Η βία και η τρομοκρατία που επικρατούν στο Ιράκ, ιδιαίτερα μετά την επίθεση στο σιιτικό τέμενος στη Σαμάρα, έχουν αναγκάσει περισσότερους από 40.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους σε διάφορες περιοχές το τελευταίο διάστημα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την 1η Απριλίου το ιρακινό υπουργείο Μετανάστευσης. Υπολογίζεται ότι εκτοπίζονται κάθε μέρα περίπου 1.000 άνθρωποι και ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί το επόμενο διάστημα. Σε έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα στις 29 Μαρτίου η Διεθνής Οργάνωση για τη Μετανάστευση, με έδρα τη Γενεύη, υπολογίζει τους εκτοπισμένους σε 30.000 και επισημαίνει ότι η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη στο κεντρικό και στο νότιο Ιράκ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιρακινού υπουργείου Μετανάστευσης 600 περίπου εκτοπισμένοι έχουν καταφύγει στην πόλη Τιγκρίτ και 8.000 στη Νατζάφ. Ολοι ζουν σε πρόχειρα στρατόπεδα και δέχονται βοήθεια από τοπικές ανθρωπιστικές οργανώσεις, από την Κοινωνία της Ιρακινής Ερυθράς Ημισελήνου και απλούς πολίτες. Περίπου 3.000 έχουν επίσης καταφύγει στις πόλεις Σαμάβα και Κουτ, ένώ χιλιάδες άλλοι έχουν μετακινηθεί σε διαφορετικές περιοχές μέσα στη Βαγδάτη. Πάρκα, γήπεδα ποσοσφαίρου, εγκαταλειμμένα σχολεία και άδεια κυβερνητικά κτίρια χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους αυτούς ως προσωρινά καταφύγια.
Στο μεταξύ, το συνεχιζόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης τρεις ολόκληρους μήνες μετά τις εκλογές ανάγκασε τον Μπους να ζητήσει μέσω του αμερικάνου πρεσβευτή στο Ιράκ την απόσυρση της υποψηφιότητας του Ιμπραήμ αλ – Τζαφάρι για τη θέση του πρωθυπουργού και την επίσπευση σχηματισμού κυβέρνησης. Ακολούθησε για τον ίδιο λόγο η κοινή επίσκεψη στο Ιράκ των υπουργών Εξωτερικών της Βρετανίας και των ΗΠΑ στις 2 και 3 Απριλίου και η συνάντησή τους τόσο με τον Αμπντούλ Αζίζ αλ – Χακίμ, τον επικεφαλής του σιιτικού συνασπισμού και του Ανώτατου Συμβουλίου για την Ισλαμική επανάσταση στο Ιράκ, και με τον αντιπρόεδρο της απερχόμενης κυβέρνησης Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί, τον οποίο οι Αμερικάνοι αποδέχονται για τη θέση του πρωθυπουργού, όσο και με τον Ιμπραήμ αλ – Τζαφάρι, τον οποίο αρνούνται να υποστηρίξουν οι Κούρδοι και οι Σουνίτες βουλευτές. Υστερα από τις ασφυκτικές αμερικανοβρετανικές πιέσεις, εμφανίστηκαν ρωγμές στο σιιτικό συνασπισμό, την Ενωμένη Ιρακινή Συμμαχία και κάποιοι εκπρόσωποί της δήλωσαν ότι πρέπει να προταθεί άλλος υποψήφιος, ενώ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές οι ζυμώσεις στο εσωτερικό της συνεχίζονται. Ωστόσο, ο Ιμπραήμ αλ – Τζαφάρι σε συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα «Guardian» (5/4/06) δήλωσε ότι αρνείται να αποσύρει την υποψηφιότητά του. Οπως φαίνεται, ότι το πολιτικό αδιέξοδο δεν θα τερματιστεί σύντομα ακόμη κι αν υπάρξει άμεσα συμφωνία για το πρόσωπο του πρωθυπουργού, γιατί ο σκυλοκαυγάς για τη μοιρασιά των υπουργικών θώκων και τα παζάρια για τα ανταλλάγματα θα συνεχιστούν για απροσδιόριστο διάστημα.
Η επίσκεψη της Κοντολίζα Ράις συνέπεσε με την πιο πολύνεκρη μέρα για τον αμερικάνικο στρατό από την αρχή της χρονιάς. Τουλάχιστον 9 αμερικάνοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους μέσα σε μια μέρα, την Κυριακή 2 Απριλίου στην επαρχία Ανμπάρ, προπύργιο της ιρακινής αντίστασης. Τέσσερις σκοτώθηκαν από επίθεση ανταρτών και πέντε από ανατροπή του φορτηγού στο οποίο επέβαιναν, ενώ τραυματίστηκε ένας και αγνοούνται τρεις, σύμφωνα με ανακοίνωση του αμερικάνικου στρατού. Μια μέρα νωρίτερα, την 1η Απριλίου, είχε καταρριφθεί ένα αμερικάνικο στρατιωτικό ελικόπτερο Απάτσι κοντά στη Γιουσιφίγια, νότια της Βαγδάτης, και οι δυο πιλότοι του σκοτώθηκαν.
«Το αιφνίδιο άλμα στους θανάτους αμερικάνων στρατιωτών – επισημαίνει το Associated Press σε σχετικό ρεπορτάζ (4/4/06) – τις τελευταίες μέρες αποτελεί μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι οι αμερικάνικες δυνάμεις παραμένουν ακόμη κύριος στόχος. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα φανερή στην κατεξοχήν σουνιτική επαρχία Ανμπάρ, όπου η σύγκρουση γίνεται σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα στην υπό σουνιτική καθοδήγηση εξέγερση και στις αμερικάνικες δυνάμεις».