Κλιμακώνεται ο πόλεμος στη Συρία μετά και την απόφαση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού να αποδεσμευτεί από το σχέδιο κατάπαυσης του πυρός των έξι σημείων που προωθεί ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ως εκπρόσωπος του ΟΗΕ και του Αραβικού Συνδέσμου, και να κηρύξει, όπως ανακοίνωσε το περασμένο Σαββατοκύριακο, σφοδρή αντεπίθεση εναντίον του κυβερνητικού στρατού. Από την άλλη, το καθεστώς Ασαντ, σε μια υποτιθέμενη χειρονομία καλής θέλησης, έδωσε στις 5 Ιουνίου για πρώτη φορά άδεια σε μέλη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, να μπουν στη Συρία και να εγκατασταθούν αρχικά σε τέσσερις πόλεις που έχουν πληγεί σκληρά από τον πόλεμο, τις Χομς, Ντεράα, Ιντλίμπ και Ντέιρ Αζόρ. Μια μέρα αργότερα, ανακοίνωσε την τοποθέτηση του πρώην υπουργού Γεωργίας Ριγιάντ Χιτζάμπ ως πρωθυπουργού με την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 7ης Μαΐου.
Παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη σκληρό παζάρι ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους ισχυρούς δυτικούς εταίρους τους από την μια και τη Ρωσία με την Κίνα από την άλλη. Παρά τις απώλειες που υφίσταται ο κυβερνητικός στρατός, το καθεστώς Ασαντ αντέχει, έχοντας τη διπλωματική στήριξη στον ΟΗΕ της Ρωσίας και της Κίνας και όπλα από τη Ρωσία και το Ιράν. Από την άλλη, το αποκαλούμενο Εθνικό Συριακό Συμβούλιο, ένα συνονθύλευμα πολιτικών παραγόντων, κυρίως από το εξωτερικό, διαπλεκόμενων με δυτικές κυβερνήσεις, έχει περιορισμένη πολιτική επιρροή στο εσωτερικό της Συρίας. Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός, η ηγεσία του οποίου έχει την έδρα της στην Τουρκία, αποτελείται από διάσπαρτες αντάρτικες ομάδες, που δρουν εν πολλοίς αυτόνομα, χωρίς σοβαρή συνοχή και κεντρική στρατιωτική διοίκηση, χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με το Εθνικό Συριακό Συμβούλιο, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό τακτικό στρατό με αεροπλάνα και τανκς. Αυτό σημαίνει ότι οι Αμερικάνοι και οι λοιποί άραβες και δυτικοί εταίροι τους δεν μπορούν να στηριχτούν σοβαρά πάνω του και να του προσφέρουν απλόχερη και χωρίς όρους οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
Τα δεδομένα αυτά δίνουν τη δυνατότητα στη Ρωσία και στην Κίνα να μην υποκύπτουν στις πιέσεις που δέχονται για να σκληρύνουν τη στάση τους στην κρίση της Συρίας και να εμμένουν στις θέσεις τους. Στις 3 Ιουνίου, ο ρώσος πρόεδρος συναντήθηκε στη Πετρούπολη με το Χέρμαν Βαν Ρομπάι, πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και το Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίοι, μετά τις συνομιλίες τους με τον Πούτιν, δήλωσαν: «Συμφωνούμε πλήρως ότι το σχέδιο Ανάν ως σύνολο προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία για να σπάσει ο κύκλος της βίας στη Συρία και να αποφευχθεί ένας εμφύλιος πόλεμος. Είναι ανάγκη να συνδυάσουμε τις προσπάθειές μας για να συμβεί αυτό». Μια μέρα νωρίτερα, η Χίλαρι Κλίντον είχε ζητήσει από τον Πούτιν να εγκρίνει άμεσα την αλλαγή του καθεστώτος στη Συρία. Η απάντηση δόθηκε λίγο αργότερα, κατά την τριήμερη επίσκεψη του Πούτιν στην Κίνα 5-7 Ιουνίου, στην ατζέντα της οποίας ήταν η κρίση της Συρίας, το ζήτημα του Ιράν, η συνεργασία γενικότερα στην εξωτερική πολιτική, το διμερές εμπόριο και η ενεργειακή συνεργασία. Οπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, «στο ζήτημα της Συρίας, η θέση και των δύο πλευρών είναι καθαρή σε όλους, πρέπει να μπει άμεσα τέλος στη βία και να ξεκινήσει η διαδικασία πολιτικού διαλόγου όσο το δυνατόν συντομότερα. Και οι δύο πλευρές είναι αντίθετες στην εξωτερική επέμβαση στη Συρία και στην αλλαγή του καθεστώτος με τη βία» Και ο κινέζος πρεσβευτής στον ΟΗΕ συμπλήρωσε: «Δεν έχουμε πρόθεση να προστατεύσουμε κάποιον εναντίον κάποιου άλλου. Αυτό που πραγματικά θέλουμε να δούμε είναι ότι μπορεί να περιφρουρηθεί η κυριαρχία αυτής της χώρας και η τύχη της να μπορεί να είναι στα χέρια του συριακού λαού». Η Ρωσία θέλει να διατηρήσει τα στρατηγικά της συμφέροντα στη Συρία και η Κίνα φοβάται τη διάχυση της βίας από τη Συρία σε γειτονικές χώρες και την αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, που θα πλήξει σοβαρά την εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων οικονομία της. Θέλουν επίσης και οι δύο να βάλουν φρένο στην πρακτική της κατευθυνόμενης από τη Δύση «αλλαγής καθεστώτων» μη αρεστών για οικονομικούς και γεωπολιτι- κούς λόγους.
Παρά τη στήριξη που έχουν προσφέρει μέχρι τώρα η Ρωσία και η Κίνα στο καθεστώς Ασαντ, είναι φανερό ότι αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται με τους ανταγωνιστές τους ιμπεριαλιστές την τύχη του σύρου προέδρου, ο οποίος εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποτελεί μέρος της μεταβατικής πολιτικής λύσης που αναζητείται, μιας πολιτικής λύσης από τις γραμμές του καθεστώτος. Μια λύση τύπου Υεμένης (ασυλία στο δικτάτορα Αλί Σάλεχ και διάδοχος του ο αντιπρόεδρος και μοναδικός υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές-παρωδία), την οποία μάλιστα ο Ομπάμα έχει χαρακτηρίσει υπόδειγμα για ανάλογες περιπτώσεις αλλαγής καθεστώτων. Ομως στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη Συρία, δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει αποδεχτή μια τέτοια λύση, όχι τόσο από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, όσο από ένα μεγάλο τμήμα του λαού που θρηνεί χιλιάδες νεκρούς και κατεστραμμένες ζωές και από διάφορες ένοπλες αντάρτικες ομάδες που δεν είναι εύκολο να τεθούν υπό έλεγχο και να αφοπλιστούν. Γι αυτό και δεν μπορεί να προβλέψει κανείς αν και πότε μπορεί να βρεθεί μια αποδεκτή μεταβατική πολιτική λύση. Στο μεταξύ, ο εμφύλιος πόλεμος θα κλιμακώνεται και μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά μακρύς και αιματηρός, με άμεσο και ορατό τον κίνδυνο να επεκταθεί η βία στην ευρύτερη περιοχή.