«Ανθρωπος χωρίς τιμή», «σαμποταριστής», «ντρεπόμαστε για λογαριασμό του», «θλίψη», «βαρύ πλήγμα στη δημοκρατία», «άνθρωπος που δε λέει να ξεγαντζωθεί από την εξουσία». Αυτοί ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς και τα σχόλια που ακολούθησαν την (αναμενόμενη) ανακοίνωση του μέχρι πρότινος πρωθυπουργού της Γαλλίας, Μανουέλ Βαλς, ότι στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών δε θα ψηφίσει τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSF), Μπενουά Αμόν, αλλά τον «ανεξάρτητο» υποψήφιο Εμανουέλ Μακρόν. Πριν από το Βαλς, βέβαια, μια σειρά κορυφαία στελέχη του PSF, ακόμα και εν ενεργεία υπουργοί, όπως ο υπουργός Αμυνας, Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, είχαν εκφράσει την υποστήριξή τους στον Μακρόν, όμως δεν έγινε τόσος ντόρος.
Η διαφορά είναι πως ο Βαλς είχε πάρει μέρος στα προκριματικά και είχε ηττηθεί από τον Αμόν, γι' αυτό και δεσμευόταν από το «συμβόλαιο» που είχαν υπογράψει όλοι οι υποψήφιοι, ότι θα στηρίξουν μέχρι το τέλος τον υποψήφιο που θα αναδείξει η κομματική κάλπη. «Η δική μου έννοια της τιμής και της δημοκρατικής ηθικής ήταν να βάλω όλη μου την ενέργεια στην υπηρεσία της νίκης της Αριστεράς το 2012», δήλωσε δηκτικά η Μαρτίν Ομπρί, που το 2012 είχε ηττηθεί στα προκριματικά από τον Φρανσουά Ολάντ. «Το ύψιστο συμφέρον της χώρας υπερβαίνει τους κανόνες ενός κόμματος ή μιας προκριματικής εκλογής ή μιας επιτροπής», απάντησε στους επικριτές του ο Βαλς. Και ανέπτυξε τη θεωρία του: «Η στρατηγική του Αμόν οδηγεί το κόμμα σε περιθωριοποίηση», ο δεξιός Φιγιόν «πήρε όμηρο στην προεκλογική του εκστρατεία και την πολιτική του οικογένεια», ενώ ο Μακρόν είναι εκείνος που «μπορεί να μας επιτρέψει να αποσοβήσουμε μια νίκη του Εθνικού Μετώπου».
Φυσικά, όλοι αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει συμφωνία κάτω από το τραπέζι ανάμεσα στον Βαλς και τον Μακρόν. Και οι δύο το διέψευσαν. «Δεν έχω διαπραγματευθεί τίποτα και δε ζητώ τίποτα. Δεν κάνω αγώνα δρόμου, παίρνω μια υπεύθυνη θέση», δήλωσε ο Βαλς. Ο Μακρόν, αφού τον ευχαρίστησε για τη στήριξή του, απέφυγε να πάρει μέρος στην πολεμική που είχε ξεσπάσει και επανέλαβε ότι «θα είναι ο εγγυητής για μια ανανέωση προσώπων και πρακτικών». Ομως, ο ρόλος που έχουν συμφωνήσει να παίξει ο Βαλς σε μια μακρονική προεδρία είναι απ' αυτά που «γίνονται και δε λέγονται». Ο Μακρόν μπορεί να ξεχάσει τη δέσμευσή του για ανανέωση του πολιτικού προσωπικού όσο ο Βαλς ξέχασε τη δέσμευσή του ότι θα στηρίξει όποιον υποψήφιο βγάλει η primaire των σοσιαλδημοκρατών.
Το κραταιό PSF που είχε διαμορφώσει ο Μιτεράν, μαζεύοντας τις σκόρπιες σοσιαλδημοκρατικές ομάδες, φαίνεται πως βαδίζει προς το σημείο από το οποίο ξεκίνησε, αν και δεν είναι καθόλου εύκολο να το πει κανείς αυτό για ένα κόμμα που κυβέρνησε τόσες φορές τη Γαλλία από τη δεκαετία του '70 μέχρι σήμερα. Ο γραμματέας του κόμματος Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς κάλεσε «όλους τους σοσιαλιστές να ηρεμήσουν», όμως δεν υπάρχει το ηρεμιστικό για να έχει τύχη η προτροπή του. Ο κομματικός υποψήφιος Μπενουά Αμόν έρχεται πια στα γκάλοπ πέμπτος, πίσω από τον «φίλο της Ζωής» Ζαν-Λικ Μελανσόν. Παρά ταύτα, εξακολουθεί πεισματικά να καλεί τον Μελανσόν «να ενώσει τις δυνάμεις του» με τις δικές του!
Βέβαια, τα γκάλοπ και στη Γαλλία «φτιάχνουν κλίμα» και δεν «αποτυπώνουν αντικειμενικά το κλίμα». Μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ότι η δημοσκοπική καταβαράθρωση του Αμόν διευκολύνει τον Βαλς και τους υπόλοιπους της «δεξιάς πτέρυγας» του PSF να εκφράσουν την υποστήριξή τους στον Μακρόν, επισείοντας τον κίνδυνο της επικράτησης της Λεπέν. Της Λεπέν που δε διστάζει να παίξει ακόμα και το «χαρτί Πούτιν», από τον οποίο έγινε δεκτή στο Κρεμλίνο (με φωτογραφική αποτύπωση της συνάντησής τους, μάλιστα). Της Λεπέν που τα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία πρόσφατης δημοσκόπησης (του Ινστιτούτου Ifop) της δίνουν το 43% των ψήφων της εργατικής τάξης, όσο δίνουν αθροιστικά σε Μακρόν (17%), Μελανσόν (16%) και Αμόν (12%)!
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αυτά τα στοιχεία, δεν υπάρχει αμφιβολία όμως, ότι η γαλλική εργατική τάξη δε βρίσκεται σε καλύτερη θέση (από ταξική-πολιτική άποψη) απ' ό,τι η ελληνική. Στο βαθμό που εγκλωβίζεται στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, παραδέρνει ανάμεσα σε υποψήφιους που συναγωνίζονται στο ποιος θα παρουσιάσει το πιο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα.








