Εννιά μήνες μετά την έναρξη των αμερικάνικων βομβαρδισμών εναντίον θέσεων του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ, το Ραμάντι, πρωτεύουσα της δυτικής επαρχίας Ανμπάρ, και σχεδόν ολόκληρη πλέον η επαρχία Ανμπάρ έχουν περάσει υπό τον πλήρη έλεγχο των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους.
Η κατάληψη του Ραμάντι την περασμένη Κυριακή 17 Μάη αποτελεί τη σημαντικότερη νίκη για τους τζιχαντιστές μετά την κατάληψη της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ, τον Ιούνιο του 2014 και ταυτόχρονα βαριά ήττα για τον ιρακινό στρατό και ισχυρό πλήγμα στην αμερικάνικη στρατηγική.
Η επαρχία Ανμπάρ είναι μεγαλύτερη επαρχία του Ιράκ, εκτείνεται στο ένα τρίτο της χώρας και είναι η καρδιά του σουνιτικού πληθυσμού. Το Ραμάντι και η Φαλούτζα ήταν προπύργια της ιρακινής αντίστασης εναντίον της αμερικάνικης κατοχής και πεδία μερικών από τις πιο σκληρές και πολύνεκρες μάχες για τον αμερικάνικο στρατό από τον πόλεμο του Βιετνάμ, με περισσότερους από 1.300 νεκρούς αμερικάνους στρατιώτες, το ένα τέταρτο περίπου του συνόλου των αμερικάνικων απωλειών στο Ιράκ. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στις αρχές του 2006 όταν ισχυρές φυλές της επαρχίας συμμάχησαν με τους Αμερικάνους, συγκρότησαν το « Κίνημα των Αγρυπνούντων», το οποίο χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν από το Πεντάγωνο, και στράφηκαν ενάντια στην Αλ – Κάιντα. Μετά την αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων στο τέλος του 2011, το «Κίνημα των Αγρυπνούντων» παρήκμασε, με τους μαχητές του να διαμαρτύρονται για παραμέληση, δυσπιστία και περιθωριοποίηση από την ιρακινή κυβέρνηση, που ελέγχεται από σιιτικά κόμματα.
Οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, που είχαν καταλάβει μεγάλο τμήμα της επαρχίας Ανμπάρ από το περασμένο καλοκαίρι, πολιορκούσαν εδώ και περίπου ένα χρόνο το Ραμάντι και είχαν καταλάβει τμήματα της πόλης. Ομως η τελευταία σφοδρή επίθεση ξεκίνησε το απόγευμα της Πέμπτης 14 Μάη και μέχρι το Σάββατο 16 Μάη το μεγαλύτερο μέρος της πόλης είχε καταληφθεί από τους τζιχαντιστές, αφού οι ενισχύσεις του ιρακινού στρατού που είχαν σταλεί την ίδια μέρα για να βοηθήσουν στην ανακατάληψη της πόλης είχαν συντριβεί από τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους. Οσοι γλύτωσαν τράπηκαν σε φυγή, ως επί το πλείστον με τα πόδια, με τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Ραμάντι με τη Βαγδάτη να βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο των τζιχαντιστών, εγκαταλείποντας στα χέρια του ΙΚ δεκάδες θωρακισμένα οχήματα, βαριά πολυβόλα, εκτοξευτήρες ρουκετών και άλλο οπλισμό. Η αφρόκρεμα των ειδικών δυνάμεων του ιρακινού στρατού, η «Χρυσή Ταξιαρχία», που είχε αποσυρθεί την προηγούμενη μέρα στη γειτονιά «Στάδιο», νότια της πρωτεύουσας, για να περιμένει ενισχύσεις και να προετοιμάσει την ανακατάληψη της πόλης, εγκατέλειψε επίσης τις θέσεις της και υποχώρησε υπό τα σφοδρά πυρά των τζιχαντιστών. Με άλλα λόγια, επαναλήφθηκε το σκηνικό της κατάρρευσης του ιρακινού στρατού τον περασμένο Ιούνιο στη Μοσούλη.
Δύο μέρες μετά την κατάληψη του Ραμάντι, οι μαχητές του ΙΚ επιχείρησαν να προωθηθούν χωρίς επιτυχία μέχρι στιγμής προς τη στρατιωτική βάση της Χαμπανίγια, όπου έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται χιλιάδες άντρες των ισχυρών σιιτικών πολιτοφυλακών μετά την απόφαση της ιρακινής κυβέρνησης να δώσει το πράσινο φως για τη συμμετοχή των σιιτικών πολιτοφυλακών στην επιχείρηση ανακατάληψης της πόλης. Στο μεταξύ, μετά την κατάληψη του Ραμάντι από τους τζιχαντιστές, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τουλάχιστον 25.000 επιπλέον άνθρωποι εγκατέλειψαν την πόλη, ο πληθυσμός της οποίας ανέρχονταν το 2003 στις 900.000 περίπου και σήμερα έχουν απομείνει μόνο μερικές χιλιάδες.
Ο Λευκός Οίκος και το Πεντάγωνο προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τη σημασία της κατάληψης του Ραμάντι δηλώνοντας ότι «δεν αρνείται κανείς ότι αυτό είναι πράγματι μια αποτυχία. Αλλά δεν υπάρχει επίσης κανείς που να αρνείται ότι οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν τους Ιρακινούς να ανακαταλάβουν το Ραμάντι. Οι ιρακινές δυνάμεις έχουν την ικανότητα να ανακαταλάβουν τελικά το Ραμάντι με τη βοήθεια του συνασπισμού». Ομως, οι δηλώσεις αυτές, που δεν ακούγονται καθόλου πειστικές, προκάλεσαν επικριτικά σχόλια από πολλούς αμερικάνους στρατιωτικούς ειδικούς, που χαρακτήρισαν τις εκτιμήσεις αυτές από «τουλάχιστον απατηλές» έως «γελοίες», σύμφωνα με ρεπορτάζ της αμερικάνικης εφημερίδας «McClatchy», 18/5/15, (Experts: U.S. claims Ramadi a mere setback are delusional).
Η κατάληψη του Ραμάντι από τους τζιχαντιστές επισκιάζει τις μέχρι τώρα επιτυχίες των αντιπάλων του. Την ανακατάληψη της συριακής πόλης Κομπάνι μετά από σκληρές μάχες τεσσάρων μηνών καθώς και μεγάλων τμημάτων της χώρας κοντά στο Κιρκούκ από κουρδικές κυρίως δυνάμεις με την υποστήριξη αμερικάνικων αεροπορικών βομβαρδισμών. Και την ανακατάληψη της μικρής πόλης Τιγκρίτ τον Απρίλιο από δυνάμεις του ιρακινού στρατού και των σιιτικών πολιτοφυλακών.
Η κατάρρευση του εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου από τους Αμερικάνους ιρακινού στρατού για δεύτερη φορά μετά από ένα χρόνο δείχνει ότι η ανασυγκρότηση και εκπαίδευσή του παραμένει ζητούμενο. Οτι ο στρατός αυτός δεν έχει την ικανότητα να πολεμήσει και πολύ περισσότερο να νικήσει ένα καλά οργανωμένο, εκπαιδευμένο και πειθαρχημένο μη συμβατικό στρατό ως αντίπαλο, ο οποίος κινείται και επιχειρεί σε μια τεράστια περιοχή, διαθέτει άφθονο οπλισμό και εφεδρείες μαχητών από τις περιοχές που ελέγχει. Εφαρμόζει δοκιμασμένες στρατιωτικές μεθόδους της Χεσμπολά, καμουφλάρει τις κινήσεις και αναπροσαρμόζει την τακτική του προκειμένου να αποφεύγει τις επιθέσεις από τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά, ανακάμπτει γρήγορα από τα πλήγματα που υφίσταται και διατηρεί την ικανότητα να πολεμά ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα.
Με τα δεδομένα αυτά, ακόμη και με τη συμμετοχή των ισχυρών σιιτικών πολιτοφυλακών και την υποστήριξη των αμερικάνικων βομβαρδισμών, ο ιρακινός στρατός είναι σχεδόν απίθανο να ανακαταλάβει σε προβλέψιμο χρονικό διάστημα το Ραμάντι και πολύ περισσότερο την υπόλοιπη επαρχία Ανμπάρ, την καρδιά της σουνιτικής μειοψηφίας του Ιράκ, όπου το Ισλαμικό Κράτος έχει σημαντική υποστήριξη από τον πληθυσμό, ενώ οι σιιτικές πολιτοφυλακές δεν είναι καλοδεχούμενες. Στην πραγματικότητα, οι όποιες επιχειρήσεις ανακατάληψης του Ραμάντι θα συνεχίζονται για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και στο μεταξύ θα συνεχίζονται οι βαρβαρότητες και οι θηριωδίες του ΙΚ από τη μια και τα σκληρά αντίποινα σε βάρος κυρίως του άμαχου πληθυσμού από την πλευρά των αντιπάλων του. Αυτό σημαίνει επίσης ότι τα σχέδια για την ανακατάληψη της Μοσούλης παραπέμπονται στο απώτερο μέλλον.
Με την κατάληψη του Ραμάντι περνούν υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών, εκτός από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Ραμάντι με τη Βαγδάτη, οι αυτοκινητόδρομοι δυτικά προς τη Συρία και την Ιορδανία καθώς και η παροχή νερού στο νότιο Ιράκ, η οποία ρυθμίζεται από ένα φράγμα του ποταμού Ευφράτη που διασχίζει το Ραμάντι. Εκτός των άλλων, η κατάληψη σχεδόν ολόκληρης της επαρχίας Ανμπάρ, φέρνει πολύ πιο κοντά τους μαχητές του ΙΚ στα δυτικά προάστια της Βαγδάτης, όπου ο σουνιτικός πληθυσμός τους βλέπει με συμπάθεια, και συνεπώς μεγαλώνει ο κίνδυνος προέλασής τους προς τις δύο γειτονικές επαρχίες της Βαγδάτης και της Καρμπάλα.
Το Ισλαμικό Κράτος, εκφραστής ενός μεσαιωνικού βάρβαρου σκοταδισμού, και τα παρακλάδια του δεν μπορούν να ηττηθούν ούτε πολιτικά ούτε στρατιωτικά όσο συνεχίζονται οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική, που μακελεύουν εκατοντάδες χιλιάδες αμάχων, εκτοπίζουν εκατομμύρια από τις εστίες τους, τροφοδοτούν το θρησκευτικό διχασμό, αποσταθεροποιούν τεράστιες περιοχές και μετατρέπουν τις χώρες σε ερείπια. Στις συνθήκες αυτές και ελλείψει επαναστατικών πολιτικών φορέων, τα πιο ριζοσπαστικά ή ακραία ισλαμικά ρεύματα προβάλλουν ως οι μόνες μαχητικές δυνάμεις που πολεμούν τους ξένους εισβολείς και τα διεφθαρμένα δυναστικά καθεστώτα (Μέση Ανατολή) και λειτουργούν ως καταφύγιο των καταπιεσμένων και απελπισμένων, ακόμη κι αν δεν αποδέχονται την ιδεολογία τους, μπροστά στην καθημερινή απειλή του θανάτου.