Την περασμένη Κυριακή το πρωί, στρατιώτες εισέβαλαν στο προεδρικό μέγαρο της Ονδούρας και απήγαγαν τον εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας, Μανουέλ Σελάγια. Μέσα σε λίγες ώρες ο Σελάγια βρισκόταν σε πτήση με προορισμό την Κόστα Ρίκα.
Στο Κογκρέσο της χώρας παρουσιάστηκε υποτιθέμενη επιστολή παραίτησης του Σελάγια από την προεδρία. Ο Σελάγια διέψευσε ότι υπέγραψε ποτέ τέτοια επιστολή και κατηγόρησε τους πραξικοπηματίες ότι πλαστογράφησαν την επιστολή παραίτησής του. Διάδοχός του εκλέχτηκε από την πλειοψηφία του Κογκρέσου ο Ρομπέρτο Μισελέτι, πρόεδρος της Βουλής, στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων, με το οποίο κέρδισε τις προεδρικές εκλογές ο Σελάγια το Δεκέμβρη του 2005. Τόσο οι Φιλελεύθεροι όσο και το αντίπαλο κόμμα του δικομματισμού της Ονδούρας (Εθνικό Κόμμα) συναίνεσαν στη διαδοχή. Ο Μισελέτι κήρυξε απαγόρευση κυκλοφορίας στην χώρα και κατηγόρησε τον Σελάγια για προδοσία. Οι πρέσβεις Κούβας, Βενεζουέλας και Νικαράγουας συνελήφθησαν.
Οι σκηνές αυτές παραπέμπουν στο πραξικόπημα-φιάσκο σε βάρος του Τσάβες το 2002 στη Βενεζουέλα. Και σε εκείνη την περίπτωση, ο Τσάβες βρισκόταν φυλακισμένος από τμήμα του στρατού, όταν παρουσιάστηκε υποτιθέμενη επιστολή παραίτησής του στο Κογκρέσο της Βενεζουέλας και εκλέχτηκε διάδοχός του.
Τη μέρα της απαγωγής του προέδρου θα διεξαγόταν γνωμοδοτικό δημοψήφισμα, με το οποίο οι ψηφοφόροι καλούνταν να επιλέξουν αν στις επόμενες εκλογές –το Νοέμβριο του 2009– θα ψήφιζαν και για συντακτική συνέλευση που θα τροποποιούσε το σύνταγμα της χώρας. Το Ανώτατο Δικαστήριο –που ελέγχεται από αντιπάλους του Σελάγια– κήρυξε παράνομο το δημοψήφισμα. Ο ανώτατος διοικητής του στρατού στρατηγός Ρομέο Βάσκες διέταξε το στρατό να παρακρατήσει το υλικό του δημοψηφίσματος για να εμποδίσει τη διενέργειά του, επικαλούμενος την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις 24 Ιούνη ο Σελάγια έπαυσε από τα καθήκοντά του το στρατηγό Βάσκες. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράνομη την αποπομπή του στρατηγού. Η απάντηση ήρθε στο δρόμο από φοιτητές, εργαζόμενους, δασκάλους, που βγήκαν μαζικά να υπερασπιστούν τη διενέργεια του δημοψηφίσματος. Ταυτόχρονα, τα σωματεία εργαζομένων και οι σύλλογοι φοιτητών κινητοποιήθηκαν μαζικά για να τροφοδοτήσουν με το υλικό του δημοψηφίσματος όλα τα εκλογικά κέντρα.
Μόλις η είδηση του πραξικοπήματος έγινε γνωστή, νέοι, δάσκαλοι (το συνδικάτο των δασκάλων είναι από τα μαχητικότερα και μαζικότερα στην Ονδούρα, όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής) και άλλοι εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας της Ονδούρας, Τεγκουσιγκάλπα, αψηφώντας την απαγόρευση κυκλοφορίας, έστησαν οδοφράγματα έξω από το προεδρικό μέγαρο και συγκρούστηκαν με το στρατό, εμποδίζοντας την είσοδο στον πραξικοπηματία Μισελέτι. Τα ΜΜΕ της χώρας σταμάτησαν να μεταδίδουν ειδήσεις και σε πολλές περιοχές της χώρας επεβλήθη διακοπή ρεύματος. Ο στρατός επιχείρησε να αποκόψει τις κεντρικές αρτηρίες που οδηγούν στην πρωτεύουσα, για να ανακόψει εξαγριωμένους αγρότες που κατέφταναν μαζικά στην πρωτεύουσα. Μέσα στη βδομάδα οι συγ- κρούσεις άρχισαν να γενικεύονται σταδιακά σε όλη τη χώρα και από τις 30 Ιούνη κηρύχτηκε πανεθνική απεργία μέχρι να πέσουν οι πραξικοπηματίες και να επιστρέψει ο Σελάγια από την εξορία.
Η πολιτική κρίση στην Ονδούρα συναρτάται άμεσα με την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων στη χώρα, ειδικά τον τελευταίο χρόνο που η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση άρχισε να βυθίζει τις εξαγωγές και να οδηγεί όλο και περισσότερους εργαζόμενους στην ανεργία. Τα 2/3 από τα περίπου 8 εκατομμύρια των κατοίκων της Ονδούρας ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η ανεργία έχει αγγίξει το 28%. Το 10% του πληθυσμού, οι φτωχότεροι κάτοικοι της Ονδούρας, παίρνουν μόνο το 1,2% του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, όταν μια μειοψηφία της οικονομικής ολιγαρχίας παίρνει το 42%. Η Ονδούρα είναι ασφυκτικά εξαρτημένη, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, από τις ΗΠΑ. Είναι η χώρα της Κεντρικής Αμερικής με τις περισσότερες εξαγωγές εμπορευμάτων προς τις ΗΠΑ (υφάσματα και φτηνό ρουχισμό). Σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από εμβάσματα μεταναστών που δουλεύουν στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 80 η Ονδούρα αποτελούσε βάση των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση και στρατιωτική ενίσχυση όλων των παραστριατιωκών ταγμάτων θανάτου στην Κεντρική Αμερική. Αποτέλεσε τον «δοκιμαστικό σωλήνα» των «Σωμάτων Ειρήνης» –προγόνου των σύγχρονων ΜΚΟ– με τα οποία οι ΗΠΑ επεδίωκαν να ανακόψουν το ρεύμα του εθνικοαπελευθερωτικού και αντιιμπεριαλιστικού αγώνα που αγκάλιαζε Ασία, Αφρική και Νότια Αμερική, στέλνοντας «ανθρωπιστικές» αποστολές αμερικάνων εθελοντών νεολαίων που θα αξιοποιούνταν κατάλληλα από την CIA.
Ο Σελάγια δεν είναι επαναστάτης, ούτε έχει αριστερές καταβολές σαν τον Τσάβες ή τον Μοράλες. Εξαρχής ήταν εκλεκτός του πολιτικού κατεστημένου της Ονδούρας. Τον πρώτο χρόνο της εκλογής του στήριξε τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου, την ομπρέλα της σύγχρονης αποικιοκρατίας των ΗΠΑ στη Νότια Αμερική. Στη συνέχεια, όμως, στάθηκε στο πλευρό του Τσάβες και της οικονομικής και πολιτικής συμμαχίας και συνεργασίας των χωρών της Ν. Αμερικής (ALBA), της οποίας ηγείται η Βενεζουέλα. Προέβη σε περιορισμένα και πενιχρά μέτρα οικονομικής ανακούφισης των πιο εξαθλιωμένων οικονομικά στρωμάτων της Ονδούρας και έριξε και μερικές κορόνες κοινωνικής δημαγωγίας ενάντια στην οικονομική ολιγαρχία που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας, χαλώντας την παράδοση δεκαετιών σε μια χώρα που στο σύνολό του το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου και της αποικιοκρατίας δεν δοκίμασε ποτέ να υιοθετήσει ρεφορμιστική πολιτική διαχείρισης της αστικής εξουσίας.
Αυτές οι κινήσεις του Σελάγια –αν και ασήμαντες από άποψη οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών– συσπείρωσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του Κογκρέσου και όλων των ηγετικών κλιμακίων σε θεσμούς όπως η αστική Δικαιοσύνη και ο στρατός (πριν μερικές δεκαετίες, ο στρατός στην Ονδούρα έλεγχε βασικές παραγωγικές δραστηριότητες της χώρας, πράγμα που συμβαίνει ακόμα και σήμερα αλλά σε μικρότερο βαθμό) εναντίον του. Ο κίνδυνος να πυροδοτηθεί έστω κι ένα ρεφορμιστικό κίνημα περιορισμένων οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων από τους εξαθλιωμένους της Ονδούρας σήμανε «κόκκινο συναγερμό» στην πολιτική ελίτ που διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία, γι’ αυτό και σύσσωμη στήριξε το πραξικόπημα της ηγεσίας του στρατού.
Αυτή τη φορά οι τίτλοι των αμερικάνικων εντύπων δεν έγραφαν ότι «νίκησε η δημοκρατία», όπως συνέβη στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2002. Πήραν το μάθημά τους μια φορά, δεν θέλησαν να την ξαναπάθουν. Αυτή τη φορά όλα τα δυτικά ΜΜΕ υιοθέτησαν την προπαγάνδα που έφερε αποτελέσματα εις βάρος του Τσάβες, στην προσπάθεια του τελευταίου να αναθεωρήσει το σύνταγμα της Βενεζουέλας. «Ο Σελάγια θέλει να τροποποιήσει το Σύνταγμα για να επανεκλεγεί». «Η πολιτική κρίση στην Ονδούρα οφείλεται στις προσωπικές επιδιώξεις του Σελάγια να αγκιστρωθεί στην εξουσία». Η λέξη πραξικόπημα αποσιωπείται κραυγαλέα από τα επίσημα χείλη του Λευκού Οίκου. Ο Ομπάμα, σε δήλωσή του τόνισε τη στήριξή στον δημοκρατικά εκλεγέντα πρόεδρο της Ονδούρας, όμως ταυτόχρονα ζήτησε ομαλοποίηση του πολιτικού σκηνικού της χώρας, μείωση της έντασης. Δηλαδή, «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Τα παπαγαλάκια της Δύσης έφτασαν στο αισχρό σημείο να προπαγανδίζουν ότι ο Ομπάμα δεν μιλάει ξεκάθαρα για πραξικόπημα, επειδή δήθεν νόμος του αμερικάνικου Κογκρέσου απαγορεύ-ει ακαριαία κάθε οικονομική στήριξη σε χώρα της αμερικάνικης ηπείρου, όπου έχει πραγματοποιηθεί πραξικόπημα. Και ο «ανθρωπιστής» Ομπάμα δεν θέλει να χάσουν οι φτωχοί τα ψίχουλα –που ποτέ δεν φτάνουν σ’ αυτούς, όλα πάνε στις τσέπες των λαμόγιων και της οικονομικής ολιγαρχίας– με τα οποία οι ΗΠΑ στηρίζουν την Ονδούρα!
Κατά τα άλλα, το πραξικόπημα πέρασε σαν μια απλή είδηση σε όλα τα διεθνή δυτικά δίκτυα. Οι διενέξεις, όμως, του κατεστημένου του Ιράν παραμένουν σταθερά πρώτη είδηση. Ο,τι πει ο Μουσαβί γίνεται πρωτοσέλιδο, ό,τι πει ο Σελάγια μια απλή αναφορά. Και σε αντίθεση με ό,τι αφορά το Ιράν, οι κινητοποιήσεις και οι σκληρές συγκρούσεις με τους πραξικοπηματίες στους δρόμους της Τεγκουσιγκάλπα, στην επαρχία και τις άλλες πόλεις της Ονδούρας γίνονται γαργάρα.
Κι ας μην έχουμε εν προκειμένω την αμφισβήτηση ενός εκλογικού αποτελέσματος, αλλά ένα στρατιωτικό πραξικόπημα! Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ οφελούνται από το πραξικόπημα, κι ας κρύβουν τη χαρά τους, όπως το 2002. Τα στελέχη που ηγούνται του πραξικοπήματος και μεθόδευσαν τις πολιτικές εξελίξεις σε αυτό, τόσο στο Ανώτατο Δικαστήριο όσο και στο στρατό και στο Κογκρέσο, έχουν θητεύσει σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, σιτίζονται από τις ΗΠΑ, στηρίζουν πολιτικά και οικονομικά τις ΗΠΑ και εν προκειμένω απομακρύνουν την Ονδούρα από τη σφαίρα επιρροής της Βενεζουέλας.
Υπάρχουν αναφορές ότι μονάδες του στρατού αρνούνται να υπηρετήσουν τους πραξικοπηματίες και πολλοί αυτομολούν στο λαό που αγωνίζεται ενάντια σε νέο φασισμό. Η πληροφόρηση, δυστυχώς, έρχεται με το σταγονόμετρο, κι όπως αναφέραμε και πριν, οι πραξικοπηματίες έφτασαν στο σημείο να κατεβάζουν τους διακόπτες για να σταματήσουν κάθε επικοινωνία. Το 2002 ο λαός της Βενεζουέλας κατάφερε να σταματήσει το πραξικόπημα, συμπαρασύροντας τους φαντάρους που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις εντολές της ηγεσίας. Ας ελπίσουμε ο λαός της Ονδούρας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.