Καθώς έβλεπα τον πανύψηλο (σχεδόν 1,90) Ραμαντάν Σάλαχ, τον γενικό γραμματέα της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, να διασχίζει το αμφιθέατρο όπου διεξαγόταν το Αραβο-Διεθνές Συνέδριο για το Δικαίωμα της Επιστροφής ή το τεράστιο λόμπι του φαραωνικού τύπου «Ebla Cham Pa- lace» της Δαμασκού, περιστοιχιζόμενος από τους πάντα ανήσυχους φρουρούς του, σκεφτόμουν πόσο μεγάλο δέλεαρ είναι γι’ αυτά τα νέα παιδιά (ο μεγαλύτερός τους δεν πρέπει να περνούσε τα 28), που σίγουρα έχουν μεγαλώσει σε κάποιον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό, τα 5 εκατομμύρια δολάρια με τα οποία έχει επικηρύξει το FBI τον ηγέτη τους. Βέβηλη σκέψη, αναμφισβήτητα, όταν αναφέρεσαι σε κινήματα σαν το Παλαιστινιακό και σε αγωνιστές αποφασισμένους να δώσουν τη ζωή τους για τη λευτεριά.
Δεν είναι, όμως, καθόλου βέβηλο να αναρωτιέσαι, τι είναι αυτό που έκανε έναν ανερχόμενο καθηγητή στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα να παρατήσει μια λαμπρή καριέρα και μπόλικα λεφτά και να αναλάβει τη θέση του γενικού γραμματέα μιας οργάνωσης όπως η ΠΙΤ, γνωρίζοντας ότι θα ζει για το υπόλοιπο της ζωής του κυνηγημένος, με το θάνατο να καραδοκεί σε κάθε του βήμα. Σίγουρα δεν είναι ο θρησκευτικός φανατισμός, όπως θέλει να παρουσιάζει τα πράγματα η βρόμικη προπαγάνδα της Δύσης. Αν για το φτωχό Παλαιστίνιο της Γάζας ή της Δυτικής Οχθης το να πολεμά ενάντια στη σιωνιστική κατάκτηση μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο καθήκον, για προσωπικότητες σαν τον «ντοκτόρ Ραμαντάν», όπως τον αποκαλούν οι Παλαιστίνιοι, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Οταν στελέχη της Φάταχ έχουν γίνει βιομήχανοι (που πωλούν τσιμέντο στους Σιωνιστές για να χτιστεί το τείχος) και άλλα στελέχη υπηρετούν διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όταν στην παλαιστινιακή διασπορά (και στη χώρα μας, όπου ζουν μερικές χιλιάδες Παλαιστίνιοι), μπορεί κάποιος να βρει χιλιάδες συμβιβασμένους με τη βόλεψή τους Παλαιστίνιους, με συμπεριφορές στον αντίποδα αυτής του Σάλαχ (και άλλων αγωνιστών), το φωτεινό παράδειγμα τέτοιων προσωπικοτήτων αναδεικνύεται περισσότερο. Είναι αυτό το παράδειγμα που έχει κάνει ανθρώπους σαν τον Ρ. Σάλαχ σεβα- στούς σε όλο το φάσμα των απλών ανθρώπων της Παλαιστίνης και της παλαιστινιακής διασποράς, ακόμη και όταν δεν συμφωνούν μαζί τους ή θεωρούν τις απόψεις τους «ακραίες» και «μη ρεαλιστικές» (οι χαρακτηρισμοί προέρχονται από συζητήσεις με Παλαιστίνιους, δεν είναι δικά μας συμπεράσματα). Οπως είχαμε γράψει και στις ανταποκρίσεις μας από τη Γάζα, τον ίδιο γενικό σεβασμό διακρίναμε και απέναντι στον Χάλεντ ελ-Μπατς, τον πολιτικό καθοδηγητή της ΠΙΤ στην πολιορκημένη Γάζα.
Δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα να συναντήσεις ηγετικά στελέχη της Παλαιστινιακής Αντίστασης όπως ο Σάλαχ. Οχι γιατί είναι ή το παίζουν ψηλομύτηδες (το αντίθετο διακρίναμε στην προσωπική μας επαφή και μ’ αυτόν και με τον Χάλεντ Μισάλ της Χαμάς), αλλά λόγω των μέτρων ασφάλειας που είναι αναγκασμένοι να παίρνουν. Η συμμετοχή μας στην αποστολή που έσπασε τον αποκλεισμό της Γάζας τον περασμένο Αύγουστο ήταν το ασφαλέστερο διαβατήριο γι’ αυτές τις συναντήσεις. Μας θεωρούν πια Παλαιστίνιους, δικούς τους ανθρώπους και οι συναντήσεις μας ξεφεύγουν από το πλαίσιο της συνήθους εθιμοτυπίας. Το πρώτο αντάμωμά μας έγινε τυχαία στην είσοδο του ξενοδοχείου, την ώρα που έφευγε βιαστικά (όλες οι μετακινήσεις τους είναι βιαστικές, σχεδόν τρέχοντας). «Θα τα πούμε αύριο, εδώ γύρω θα είμαι», ήταν η απάντησή του, ενώ γύρισε χαμογελαστός σε έναν από τους συνοδούς του και του είπε: «Να το θυμάσαι». Πλησίαζε το μεσημέρι της επομένης και δεν τον είχαμε δει. Είδαμε, όμως, κάποιους από τη φρουρά του να κάθονται δήθεν αδιάφοροι σ’ ένα σαλόνι του 5ου ορόφου του τεράστιου ξενοδοχείου. Τους πλησιάσαμε, τους είπαμε ποιοι είμαστε, μας ζήτησαν ευγενικά να καθήσουμε, ένας εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα και σ’ ένα λεπτό ξαναβγήκε για να μας πει «σε πέντε λεπτά». Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, αφού αφήσαμε στα ευγενικά αυτά παιδιά τις τσάντες και τα κινητά μας, καθόμασταν με τον Βαγγέλη Πισσία απέναντι στον Ραμαντάν Σάλαχ. Μας υποδέχτηκε πολύ ζεστά, ακύρωσε κάποια ραντεβού και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική συζήτηση οι τρεις μας, στα αγγλικά, για πάνω από μια ώρα, η οποία ξεκίνησε μ’ ένα καλαμπούρι. Τον καλέσαμε στην Ελλάδα! Εσκασε στα γέλια. «Θα το ήθελα, αλλά ξέρετε ότι είναι αδύνατο». Και μεις το ξέραμε, και ελπίζουμε να μην αργήσει η στιγμή που τέτοιες προσκλήσεις θα μπορούν να γίνουν πράξη.
Ο συνομιλητής μας δείχνει φανερά κουρασμένος. Μιλά με χαμηλή φωνή, αλλά με πάθος και χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Ο λόγος του είναι βαθύτατα πολιτικός, χωρίς ίχνος θρησκευτικής αναφοράς, ενώ ούτε στιγμιαία δεν σχηματίσαμε την εντύπωση ότι συναντήθηκε μαζί μας για να μας παραδώσει μια «προκάτ» διάλεξη σχετικά με τις θέσεις της οργάνωσής του. Συζητήσαμε, με ό,τι σημαίνει αυτή η λέξη στα ελληνικά. Δυστυχώς, ο χώρος δεν επιτρέπει τη μεταφορά ολόκληρης της συζήτησης. Περιοριζόμαστε, λοιπόν, στη μεταφορά βασικών σημείων, που θα επιτρέψουν να σχηματιστεί μια πληρέστερη άποψη για τη θέση της ΠΙΤ στο Παλαιστινιακό Κίνημα Αντίστασης.
Από την αρχή ακόμη, ο Ρ. Σάλαχ εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την πορεία της Αντίστασης. «Αυτά που περνούσαμε από τη Φάταχ, τα περνάμε τώρα από τη Χαμάς. Οταν ρίχναμε ρουκέτες, έρχονταν οι άνθρωποι της Φάταχ και μας άρχιζαν την κουβέντα, ότι κάνουμε κακό στην υπόθεσή μας και άλλα τέτοια. Τώρα έρχονται οι άνθρωποι της Χαμάς και μας λένε τα ίδια κι αν επιμένουμε μπορεί να μας βάλουν και φυλακή».
«Μήπως τα λέτε αυτά, λόγω του πολιτικού σας ανταγωνισμού με τη Χαμάς;», τον προβοκάρω, συμπληρώνοντας ότι «η Χαμάς δεν έχει αποκηρύξει καμιά από τις επιθέσεις της Αντίστασης». «Πράγματι, έτσι είναι, δεν έχει αποκηρύξει την Αντίσταση», απαντά, «όμως ο κόσμος δεν ξέρει ποια ακριβώς είναι η σχέση ανάμεσα στις οργανώσεις. Η Χαμάς διακήρυξε ότι είναι έτοιμη να υπογράψει εκεχειρία για 10 χρόνια, χωρίς να ρωτήσει κανέναν μας. Εδώ στη Δαμασκό μένουμε και οι δύο, αλλά ο Χάλεντ (σ.σ. Μισάλ, ο ηγέτης της Χαμάς) δεν με ενημέρωσε. Να πεις θα κάνω ανακωχή για 6 μήνες το καταλαβαίνω, αλλά 10 χρόνια; Τι μπορεί να γίνει σ’ αυτό το διάστημα; Εμείς δεν υπογράψαμε την ανακωχή, αλλά δηλώσαμε ότι θα τη σεβαστούμε στο βαθμό που οι Σιωνιστές σταματήσουν τις στοχευμένες ενέργειές τους ενάντια στους μαχητές της Αντίστασης. Δείτε τώρα τι γίνεται, η Χαμάς απαντά με ρουκέτες στις ισραηλινές επιχειρήσεις.
Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, αυτό που λέγαμε εμείς, ότι η εκεχειρία είναι χωρίς περιεχόμενο».
Η κουβέντα έρχεται στις σχέσεις των δυο οργανώσεων. Ο Ρ. Σάλαχ μιλά με πικρία, αλλά χωρίς οργή για το παρελθόν. Μιλά για βρόμικο πόλεμο όχι μόνο από τους Σιωνιστές και τους Αμερικανούς, αλλά ακόμη και από τη Χαμάς. «Εφτασαν στο σημείο να λένε ότι είμαστε Σιίτες, για να μας αποκόψουν από τους αδελφούς μας στην Παλαιστίνη. Ενώ ήξεραν πολύ καλά ποιοι ήμασταν και τι ρόλο παίξαμε στο ξεκίνημα της πρώτης Ιντιφάντα. Αλλωστε, η ΠΙΤ ιδρύθηκε πριν τη Χαμάς (σ.σ. αυτό είναι αληθές: η ΠΙΤ ιδρύθηκε το 1981 και άρχισε τις αντάρτικες επιχειρήσεις της το 1984, ενώ η Χαμάς ιδρύθηκε το 1988). Υπήρχε και κόσμος που λόγω του ονόματός μας πάθαινε σύγχυση μπερδεύοντάς μας με άλλες οργανώσεις, έξω από την Παλαιστίνη, που έχουν το όνομα Ισλαμική Τζιχάντ. Αλλά όλα αυτά είναι παρελθόν, σημασία έχει τι γίνεται τώρα. Τώρα, λοιπόν, οι αδελφοί μας της Χαμάς δείχνουν την ίδια αρχομανία με τη Φάταχ. Δικό μας σκοπός δεν είναι να κυβερνήσουμε, δικός μας σκοπός είναι μόνο να απελευθερώσουμε την Παλαιστίνη. Γι’ αυτό και μας ενδιαφέρει μόνο η πορεία της Αντίστασης, τίποτε άλλο».
Αναφερόμαστε στη σύγκρουση μεταξύ Χαμάς και Φάταχ στη Γάζα. Η εκτίμησή του είναι πως η Χαμάς σωστά στράφηκε ενάντια στη διαφθορά, αλλά δεν έπρεπε να σηκώσει όπλα ενάντια σε αδερφούς. Επρεπε να λύσει το πρόβλημα ενωτικά, αλλά έπεσε στην παγίδα του Αμπού Μάζεν (σ.σ. έτσι αποκαλούν οι Παλαιστίνιοι τον Μαχμούντ Αμπάς) και αυτή είχε μεγαλύτερο κόστος απ’ αυτή τη σύγκρουση. «Εμείς προσφερθήκαμε να μεσολαβήσουμε», σημειώνει, «όμως ούτε η Φάταχ ούτε η Χαμάς δείχνουν τέτοια διάθεση».
Εκείνο, όμως, που ανησυχεί περισσότερο την ΠΙΤ είναι η κυοφορία ενός νέου σχεδίου «λύσης» του Παλαιστινιακού. «Σαουδάραβες και Αιγύπτιοι», λέει ο Ρ. Σάλαχ, «με όργανό τους τον Αμπού Μάζεν, έχουν ετοιμάσει ένα νέο σχέδιο και θα το πουλήσουν στον Ομπάμα, ο οποίος νομίζω ότι θα το αγοράσει. Το πρόβλημα της Αλ-Κουντς (σ.σ. Ιερουσαλήμ) το έχουν ξεπεράσει. Ο Αμπού Μάζεν είναι έτοιμος να δεχτεί ένα μικρό κομμάτι της ιστορικής Αλ-Κουντς και το υπόλοιπο να μείνει στους Σιωνιστές, οι οποίοι θα εμφανιστούν σαν να κάνουν τη μεγάλη υποχώρηση. Οι Σιωνιστές θα πάρουν μεγάλα κομμάτια της Δυτικής Οχθης, όλα τα εδάφη γύρω από τους εποικισμούς, και θ’ αφήσουν σε εμάς μόνο το 54% της Δυτικής Οχθης.
Σε αντιστάθμισμα θα δώσουν εδάφη στην έρημο, ανατολικά της Γάζας! Και θα γίνουν και σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών. Οπως καταλαβαίνετε, αυτό θα είναι χειρότερο και από το Οσλο, σε μια τέτοια παγίδα θέλουν να μας ρίξουν, όμως το μόνο που ενδιαφέρει τον Αμπού Μάζεν είναι να ονομάζεται πρόεδρος της Παλαιστίνης. Χτες ο Αμπού Μάζεν διακήρυξε ότι ανακηρύσσεται πρόεδρος του μελλοντικού Παλαιστινιακού Κράτους. Με ρώτησε το πρωί ένα από τα παιδιά», λέει γελώντας, αναφερόμενος σε κάποιον από τη φρουρά του, «τι σημαίνει αυτό που διακήρυξε ο Αμπού Μάζεν. Του απάντησα ότι είναι σαν τις διακηρύξεις που κάνει ο τρελός του χωριού. Είναι σαν να βγω εγώ και να διακηρύξω ότι ιδρύω την Αυτοκρατορία της Παλαιστίνης και είμαι ο αυτοκράτορας, τέτοια αξία έχει η διακήρυξη του Αμπού Μάζεν».
Μαντεύοντας το ερώτημά μας, σπεύδει να συμπληρώσει: «Η Χαμάς απέρριψε αυτό το σχέδιο και τώρα ο Αμπού Μάζεν εκβιάζει με εκλογές, λες και αυτό που λείπει από την Παλαιστίνη είναι οι εκλογές και όχι η Αντίσταση. Ποιο πρόβλημα θα λύσουν οι εκλογές; Κανένα. Ομως, και εκλογές να κάνει, τα πράγματα δεν πρόκειται να εξελιχθούν όπως θέλει ο Αμπού Μάζεν».
«Αυτή τη φορά θα πάρετε μέρος στις εκλογές;», τον ρωτάμε. «Εκείνο που μάλλον θα κάνουμε», απαντά, «είναι να καλέσουμε το λαό να ψηφίσει τη Χαμάς. Υποψήφιους αποκλείεται να κατεβάσουμε». «Είναι ζήτημα αρχών;», επιμένουμε. «Δεν είναι ζήτημα ιδεολογικών αρχών, είναι ζήτημα πολιτικών αρχών», απαντά. «Τι νόημα έχουν οι εκλογές σε ένα ανύπαρκτο κράτος; Η μεγάλη παγίδα του Οσλο είναι η δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής. Δημιούργησαν ένα κράτος-φάντασμα για να ρίξουν πίσω την Αντίσταση, για να μη διεκδικήσει ο παλαιστινιακός λαός την πραγματική εθνική του αποκατάσταση. Εμείς δεν θέλουμε καμιά συμμετοχή σ’ αυτές τις διαδικασίες, δεν είναι δημοκρατία αυτές οι διαδικασίες. Θέλουμε όλη η προσοχή μας και η δική μας και του λαού μας να εστιάζεται αποκλειστικά στην Αντίσταση».
«Και τι θα γίνει με τους πρόσφυγες;», ρωτάμε. Προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του, απαντά: «Ποιους πρόσφυγες; Το ζήτημα των προσφύγων το έχει πουλήσει ο Αραφάτ με το Οσλο. Γι’ αυτό εμείς λέμε ότι μόνο η Αντίσταση έχει νόημα. Μόνο με τη νίκη της Αντίστασης μπορεί να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στη γη τους. Η σημερινή είναι περίοδος που πρέπει να ενταθεί η Αντίσταση. Η αμερικάνικη στρατηγική στη Μέση Ανατολή έχει ηττηθεί, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της Αντίστασης στο Λίβανο. Η οικονομική κρίση τους δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Δεν τους είναι τόσο εύκολο να χρηματοδοτήσουν τη στρατηγική τους».
Θέλαμε να συζητήσουμε πολλά ακόμη με το συνομιλητή μας, όμως οι συνεργάτες του του υπενθύμιζαν διαρκώς κάποιο άλλο ραντεβού που ήδη είχε παραβιάσει. Ετσι, πήραμε εμείς την πρωτοβουλία να τερματίσουμε τη συζήτηση, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για κάποια άλλη φορά.
Ο Ραμαντάν Αμπντουλάχ Μοχάμεντ Σάλαχ γεννήθηκε σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Γάζα το Γενάρη του 1958. Το 1967, όταν η Γάζα καταλήφθηκε από τους Σιωνιστές, η οικογένειά του πήρε το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αίγυπτο. Εκεί τέλειωσε το σχολείο, σπούδασε Οικονομικά και έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στην Αγγλία. Εκεί έκανε και το διδακτορικό του στα Διεθνή Οικονομικά και τις Τραπεζικές Υποθέσεις.
Δίδαξε σε πανεπιστήμια της Βρετανίας και της Αιγύπτου και το 1991 προσκλήθηκε ως επισκέπτης καθηγητής και άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, στην Τάμπα, ενώ παράλληλα συμμετείχε στο «Ιδρυμα Παγκόσμιων και Ισλαμικών Σπουδών», που είχε ιδρύσει ο καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο Σάμι αλ-Αριαν.
Την άνοιξη του 1995, αναχώρησε από τις ΗΠΑ λέγοντας στους συναδέλφους του ότι πηγαίνει να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα του και να κάνει έρευνα για ένα βιβλίο σχετικό με τις ισλαμικές τραπεζικές υποθέσεις. Λίγους μήνες αργότερα, πράκτορες της Μοσάντ δολοφόνησαν στη Μάλτα τον καθηγητή Φάθι Σικάκι, γενικό γραμματέα της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ. Η οργάνωση ανακοίνωσε ότι νέος γενικός γραμματέας της εκλέχτηκε ο Δρ Ραμαντάν Σάλαχ.
Στις ΗΠΑ ξέσπασε σάλος. Το FBI ποτέ δε μπόρεσε να χωνέψει ότι είχε κάτω από τη μύτη του ηγετικό στέλεχος μιας από τις πιο επικίνδυνες «τρομοκρατικές» οργανώσεις. Μολονότι οι συνάδελφοί του στο πανεπιστήμιο δήλωναν ότι ποτέ δεν άκουσαν τον Σάλαχ να κάνει «ακραίο» ή «τρομοκρατικό» κήρυγμα, αλλά μόνο να αναπτύσσει φιλανθρωπικό έργο για τους δοκιμαζόμενους Παλαιστίνιους, το FBI συνέλαβε τον καθηγητή Αλ-Αριαν και άλλα στελέχη του Ιδρύματος που διηύθυνε και τους κατηγόρησε ως στελέχη της ΠΙΤ, μαζί με τον απόντα Σάλαχ. Ενα μήνα αργότερα, ο Σάλαχ επικηρύχτηκε μαζί με άλλα στελέχη του Πολιτικού Γραφείου της ΠΙΤ.
Το διαδίκτυο είναι γεμάτο από δημοσιεύματα αμερικάνικης και ισραηλινής προέλευσης σχετικά με τη δράση του Σάλαχ, τα οποία δε μπορεί να πάρει κανείς τοις μετρητοίς. Στη δίκη που έγινε στη Φλόριντα, πάντως, το FBI παρουσίασε ένα fax με ημερομηνία 21 Μάρτη του 1995, στο οποίο ο Σάλαχ φέρεται να γράφει από τις ΗΠΑ στον μέντορά του Φάθι Σικάκι: «Το να τριγυρίζεις σ’ αυτή τη χώρα ή να διαμένεις σ’ αυτή, μετατρέπει τον άνθρωπο σε τέρας». Ισως να είναι αληθινό. Ισως ο 37χρονος τότε Ραμαντάν να μην άντεχε άλλο τη διπλή ζωή στις ΗΠΑ και να ήθελε να πάρει άμεσα μέρος στον αγώνα. Ουδείς γνωρίζει πού ήταν το εξάμηνο που μεσολάβησε από την αναχώρησή του από τις ΗΠΑ μέχρι τη δολοφονία του Σικάκι. Από τον Οκτώβρη του 1995 είναι ο γενικός γραμματέας της ΠΙΤ και κάθε άνθρωπος που αγαπά την ελευθερία σε όλο τον κόσμο ελπίζει να μη καταφέρουν οι Σιωνιστές να τον εξοντώσουν, γιατί τέτοιοι αγωνιστές είναι πολύτιμο κεφάλαιο για την Παλαιστινιακή Αντίσταση.