Η απρόσμενη ήττα του Ούγο Τσάβες στο δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής (51% κατά, 49% υπέρ) προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα ανά την υφήλιο. Οι ορκισμένοι εχθροί του βρήκαν την ευκαιρία να πανηγυρίσουν (για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια) για την «αντίδραση του λαού στην κομμουνιστική δικτατορία του Τσάβες», ενώ οι φίλοι και συμπαθούντες υπέστησαν ένα ισχυρό σοκ που τους αναγκάζει να προβληματιστούν για την πορεία της «μπολιβαριανής επανάστασης».
Εκ πρώτης όψεως, αυτό που έγινε φαντάζει εντελώς παράλογο. Ενα χρόνο μετά από τη μεγάλη νίκη του Τσάβες στις εκλογές (με ποσοστό 63%) και με δεδομένη τη βελτίωση του επιπέδου ζωής του λαού (μια βελτίωση που δεν την αρνείται ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), με μείωση της ανεργίας και της φτώχειας, με την οικονομική ανάπτυξη να «τρέχει» με ρυθμούς άνω του 10% και με προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές σε φιλολαϊκή κατεύθυνση (θέσπιση εβδομαδιαίας 36ωρης εργασίας με εξαήμερο 6ωρο, έναντι 44 ωρών που ισχύει σήμερα, ανάδειξη της λαϊκής συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα, αντι-νεοφιλελεύθερη οικονομία, μέτρα κατά των ιδιωτικοποιήσεων, ψήφος στα 16 αντί τα 18, εγγύηση δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κτλ), κανείς δε θα περίμενε μια τέτοια αποτυχία. Δε θα περίμενε μια αποχή της τάξης του 44% μπροστά σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα όπως η συνταγματική αναθεώρηση και μάλιστα όταν αυτή παρουσιάζεται ότι κινείται στην κατεύθυνση ριζικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που πολιτογραφήθηκαν ως «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα».
Μήπως η φτωχολογιά της χώρας έπαψε πια να ενδιαφέρεται για την κοινωνική αλλαγή ή μήπως φοβήθηκε από τις υπερεξουσίες του Προέδρου, που έδινε το νέο σύνταγμα (όπως η αύξηση της προεδρικής θητείας από 6 σε 7 χρόνια, η απεριόριστη δυνατότητα εκλογής του ίδιου Προέδρου, αυξημένος έλεγχος του στρατού από τον Πρόεδρο, δυνατότητα επιβολής λογοκρισίας στα ΜΜΕ σε περίπτωση κήρυξης καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» από τον Πρόεδρο κτλ); Μήπως ο Τσάβες βιάστηκε και υποτίμησε την αναγκαιότητα πλατιάς συζήτησης των συνταγματικών αλλαγών, με αποτέλεσμα να μη γίνουν κατανοητές από το λαό, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι οπαδοί του; Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια πρώτη απάντηση στα ερωτήματα που τίθενται, χωρίς να διεκδικούμε τα σκήπτρα του «ειδικού αναλυτή», ούτε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να εξαντλήσουμε το θέμα μέσα από τις στήλες μιας εφημερίδας.
♦ Δικτατορία ή σοσιαλισμός;
Από τότε που εκλέχθηκε ο Τσάβες στην προεδρία της Βενεζουέλας (το Δεκέμβρη του 1998) το παραπάνω ερώτημα αποτελεί πεδίο διεθνών αντιπαραθέσεων γύρω από το χαρακτήρα της εξουσίας του. Οι σκληροί νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί, κόμματα και Τύπος επικεντρώνουν τα πυρά τους στη «δικτατορική εξουσία» του. Οι οπαδοί του – συχνά ένθερμοι – υποστηρίζουν ότι βρίσκεται μπροστά από την εποχή του στον αγώνα για την αναγέννηση του σοσιαλιστικού οράματος που τόσο δυσφημίστηκε από τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Οσοι όμως πιστεύουν ότι τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα δεν καθορίζονται από τις διακηρύξεις των ηγετών τους, αλλά από την οικονομική κατάσταση των εργαζόμενων στρωμάτων και την κατάσταση της ιδιοκτησίας πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στις διαπιστώσεις τους. Γιατί σοσιαλισμός χωρίς ικανοποίηση όχι μόνο των στοιχειωδών αναγκών διαβίωσης (αυτό μπορούν να το κάνουν και τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη για να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή), αλλά των διαρκώς αυξανόμενων υλικών και πνευματικών αναγκών της πλατιάς μάζας του εργαζόμενου λαού, με κινητοποίηση της ίδιας της εργατικής τάξης για τη συντριβή της παλιάς (αστικής) κρατικής μηχανής, δε μπορεί να υπάρξει.
Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει δεν είναι αν στη Βενεζουέλα υπάρχει «δικτατορία ή σοσιαλισμός» ή ,αν θέλετε, «κοινωνική προετοιμασία για το σοσιαλισμό», αλλά κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι το εγχείρημα Τσάβες ανοίγει νέους δρόμους στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση ή αναμασά παλαιότερες αντιλήψεις και πρακτικές που στις σημερινές εποχές φαντάζουν ριζοσπαστικότερες παρά ποτέ. Πρώτο μέλημά μας, λοιπόν, είναι να εστιάσουμε στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα των οχτώ χρόνων διακυβέρνησης Τσάβες. Αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε παρακάτω.
♦ Κοινωνική πολιτική…
Θα πρέπει να είναι κανείς εντελώς τυφλός για να μη διαπιστώνει ότι στα χρόνια της προεδρίας Τσάβες ο λαός της Βενεζουέλας καλυτέρεψε το βιοτικό του επίπεδο. Αυτό δεν το αμφισβητεί ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που σε πρόσφατο τεύχος του περιοδικού του αναφέρει: «Παρά την παρατηρούμενη αύξηση στην ανισότητα, τα εισοδήματα ανά κάτοικο έχουν αυξηθεί σχεδόν σ’ όλες τις περιοχές για όλα τα τμήματα του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των πιο φτωχών» (IMF Survey Magazine, 10/10/2007).
Μια απλή σύγκριση με το ποσοστό φτώχειας πριν την εκλογή Τσάβες είναι καταλυτική. Το ποσοστό των νοικοκυριών που βρίσκονταν κάτω από το όριο φτώχειας κυμαινόταν μεταξύ 55.6% και 43.9% στα χρόνια 1997-98, ενώ των ατόμων ήταν ακόμα μεγαλύτερο (60.9% – 50.4%), σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που μετέφρασε στα αγγλικά ομάδα αμερικάνων ερευνητών[1]. Τα άτομα που ήταν «εξαιρετικά φτωχά» ανέρχονταν σε 29,5% με 20,3% του συνόλου, τα χρόνια 1997-98. Η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά στα χρόνια του Τσάβες (με εξαίρεση την οικονομική κρίση του 2003, την εποχή δηλαδή των απεργιών στην πετρελαιοβιομηχανία, που οργανώθηκαν από την αντιπολίτευση, όταν τα ποσοστά φτώχειας ξεπέρασαν αυτά του 1997). Το ποσοστό της φτώχειας το δεύτερο μισό του 2006 ήταν 30,6% για τα νοικοκυριά και 36,3% για τα άτομα, με τους «εξαιρετικά φτωχούς» να φτάνουν μόλις στο 11,1%.
Το ίδιο ισχύει και για το ποσοστό ανεργίας. Η ανεργία ανερχόταν σε 15% τον Ιούνη του 1999, αυξήθηκε σε 18,4% τον Ιούνη του 2003 (λόγω της κρίσης που αναφέραμε παραπάνω) και μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο της δεκαετίας (8.3%) τον Ιούνη του 2007.
Οσον αφορά στον τομέα της Υγείας, το 1998 υπήρχαν μόλις 1.628 γιατροί πρώτης ανάγκης σε ένα πληθυσμό 23.4 εκατ. κατοίκων, ενώ σήμερα ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 19.571 για πληθυσμό 27 εκατ. κατοίκων, δηλαδή υπερδεκαπλασιάστηκε. Οι κοινωνικές δαπάνες υπερτριπλασιάστηκαν από το 1998, ενώ η δημιουργία σειράς πάνω από 15.000 καταστημάτων που πουλούν τρόφιμα σε χαμηλές τιμές (27% με 39% κάτω από τις τιμές της αγοράς), μέσω επιδότησης των τιμών από το κράτος, έδωσε στο πιο φτωχό τμήμα του πληθυσμού μια ανάσα για να μπορέσει να αποφύγει την απόλυτη εξαθλίωση.
Ο Τσάβες λοιπόν «έδωσε ψωμί στο λαό», αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, γι’ αυτό και κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αγάπη χιλιάδων εργατών και αγροτών, που τον υπερψήφισαν επανειλημμένα. Είχε αυτή τη δυνατότητα, μια και η αύξηση των τιμών του πετρελαίου (ακόμα και πάνω από όσο την είχε προϋπολογίσει) του έδινε τη δυνατότητα άσκησης μιας ρεφορμιστικής πολιτικής, με σκοπό τη μείωση της εξαθλίωσης που μάστιζε τη χώρα. Ταυτόχρονα, έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερους φτωχούς ανθρώπους να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στα λεγόμενα «Μπολιβαριανά σχολεία» πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου οι μαθητές αυξήθηκαν από περίπου 270 χιλιάδες το 1999, σε πάνω από 1 εκατομμύριο το 2005[1].
♦ …με «ιδιωτική πρωτοβουλία»
Ολα αυτά όμως έγιναν χωρίς να αναιρεθεί ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας. Μπορεί ο Τσάβες να έκανε εθνικοποιήσεις σε σημαντικούς τομείς (όπως οι τηλεπικοινωνίες αλλά και ο πετρελαϊκός τομέας, στο πλαίσιο του οποίου μεταβιβάστηκε στην κρατική πετρελαϊκή εταιρία PDVSA το 60% των μετοχών της γεώτρησης Ορινόκο που ελέγχεται από ξένες εταιρίες και παράγει το 1/5 της πετρελαϊκής παραγωγής της χώρας), παρολαυτά όμως, ο ιδιωτικός τομέας αύξησε τη δύναμή του σε σχέση με το δημόσιο, όπως φαίνεται στους Πίνακες 1 & 2.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Πίνακα 1, το παραγόμενο προϊόν του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 12,3% το 2006, έναντι αύξησης κατά 2,9% του δημόσιου τομέα, δηλαδή η αύξηση ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερη. Κάπως διαφοροποιημένη δείχνει η κατάσταση όσον αφορά στις επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο (κτίρια, μηχανήματα κτλ), που φαίνονται στον Πίνακα 2. Με εξαίρεση το 2003 (χρονιά μεγάλης οικονομικής κρίσης στη Βενεζουέλα), ο ιδιωτικός τομέας υπερέχει του δημόσιου, όχι όμως τόσο πολύ όσο στο παραγόμενο προϊόν.
Ο ίδιος ο Τσάβες έχει δηλώσει τη θέση του σχετικά με το ρόλο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στο δικό του «σοσιαλισμό», από την εκπομπή του «Αλό Πρεζιντέντε», στην οποία εκλαϊκεύει την πολιτική του στις πλατιές λαϊκές μάζες: «Ο δικός μας σοσιαλισμός αποδέχεται την ιδιωτική ιδιοκτησία, αλλά αυτή θα πρέπει να είναι στα νόμιμα πλαίσια και να λειτουργεί για τα κοινωνικά συμφέροντα. Επίσης, αποδέχεται την παρουσία ξένων ιδιωτικών επιχειρήσεων προερχόμενων από οποιαδήποτε χώρα, αρκεί αυτές να αποδέχονται την εθνική ακεραιότητα της Βενεζουέλας» (Ιούλης 2007).
Τα όρια, επομένως, της «μπολιβαριανής επανάστασης», οχτώ χρόνια τώρα, δεν ξεπέρασαν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων στη χώρα κι ούτε φαίνεται να είναι αυτός ο στόχος του Τσάβες, ο οποίος θυμίζει περισσότερο ένα νέο Αλιέντε ή Νάσερ, παρά ένα νέο… Λένιν. Ας μην ξεχνάμε ακόμα, ότι εθνικοποιήσεις δε σημαίνει αυτόματα και σοσιαλισμός. Γι’ αυτά, όμως, θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές:
[1] «Η οικονομία της Βενεζουέλας στα χρόνια του Τσάβες», Ιούλης 2007. Εκθεση του αμερικάνικου «Κέντρου Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών», το οποίο επιχειρεί μια πιο αντικειμενική παρουσίαση της κατάστασης της οικονομίας της Βενεζουέλας, επικαλούμενο τα στοιχεία του «Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής της Βενεζουέλας» και της «Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας».
Στο επόμενο: Η κοινωνική ανισότητα και η διαφθορά. Οι κοπερατίβες και η λαϊκή κινητοποίηση.