Στο δίλημμα αυτό συνοψίζεται η πολιτική της κυβέρνησης του Λιβάνου απέναντι στους Ιρακινούς που καταφεύγουν ως πρόσφυγες στο Λίβανο, όπως καταγγέλλει το «Παρατηρητήριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα (Human Rights watch)» σε σχετική έκθεση, 66 σελίδων, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 4 Δεκεμβρίου.
Ολοι οι Ιρακινοί που εγκαταλείπουν το κεντρικό και το νότιο Ιράκ και ζητούν καταφύγιο στο Λίβανο ή οπουδήποτε αλλού στη Μέση Ανατολή αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες από την Υπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ. Ομως ο Λίβανος δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη του 1951 για τους Πρόσφυγες και συνεπώς δεν δεσμεύεται να αναγνωρίσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τους Ιρακινούς ως πρόσφυγες. Ετσι λοιπόν, οι αρχές του Λιβάνου αντιμετωπίζουν ως παράνομους μετανάστες τους Ιρακινούς που εισέρχονται παράνομα στο Λίβανο ή εισέρχονται νόμιμα αλλά κάποια στιγμή λήγει η βίζα τους. Οσοι απ’ αυτούς συλλαμβάνονται, πληρώνουν πρόστιμα και φυλακίζονται επ’ αόριστο, γιατί η λιβανέζικη κυβέρνηση δεσμεύεται από τις διεθνείς συμφωνίες για τις εμπόλεμες ζώνες και δεν μπορεί να τους απελάσει. Μ’ αυτό τον τρόπο ουσιαστικά τους αναγκάζει να επιλέξουν: να σαπίσουν στη φυλακή ή να γυρίσουν και πιθανότατα να πεθάνουν στο Ιράκ.
Στο Λίβανο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχουν καταφύγει 50.000 περίπου Ιρακινοί, από τους οποίους μόνο ένας μικρός αριθμός έχει νόμιμη παραμονή στη χώρα. Οι υπόλοιποι ζουν με το φόβο της σύλληψης, δεν μπορούν να βρουν δουλειά και όταν εξαντληθούν οι οικονομίες τους ζουν σε άθλιες συνθήκες. Οσοι καταφέρνουν να βρουν κάποια δουλειά, πέφτουν θύματα μεγάλης εκμετάλλευσης και συχνά κακομεταχείρισης. Παρόλο που επιτρέπεται τα παιδιά τους να φοιτήσουν στα δημόσια σχολεία, πολύ λίγα το κάνουν, γιατί οι γονείς τους δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τη μεταφορά, τα ρούχα και τα βιβλία τους. Συν τοις άλλοις, χρειάζεται να δουλέψουν για να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα.