Την ίδια στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη επιχείρηση των Αμερικάνων κατά των ανταρτών του Ιράκ, στα σύνορα με τη Συρία, μια άλλη επιχείρηση εξελίσσεται στο πολιτικό επίπεδο. Η επιχείρηση που λέγεται «Ιρακινό Σύνταγμα» το οποίο θα τεθεί σε δημοψήφισμα στις 15 Οκτώβρη. Προκειμένου να νομιμοποιήσουν την κατοχή οι Αμερικάνοι προωθούν την ψήφισή του που θα αποτελέσει ταυτόχρονα πλήγμα στην ενότητα του ιρακινού κράτους, δημιουργώντας ένα χαλαρό ομοσπονδιακό κράτος που θα το ελέγχουν καλύτερα.
Για να έχει τα φόντα να περπατήσει, όμως, ένα τέτοιο Σύνταγμα θα πρέπει να εγκριθεί από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ακόμα και από τους Σουνίτες. ‘Η τουλάχιστον να μην απορριφθεί από μεγάλο ποσοστό των Σουνιτών. Διαφορετικά, το νέο Σύνταγμα θα είναι κενό γράμμα. Γι’ αυτό και το ενδιάμεσο Σύνταγμα, που συντάχτηκε από την αμερικάνικη στρατιωτική διοίκηση υπό την αιγίδα του Πολ Μπρέμερ το 2003, ανέφερε ότι «το γενικό δημοψήφισμα θα είναι επιτυχές και το σχέδιο συντάγματος θα επικυρωθεί μόνο εάν η πλειοψηφία των Ιρακινών ψηφοφόρων το εγκρίνει και τα 2/3 των ψηφοφόρων σε τρεις ή περισσότερες επαρχίες δεν το απορρίψουν». Δηλαδή, αν τα 2/3 των ψηφοφόρων σε τρεις επαρχίες δεν θέσουν βέτο, το Σύνταγμα μπορεί να περάσει, αν φυσικά εγκριθεί από περισσότερους των μισών ψηφοφόρων της χώρας.
Με δεδομένη τη δυσφορία του σουνιτικού πληθυσμού και την συνέχιση της εξέγερσης στη χώρα, αυτή η διάταξη έθετε σοβαρά προβλήματα στην επικύρωση του Συντάγματος. Γιατί οι Σουνίτες διαθέτουν άνετη πλειοψηφία σε τέσσερις από τις 18 επαρχίες του Ιράκ. Γι’ αυτό, το «ιρακινό κοινοβούλιο» έσπευσε να «διορθώσει» τη διάταξη αυτή, που άφηνε ένα παραθυράκι στην ερμηνεία του βέτο των 2/3. Δεν καθόριζε σε ποια 2/3 αναφέρεται. Τα 2/3 των καταγεγραμμένων ψηφοφόρων ή των ψηφισάντων; Αν και η κοινή πρακτική σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες αναφέρεται πάντοτε σ’ αυτούς που ψήφισαν κι όχι σ’ αυτούς που είναι καταγεγραμμένοι (διαφορετικά, ούτε στις ΗΠΑ ούτε στο Ιράκ θα έβγαζαν ποτέ κυβέρνηση), το «ιρακινό κοινοβούλιο» αποφάσισε την περασμένη Κυριακή να την αλλάξει. Ετσι, λοιπόν, αποφάσισε το βέτο των 2/3 να ισχύσει επί των καταγεγραμμένων ψηφοφόρων και όχι αυτών που ψήφισαν, με συνέπεια στην ουσία να το αναιρεί. Γιατί τα 2/3 επί των καταγεγραμμένων ψηφοφόρων σημαίνει ότι ,ακόμα και αν όλοι όσοι ψηφίσουν σε μία επαρχία το καταψηφίσουν, αν σ’ αυτή την επαρχία η συμμετοχή είναι κάτω των 2/3 (δηλαδή κάτω του 67%), τότε αυτό δε συνιστά βέτο και το Σύνταγμα μπορεί να επικυρωθεί, αν συγκεντρώσει την πλειοψηφία στο σύνολο των ψηφισάντων της χώρας. Αυτό ήταν ένα πισώπλατο μαχαίρωμα στους Σουνίτες, πολλοί από τους οποίους αντέδρασαν οργισμένα. Γιατί είναι προκλητικό να εφαρμόζονται άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά για την ίδια εκλογική διαδικασία. Δηλαδή, το Σύνταγμα να επικυρώνεται με βάση το 50% των ψηφισάντων (δηλαδή άσχετα απ’ το ποσοστό αποχής) και το βέτο να υπολογίζεται επί των καταγεγραμμένων ψηφοφόρων (δηλαδή σ’ αυτή την περίπτωση η αποχή να υπολογίζεται υπέρ του Συντάγματος)! Απ’ ό,τι φαίνεται αυτή ήταν μια κίνηση που δεν είχε την συμφωνία ούτε των Αμερικάνων γι’ αυτό και το κοινοβούλιο απέσυρε την τροποποίηση αυτή μετά από δύο μέρες (αφού καταγγέλθηκε από τον ΟΗΕ και διαφοροποιήθηκε απ’ αυτή η Ουάσινγκτον). Ισως οι Αμερικάνοι να μαζεύτηκαν μετά από παζάρια με τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές και συνεκτιμώντας τις αντιδράσεις ακόμα και Σουνιτών βουλευτών. Το σίγουρο είναι ότι αποτέλεσε ένα ακόμα εκλογικό τερτίπι που δεν πέρασε, αλλά δείχνει πόσο «δημοκρατικά» λειτουργούν οι κατσαπλιάδες των κατακτητών, που κάνουν τα πάντα για να εξαπατήσουν τον Ιρακινό λαό, αλλά και τα ζόρια που τραβάνε αυτή την περίοδο.
Ζόρια που γίνονται ακόμα χειρότερα μετά από τις ενδοκυβερνητικές κόντρες που ξέσπασαν την περασμένη Κυριακή, μετά από τις δηλώσεις του προέδρου Ταλαμπανί που ζήτησε να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός Τζαφάρι, επειδή οι Σιίτες δεν εφάρμοσαν τη συμφωνία για το Κιρκούκ. Η συμφωνία προέβλεπε την επανεγκατάσταση Κούρδων στην πόλη και το ξαναμοίρασμα των πόστων, προκειμένου να ενισχυθούν οι Κούρδοι στα διάφορα αξιώματα. Οι Κούρδοι εποφθαλμιούν το Κιρκούκ θέλοντας να το προσαρτήσουν στο μελλοντικό ομόσπονδο κρατίδιο που ευελπιστούν ότι θα φτιάξουν, προκαλώντας όμως την αντίδραση της Τουρκίας που βλέπει με ανησυχία την όλη εξέλιξη. Γι’ αυτό η υπόθεση του Κιρκούκ είναι κάτι που δύσκολα θα προχωρήσει και μάλλον δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των Κούρδων. Το πρόβλημα θα εξελιχθεί σε μια μόνιμη πληγή που θα ξερνάει συνεχώς πολιτική κρίση.