Δραματική τροπή παίρνει για τις ΗΠΑ το λεγόμενο «μεγάλο παιχνίδι» για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου της Κασπίας. Στις 25 Ιουλίου, έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά η είδηση για δύο, χωρίς προηγούμενο, συμφωνίες στρατηγικής σημασίας ανάμεσα στη Ρωσία και το Τουρκμενιστάν.
Η πρώτη συμφωνία προβλέπει ότι ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός της Gazprom θα αγοράζει για τα επόμενα 20 χρόνια όλη την παραγωγή του τουρκμενικού φυσικού αερίου και ορίζει τις αρχές με βάση τις οποίες θα καθορίζεται η τιμή του. Συγκεκριμένα, από την επόμενη χρονιά η Gazprom θα αγοράζει το τουρκμενικό αέριο στο μέσο όρο της χοντρικής τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και στην Ουκρανία. Σαν αποτέλεσμα, η τιμή του τουρκμενικού αερίου από τα 140 δολάρια τα 1.000 κυβικά μέτρα, που είναι σήμερα, από το 2009 θα ανέβει στα 225-295 δολάρια. Αυτό σημαίνει 9.4-12.4 δισ. δολάρια επιπλέον έσοδα το χρόνο. Η δεύτερη συμφωνία προβλέπει ότι η Gazprom θα χρηματοδοτήσει και θα κατασκευάσει τις εγκαταστάσεις μεταφοράς του φυσικού αερίου και θα αναπτύξει νέα κοιτάσματα στο Τουρκμενιστάν.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο επικεφαλής της Gazprom Αλεξέι Μίλερ δήλωσε: «Εχουμε φτάσει σε συμφωνία που αφορά στη χρηματοδότηση και στην κατασκευή των νέων βασικών αγωγών από τα ανατολικά της χώρας, στην ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων αερίου και στην αύξηση της χωρητικότητας του τουρκμενικού τομέα του αγωγού φυσικού αερίου της Κασπίας στα 30 δισ. κυβικά μέτρα». Η χρηματοδότηση των έργων αυτών, που υπολογίζεται στα 4-6 δισ. δολάρια, θα γίνει με τη μορφή άτοκων πιστώσεων.
Οι συμφωνίες της Ρωσίας με το Τουρκμενιστάν εδραιώνουν παραπέρα τον έλεγχο της Ρωσίας στην παραγωγή και τη διάθεση του φυσικού αερίου της Κεντρικής Ασίας και εντάσσονται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής του Κρεμλίνου, που έχει στόχο την κυριαρχία στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά. Ταυτόχρονα, αποτελούν σοβαρή ήττα των ΗΠΑ στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου της Κασπίας, με σημαντικές επιπτώσεις στην προσπάθειά τους να περιοριστεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία με την κατασκευή του αγωγού Nabucco. Στις 3-4 Ιουλίου, ο ρώσος πρόεδρος Ντίμτρι Μεντβέντεβ επισκέφτηκε την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, καθ’ οδόν προς την Ιαπωνία για τη σύνοδο του G8. Λίγες μέρες αργότερα, η Gazprom ανακοίνωσε ότι πρότεινε στο Αζερμπαϊτζάν να αγοράσει όλο το φυσικό αέριο που παράγει στην τιμή της ευρωπαϊκής αγοράς, πρόταση άκρως δελεαστική για να απορριφθεί με ευκολία. Σειρά έχει το Καζακστάν, το οποίο έχει ήδη συμφωνήσει να διοχετεύει το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο που παράγει με αγωγούς μέσω του ρωσικού εδάφους.
Ολες αυτές οι κινήσεις σημαίνουν ότι η βιωσιμότητα του αγωγού Nabucco γίνεται αμφίβολη, αφού το Τουρκμενιστάν βγαίνει εκτός. Πολύ περισσότερο, αν και το Αζερμπαϊτζάν αποδεχτεί την προσφορά της Gazprom. Γιατί το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου που σχεδιάζεται να μεταφέρει ο Nabucco προβλέπεται ότι θα προέρχεται απ’ αυτές τις δύο χώρες (10 δισ. κυβικά μέτρα το χρόνο από το Τουρκμενιστάν και 8 δισ. από το Αζερμπαϊτζάν), θα μεταφέρεται μέσω ενός αγωγού που θα διασχίζει την Κασπία και θα φτάνει στα τουρκικά σύνορα και στη συνέχεια ο Nabucco, διασχίζοντας την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, θα καταλήγει στην Αυστρία για να εφοδιάζει με φυσικό αέριο την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας του αγωγού είναι κυρίως το Ιράν, το οποίο αποκλείστηκε από τις ΗΠΑ στον αρχικό σχεδιασμό. Παρολαυτά, η Τουρκία επιμένει να υποστηρίζει τη συμμετοχή του Ιράν και έχει προσφερθεί να μεσολαβήσει ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Ανάλογη επιθετική πολιτική ακολουθούν οι ρωσικές εταιρίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Τσάβες στη Μόσχα, στις 22 Ιουλίου, η Gazprom, η Lukoil, και η TNK-BP υπέγραψαν συμφωνίες με την κρατική πετρελαϊκή εταιρία της Βενεζουέλα (PDVSA), με τις οποίες θα αντικαταστήσουν τους αμερικάνικους πετρελαϊκούς κολοσσούς ExxonMobil και ConocoPhillips στη Βενεζουέλα. Στις 9 Ιουλίου, η Gazprom ανακοίνωσε ότι «η Λιβύη αποδέχτηκε την πρότασή της να αγοράζει όλη τη μελλοντική παραγωγή φυσικού αερίου, πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου, που προορίζεται για εξαγωγή, σε ανταγωνιστικές τιμές» και ότι σχεδιάζει να κατασκευάσει έναν αγωγό που θα διασχίζει τη Μεσόγειο για να τη μεταφέρει στην Ευρώπη. Επίσης, η Gazprom προσπαθεί να αγοράσει άδειες έρευνας για νέα κοιτάσματα στη Νιγηρία και προτείνει την κατασκευή ενός αγωγού από τη Νιγηρία μέχρι την Αλγερία, ενώ με την Αλγερία διαπραγματεύεται την από κοινού διάθεση φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι αμερικάνικες και ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρίες, που ήταν μέχρι τώρα κυρίαρχες στην Αφρική , αναγκάζονται τώρα να αποδεχτούν ένα νέο επικίνδυνο παίχτη στο ενεργειακό παιχνίδι, τη Gazprom.
Στην επεκτατική ενεργειακή πολιτική της Μόσχας, η Ουάσιγκτον απάντησε αποκλείοντας τις ρωσικές εταιρίες από 30 πετρελαϊκές συμφωνίες που υπέγραψε η ιρακινή κυβέρνηση με αμερικάνικες κυρίως εταιρίες. Το γεγονός αυτό αποτελεί σοβαρό πλήγμα για το Κρεμλίνο, το οποίο τον περασμένο Φεβρουάριο είχε διαγράψει ιρακινό χρέος ύψους 12 δισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί στο 93% του συνολικού χρέους του Ιράκ προς τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τη Lukoil να επανακτήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του γιγάντιου πετρελαϊκού κοιτάσματος West Qurna-2, που της είχε παραχωρήσει το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Ομως, κάτω από την πίεση της Ουάσιγκτον, η ιρακινή κυβέρνηση τα παραχώρησε στην αμερικάνικη Chevron.
Η απάντηση της Μόσχας ήταν άμεση και σκληρή. Στις 14 Ιουλίου ο επικεφαλής της Gazprom Αλεξέι Μίλερ επισκέφτηκε την Τεχεράνη και υπέγραψε με τον ιρανό πρόεδρο συμφωνίες συμμετοχής στην ανάπτυξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από ρωσικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων του γιγάντιου πετρελαϊκού κοιτάσματος στο Βόρειο Αζαντεγκάν, του μεγαλύτερου γνωστού κοιτάσματος του Ιράν, στη μεταφορά αργού πετρελαίου της Κασπίας στον κόλπο του Ομάν και πιθανής συμμετοχής στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Ιράν – Πακιστάν – Ινδίας. Εκμεταλλευόμενη το καθεστώς των κυρώσεων και την πολιτική πιέσεων της Δύσης προς την Τεχεράνη, η Ρωσία καλύπτει το κενό που αφήνει η απουσία αμερικάνικων πετρελαϊκών εταιριών και η αποχώρηση κάποιων ευρωπαϊκών (πρόσφατα η Royal Dutch Shell και η Total), εδραιώνοντας παραπέρα τη θέση της στο Ιράν.
Η επιθετική ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας προκαλεί τη δικαιολογημένη αντίδραση της Ουάσιγκτον, που βλέπει να απειλείται η παγκόσμια κυριαρχία της στον ενεργειακό τομέα από ένα συνεχώς ανερχόμενο αντίπαλο. Ο αμερικανός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για τις Ευρασιατικές Υποθέσεις, Μάθιου Μπράιζα, άστραψε και βρόντηξε πρόσφατα κατά της Ρωσίας: «Η μονοπωλιακή Gazprom συμπεριφέρεται όπως ένα μονοπώλιο. Προσπαθεί να κερδίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο της αγοράς και να πνίξει τον ανταγωνισμό. Είναι καθαρό τι συμβαίνει. Το Κρεμλίνο θέλει να γίνει η Gazprom μια κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια ενέργεια και η κυρίαρχη δύναμη στο παγκόσμιο φυσικό αέριο. Η δέσμευση των ενεργειακών πηγών στην Κεντρική Ασία και στην Αφρική είναι μέρος αυτού του σχεδίου. Το σχέδιο είναι να κυριαρχήσει η Gazprom σε κάθε γωνιά του πλανήτη» («Asia Times online», 19/7/08).
Τα δικά μας σχόλια περιττεύουν.