Οσο υπάρχει καπιταλισμός ο λαός πάντα θα παίρνει τα όπλα. Ειρήνη μπορεί να υπάρξει, αλλά όχι μέσα σε αυτό το σύστημα. Τα λόγια του πενηντάχρονου πρώην διοικητή των FARC, Ρόμπινσον Ραμίρες Φράνκο, βάζουν τα πράγματα στην θέση τους σκονίζοντας τους γυαλιστερούς πασιφιστικούς μύθους του στρατοπέδου που στήριξε τη συμφωνία ειρήνευσης μεταξύ των FARC και της κυβέρνησης Σάντος στην Κολομβία, αλλά και το success story με το οποίο θέλει να συνταξιοδοτηθεί πολιτικά ο ίδιος o Σάντος το ερχόμενο καλοκαίρι.
Ενας χρόνος συμπληρώθηκε από τη σύναψη της συμφωνίας ειρήνευσης, με την ευδαιμονία, λόγω της οριστικής παύσης της ένοπλης σύγκρουσης, να έχει διαδεχτεί έντονος προβληματισμός. Ο ηγέτης των FARC, Ροδρίγο Λοντόνιο, δήλωσε πρόσφατα ότι η συμφωνία απέτυχε παταγωδώς να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που δημιούργησε. Αυτό που εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή στην Κολομβία δεν είναι το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ο Λοντόνιο κατηγόρησε τον Σάντος ότι με την οριακή πλειοψηφία που έχει στο Κογκρέσο αδυνατεί να υλοποιήσει τις πολιτικές και αγροτικές μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία που οδήγησε στον αφοπλισμό 7.000 ανταρτών των FARC.
Παράλληλα, οι παραστρατιωτικοί αυξάνουν την παρουσία τους στις περιοχές που δρούσαν παλιότερα οι FARC, αφού πλέον δεν αντιμετωπίζουν κανέναν κίνδυνο και παραμένουν στο απυρόβλητο από το κολομβιανό κράτος. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν οι υπηρεσίες που πρόσφεραν στο κράτος τα τάγματα θανάτου των παραστρατιωτικών για την καταπολέμηση του αντάρτικου και την καταστολή του εργατικού κινήματος στη χώρα με τις εκατοντάδες δολοφονίες συνδικαλιστών ήταν πολύτιμες. Ταυτόχρονα, το νομοθετικό πλαίσιο με βάση το οποίο θα δικαστούν όσοι αντάρτες έχουν διαπράξει «εγκλήματα» είναι έτοιμο για ψήφιση από το Κογκρέσο. Με βάση τη συγκεκριμένη νομοθεσία, όσοι αντάρτες καταδικαστούν θα αναγκαστούν να καταβάλουν αποζημίωση στα «θύματά» τους ή να δουλέψουν εκατοντάδες ώρες κοινωνικής εργασίας, ακόμα και στην αποναρκοθέτηση ολόκληρων περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του κυβερνητικού στρατού.
Η θητεία του Σάντος λήγει τον Αύγουστο του 2018 και παρά το γεγονός ότι η συμφωνία έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τις επόμενες κυβερνήσεις, πολλοί αναλυτές φοβούνται ότι η επόμενη κυβέρνηση θα βάλει ακόμα περισσότερα εμπόδια στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων, ειδικά όσον αφορά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν μια μικρή ανάσα στα εκατομμύρια των φτωχών αγροτών της Κολομβίας, που ζουν σε συνθήκες ένδειας καλλιεργώντας τη γη τους με πρωτόγονες μεθόδους.
Μετά την σύναψη της συμφωνίας, οι FARC μετασχηματίστηκαν σε πολιτικό κόμμα με την ονομασία Λαϊκή Εναλλακτική Επαναστατική Δύναμη. Με βάση τη συμφωνία, έχουν εξασφαλισμένες 10 θέσεις στο Κογκρέσο μέχρι το 2026. Το πρόγραμμά τους έχει σαν αιχμή του δόρατος την υλοποίηση των αγροτικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στη συμφωνία. Η ιστορία όμως δείχνει ότι οι καπιταλιστές και το κράτος τους παίρνουν μέτρα προς όφελος του λαού μόνο υπό την πίεση της λαϊκής αντιβίας και του ξεσηκωμού, ένοπλου ή μη. Από τη στιγμή που τα αντάρτικα όπλα σίγησαν, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα υλοποιηθεί έστω και μέρος της συμφωνίας ειρήνευσης.
Την πλαστή εικόνα της νέας και ευημερούσας Κολομβίας, μετά το τέλος της ένοπλης διαμάχης, που προσπαθεί να παρουσιάσει ο Σάντος, έρχεται να διαλύσει ο λαϊκός ξεσηκωμός στην πόλη Μπουεναβεντούρα στα ανατολικά της χώρας. Για πάνω από 22 μέρες, τον περασμένο Μάη και Ιούνη, τα λαϊκά στρώματα και η εργατική τάξη της πόλης κατέβηκαν σε γενική απεργία, νεκρώνοντας την πόλη με καθημερινές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τα κολομβιανά ΜΑΤ. Τα αιτήματα της απεργίας ήταν η κατασκευή ενιαίου δικτύου αποχέτευσης, υδραγωγείου για σταθερή υδροδότηση της πόλης, νοσοκομείου και εργατικών κατοικιών. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι φτωχοί κάτοικοι της πόλης κατέβηκαν στον δρόμο. Το ίδιο είχε συμβεί το 2014, με την κυβέρνηση να δεσμεύεται ότι θα βελτιώσει την κατάσταση στην πόλη για να υπαναχωρήσει από τις δεσμεύσεις της λίγο μετά. Τώρα, η κυβέρνηση Σάντος δεσμεύτηκε ότι σε πρώτη φάση θα χρηματοδοτήσει την κατασκευή δικτύου αποχέτευσης με 430.000 δολάρια, ποσό που μόνο σαν φάρσα μπορεί να εκληφθεί από τους κατοίκους, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες ζωής στην πόλη, που μοιάζουν με αυτές της πολιορκημένης από τους σιωνιστές, Γάζας. Το 80% του πληθυσμού της πόλης ζει κάτω από το όριο της φτώχειας με την ανεργία να φτάνει το δυσθεώρητο 64%.
Από το 1998, στην πόλη έχουν εγκατασταθεί παραστρατιωτικές ομάδες που ελέγχουν τη διακίνηση των ναρκωτικών στην ευρύτερη περιοχή και ενίοτε λειτουργούν σαν στρατός καταστολής λαϊκών και εργατικών αγώνων που ξεσπούν στην περιοχή. Η πόλη έχει ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας, που όταν ιδιωτικοποιήθηκε τη δεκαετία του ‘90 χιλιάδες λιμενεργάτες πετάχτηκαν στην ανεργία, αδυνατώντας έκτοτε να βρουν σταθερή δουλειά.