδιο 48% σε στρατιωτική βιομηχανία που παράγει εξαρτήματα για τορπίλες και επιπλέον να χορηγήσει οικονομική βοήθεια 150 εκατομμυρίων δολαρίων.
♦ Από κοντά και η Κίνα
Η Κίνα μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα άμεσης παρέμβασης στο αφγανικό μέτωπο, προσπαθεί όμως να αναπτύξει τις σχέσεις της με παράγοντες που έχουν πολλές πιθανότητες να παίξουν μελλοντικά σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η αναχώρηση για την Κίνα στις 8 Φεβρουαρίου αντιπροσωπείας ηγετικού επιπέδου του κόμματος Jamaat-I -Ιslami, του μεγαλύτερου ισλαμικού πακιστανικού κόμματος, ύστερα από πρόσκληση του Κινέζικου «Κομμουνιστικού» Κόμματος. Το κόμμα αυτό διατηρεί στενές σχέσεις με το Hezb-e-Islami Afghanistan, του Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ, συνιστώσα της αφγανικής αντίστασης, και με δύο ακόμη ισλαμικά κόμματα στο Αφγανιστάν, αλλά και εκτός Αφγανιστάν με ισλαμικά κινήματα και ιδιαίτερα με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στις αραβικές χώρες.
♦ Ο ρόλος του Πακιστάν
Παταγώδη αποτυχία σημείωσε η πολιτική που ακολούθησε ο Λευκός Οίκος και απέναντι στο Πακιστάν. Οι συνεχείς πιέσεις που ασκούσε για μεγαλύτερη και αποφασιστικότερη συμμετοχή του πακιστανικού στρατού στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», με στόχο την καταστολή των πακιστανών Ταλιμπάν, την εξάρθρωση των δικτύων της Αλ-Κάιντα και τη διακοπή της ροής ισλαμιστών μαχητών προς το Αφγανιστάν, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Σήμερα, υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν βρίσκονται όχι μόνο οι παραμεθόριες φυλετικές περιοχές των Παστούν, αλλά και το 80% της Κοιλάδας Swat, μέχρι πρότινος τουριστικού παράδεισου του Πακιστάν, που βρίσκεται εκτός των περιοχών αυτών, όπου επί 16 μήνες ο πακιστανικός στρατός πολεμά και δεν μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο. Οι αλλεπάλληλες επισκέψεις αμερικάνων αξιωματούχων και οι επακόλουθες συμφωνίες με την πακιστανική πλευρά δεν άλλαξαν τα δεδομένα, με μόνο αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση και τη μετατροπή του Πακιστάν από αιχμή του δόρατος κατά των Ταλιμπάν σε μέρος του προβλήματος.