Τα 17 της χρόνια έκλεισε πριν από μερικές μέρες η αμερικάνικη εισβολή στο Αφγανιστάν και οι Αμερικάνοι δεν έχουν πετύχει κανέναν από τους διακηρυγμένους στόχους τους. Αντίθετα, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έχει μετατραπεί σε ένα βάλτο για τα αμερικάνικα στρατεύματα κατοχής. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να φύγουν από τη χώρα, δεν μπορούν να σταματήσουν τον πόλεμο, αλλά δεν μπορούν και να νικήσουν τους Ταλιμπάν.
Τον περασμένο Απρίλη, οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν την καθιερωμένη εαρινή επίθεση ενάντια στον αμερικάνικο στρατό, στους ντόπιους συνεργάτες του και στην κυβέρνηση της Καμπούλ, ενώ η αμερικάνικη κυβέρνηση παραδέχεται ότι αυτοί ελέγχουν ή έχουν ισχυρή παρουσία στο 60% της χώρας, όπου ζει το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της, χωρίς βέβαια σε αυτές τις περιοχές να βρίσκονται τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ο αφγανός πρόεδρος Ασράφ Γκανί παρουσίασε τον περασμένο Φλεβάρη ένα σχέδιο ειρήνευσης, προσφέροντας στους Ταλιμπάν άμεση κατάπαυση του πυρός και καλώντας τους σε συνομιλίες άνευ όρων. Η συγκεκριμένη κίνηση της αφγανικής κυβέρνησης δεν έγινε χωρίς τη συγκατάθεση των Αμερικάνων, που από τον περασμένο Αύγουστο ακολουθούν μια επιθετική στρατηγική ενάντια στους Ταλιμπάν, ενισχύοντας τις δυνάμεις τους στο Αφγανιστάν με 3.000 επιπλέον στρατιώτες, και αναθεωρώντας τους κανόνες εμπλοκής των «αντιτρομοκρατικών» τους δυνάμεων, των οποίων έλυσαν τα χέρια. Παράλληλα, ζήτησαν από τους νατοϊκούς τους συμμάχους μεγαλύτερη εμπλοκή στον πόλεμο.
Η αύξηση της αμερικάνικης επιθετικότητας δεν έφερε, παρολαυτά, τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, οι θάνατοι αμάχων αυξήθηκαν δραματικά όχι μόνο από τις επιθέσεις των Ταλιμπάν αλλά και από τις επιχειρήσεις των νατοϊκών στρατευμάτων.
Η αμερικάνικη εισβολή στο Αφγανιστάν έχει εξελιχθεί σε ένα πεδίο εκπαίδευσης του αμερικάνικου στρατού και δοκιμής καινούργιων, όλο και πιο θανατηφόρων όπλων. Σύμφωνα με δηλώσεις του αμερικάνου γερουσιαστή των Ρεπουμπλικάνων Ραντ Πολ, η κυβέρνηση Τραμπ έχει αποφασίσει να περιορίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις και να δει πώς θα απεμπλακεί σταδιακά από τον πόλεμο. Η τωρινή προσπάθεια των Αμερικάνων να απεμπλακούν από τον πόλεμο δεν είναι η πρώτη. Στο παρελθόν προσπάθησαν ξανά να φύγουν από τη χώρα, μειώνοντας στο ελάχιστο την παρουσία των στρατιωτικών τους δυνάμεων εκεί, χωρίς όμως να πετύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η αδυναμία της αφγανικής κυβέρνησης να αποτελέσει έναν ισχυρό πόλο εξουσίας χωρίς την αμερικάνικη παρουσία στη χώρα και η κατάσταση πλήρους διάλυσης που παρουσιάζει ο κυβερνητικός στρατός, στον οποίον στόχευαν να μεταβιβάσουν το έργο της καταπολέμησης των Ταλιμπάν, παρά τα τεράστια κονδύλια που έχει ρουφήξει, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας στους Αμερικάνους. Το κενό εξουσίας που θα άφηναν την επόμενη της φυγής τους από τη χώρα, θα το γέμιζαν αυτομάτως οι Ταλιμπάν, που σύμφωνα με τους αμερικάνικους υπολογισμούς διαθέτουν δεκάδες χιλιάδες μαχητές και ακόμα περισσότερους συμπαθούντες.
Η φυγή των Αμερικάνων από το Αφγανιστάν δε θα άφηνε μόνο τη χώρα στα χέρια των Ταλιμπάν, αλλά και το πεδίο ανοιχτό για το Ιράν και τη Ρωσία, να εδραιώσουν την εμπλοκή τους στη χώρα.
Η αμερικάνικη εισβολή έχει βαλτώσει τελειωτικά κι αυτό έχει γίνει πλήρως αντιληπτό από τα αμερικάνικα κυβερνητικά κλιμάκια, έχοντας εξελιχτεί σε άλλη μια τεράστια αστοχία της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν κερδίζεται και δε σταματάει μονόπλευρα. Εδώ και καιρό τα αμερικάνικα think tanks υποστηρίζουν ότι μόνο οι απευθείας συνομιλίες με τους Ταλιμπάν θα σώσουν την κατάσταση για τις εξαντλημένες από τον πόλεμο ΗΠΑ. Οι Ταλιμπάν έχουν τοποθετήσει πέντε από τα κορυφαία στελέχη τους στο γραφείο που διατηρούν στη Ντόχα του Κατάρ, ενισχύοντας τις εκτιμήσεις πολλών δυτικών αναλυτών ότι οι Αμερικάνοι είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν απευθείας διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν.
Αυτή την εκτίμηση την ενισχύει η δήλωση του διοικητή των αμερικάνικων δυνάμεων στο Αφγανιστάν, Οστιν Μίλερ, ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί με στρατιωτικούς όρους και πως η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μια πολιτική λύση που θα συμπεριλαμβάνει και τους Ταλιμπάν. Η δήλωση αυτή έρχεται μόλις λίγες μέρες μετά από μια υψηλών επιχειρησιακών απαιτήσεων επίθεση των Ταλιμπάν στην Κανταχάρ, σε συνάντηση μεταξύ ντόπιων πολέμαρχων και κυβερνητικών στελεχών, παρουσία και του Μίλερ, από την οποία σκοτώθηκαν ένας από τους πιο ισχυρούς πολέμαρχους της περιοχής και ένας τοπικός διοικητής της αφγανικής αντικατασκοπείας. Η αμερικάνικη κυβέρνηση επέλεξε να υποβαθμίσει το γεγονός, κάνοντας λόγο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πολέμαρχων, παρά το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν ανέλαβαν την ευθύνη της επίθεσης. Μόνο τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη οι Ταλιμπάν σκότωσαν περισσότερους από 1.000 στρατιώτες και στελέχη του αφγανικού στρατού.
Το βάλτωμα της αμερικάνικης επέμβασης αφήνει περιθώρια για διεύρυνση της ρωσικής πολιτικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν. Τον περασμένο Οκτώβρη, ο πρώην πρόεδρος της χώρας Χαμίντ Καρζάι δήλωσε μέσω του Τουίτερ ότι αντιτίθεται σε οποιαδήποτε συμφωνία για πολιτική λύση στον πόλεμο χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν, ενώ μετά από λίγες μέρες ήταν ένας από τους βασικούς συμμετέχοντες σε ένα συνέδριο για την «ειρήνη» στο Αφγανιστάν που έγινε με επίσημη παρουσία των Ταλιμπάν στη Μόσχα.
Ο πόλεμος που ακολούθησε την επέμβαση αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα πάρτι εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αμερικάνικη πολεμική βιομηχανία, που οδήγησε το αμερικάνικο κράτος στην αύξηση του δανεισμού του. Το κόστος της εκπαίδευσης του αφγανικού στρατού, που έγινε από αμερικάνους εργολάβους, έφτασε τα 107 δισ. δολάρια, ενώ κάθε χρόνος παραμονής των αμερικάνικων στρατευμάτων κατοχής στη χώρα ρουφάει από τα αμερικάνικα κρατικά ταμεία περίπου 45 δισ. δολάρια. Είναι περιττό να αναφέρουμε ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο αυτού του πολέμου. Η διαφαινόμενη πολιτική λύση, που θα δώσει τέλος στην αμερικάνικη στρατιωτική επέμβαση (όχι όμως και στην ιμπεριαλιστική επέμβαση γενικά), αφήνει πίσω της μια ρημαγμένη χώρα και ένα λαό βυθισμένο στην εξαθλίωση, που κοιτάει πώς θα δραπετεύσει προς τη Δύση.