«Ενας αριθμός 4.2 εκατομμυρίων Ιρακινών εκτιμάται ότι ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους, με μηνιαίο ρυθμό εκτοπίσεων πάνω από 60.000 ανθρώπους». Αυτό υποστήριξε ο εκπρόσωπος τύπου της ύπατης αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες UNHCR (UN High Commissioner for Refugees), σύμφωνα με το γαλλικό πρακτορείο την περασμένη Τρίτη, αποτυπώνοντας με ψυχρά νούμερα τη βαρβαρότητα του πολέμου στο Ιράκ 4.5 χρόνια μετά την «απελευθέρωσή» του από τους Αμερικανοβρετανούς. Οι μισοί σχεδόν είναι εσωτερικοί πρόσφυγες (από τους οποίους οι μισοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους μετά τις περσινές βομβιστικές επιθέσεις στη Σαμάρα), ενώ πάνω από 1.4 εκατομμύρια εκτιμάται ότι βρήκαν καταφύγιο στη Συρία και 500 – 750 χιλιάδες στην Ιορδανία.
Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε το γιατί. Το Ιράκ έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο σφαγείο με τον εμφύλιο πόλεμο να μαίνεται παράλληλα με την αντίσταση στους κατακτητές, δημιουργώντας ένα σκηνικό που κάθε άλλο παρά νίκη για τους κατακτητές μπορεί να χαρακτηριστεί. Ενδεικτικό στοιχείο η μικρή παραγωγή πετρελαίου, που ακόμα δεν έχει φτάσει στα προπολεμικά επίπεδα (τον Ιούλη μόλις έφτασε τα 2.2 εκατ.βαρέλια την ημέρα, όταν το προπολεμικό μέγιστο, εν καιρώ διεθνούς εμπάργκο, ξεπερνούσε τα 3 εκατομμύρια). Χαρακτηριστικότερο όμως στοιχείο αυτής της κατάστασης είναι ότι μετά την πλήρη αποχώρηση των στρατευμάτων της Δανίας από το Ιράκ, ήρθε η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει ολοκληρωτικά από τη Βασόρα (και να εγκατασταθεί έξω από την πόλη), εφόσον οι 5.500 στρατιώτες της έχουν χτυπηθεί πάνω από 600 φορές με ρουκέτες και όλμους μόνο τους τελευταίους τέσσερις μήνες, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα “Independent” (10/8/2007). Γεγονός που οδήγησε ανώτατο Αμερικάνο αξιωματούχο να υποστηρίζει ότι «οι Βρετανοί βασικά ηττήθηκαν στο νότο».
Οι παραπάνω επιθέσεις, σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, δεν έγιναν από την Αλ Κάιντα ή άλλους σουνίτες αντάρτες, αλλά από σιιτικές πολιτοφυλακές, οι οποίες, σύμφωνα με την έκθεση του “International Crisis Group” τον περασμένο Ιούνη, ελέγχουν την πόλη και είναι πιο δυνατές παρά ποτέ. Δυνατότερη πολιτοφυλακή (με 17.000 άντρες, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες εκτιμήσεις) φαίνεται να είναι ο στρατός Αλ Μεχντί του πάλαι ποτέ ριζοσπάστη σιίτη κληρικού Μοκτάντα Αλ Σαντρ, ο οποίος δυστυχώς παίζει ενεργό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο έχοντας επιλέξει τη δική του πορεία για την αναρρίχηση στην εξουσία μετά την αποχώρηση των κατακτητών (όποτε κι αν γίνει αυτή), πότε αφήνοντας τους ενόπλους του να χτυπούν τους κατακτητές και πότε να κάνουν φυλετικές εκκαθαρίσεις, μη εγκαταλείποντας τη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία αλλά κρατώντας αποστάσεις από την κυβέρνηση Μαλίκι (οι έξι βουλευτές που πρόσκεινται σ’ αυτόν συμμετέχουν κανονικά στο κοινοβούλιο, αλλά όχι στην κυβέρνηση).
Η τελευταία, σε μια προσπάθεια να φανεί ότι κάνει προόδους στην «εθνική συμφιλίωση», υπέγραψε συμφωνία με Κούρδους και Σουνίτες ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο Ταρίκ Αλ Χασίμι, ηγέτης του Ισλαμικού Κόμματος (του δημοφιλέστερου νόμιμου σουνιτικού κόμματος), σύμφωνα με την οποία δίνεται η δυνατότητα να επανέλθουν σε κρατικά πόστα ορισμένα πρώην μέλη του Μπάαθ. Ομως, η συμφωνία αυτή, που υπογράφηκε την περασμένη Κυριακή, με την υποστήριξη του αμερικανού πρέσβη, είναι καλή μόνο για να παρουσιάσει ο τελευταίος κάποια καλά νέα στην κυβέρνησή του. Αυτό δεν το ισχυριζόμαστε μόνο εμείς, αλλά και αρθογράφος του περιοδικού Time σε άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «γιατί η συμφωνία της Βαγδάτης δεν είναι συμφωνία» (29/8/07).
Χαρακτηριστικό είναι ότι μία μέρα μετά τη «συμφωνία» ο ίδιος ο Χασίμι δήλωσε ότι το σουνιτικό μπλοκ (απαρτίζεται από τρία σουνιτικά κόμματα και κατέβηκε στις τελευταίες εκλογές με την επωνυμία «Μέτωπο Ιρακινής Συμφωνίας»), το οποίο την 1η Αυγούστου αποχώρησε από την κυβέρνηση, δεν προτίθεται να επιστρέψει μέχρι να δει απτές αποδείξεις κι όχι μόνο λόγια για την εφαρμογή της. Ο δε Αντνάν Αλ Ντουλάιμι, που συμμετέχει επίσης στο σουνιτικό μπλοκ ως ηγέτης του κόμματος «Γενικό Συμβούλιο του Λαού του Ιράκ», δήλωσε ότι αμφιβάλλει αν η συμφωνία θα εφαρμοστεί, ισχυριζόμενος ότι από την προηγούμενη εμπειρία του με τον Μαλίκι πιστεύει ότι η συμφωνία περιέχει περισσότερο υποσχέσεις παρά μέτρα που πρόκειται να εφαρμοστούν.
Δεν είχαν προλάβει να στεγνώσουν οι υπογραφές της «συμφιλίωσης» και σφοδρές μάχες ξέσπασαν στην Καρμπάλα μεταξύ του στρατού του Αλ Μεχντί (του Σαντρ) και της πολιτοφυλακής Μπαντρ (ένοπλο τμήμα του «Ανώτατου Συμβουλίου για την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράκ», της θεωρούμενης ως μεγαλύτερης σιιτικής οργάνωσης που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στην κυβέρνηση). Οι συγκρούσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν πάνω από 52 άτομα. Ενα εκατομμύριο προσκυνητές, που είχαν συρρεύσει για να συμμετάσχουν στην ιερή γιορτή των σιιτών μουσουλμάνων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και η κυβέρνηση να επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας επ’ αόριστο. Τελικά, οι μάχες κόπασαν και ο Σαντρ διέταξε την αναστολή όλων των επιχειρήσεων του στρατού του Αλ Μεχντί για έξι μήνες, πράγμα όμως που δε γνωρίζουμε κατά πόσο μπορεί να το εφαρμόσει στην πράξη. Οι τελευταίες συγκρούσεις κατέδειξαν το ατέλειωτο κουβάρι αντιπαραθέσεων, που πολλές φορές παίρνουν ένοπλο χαρακτήρα στο Ιράκ. Τίποτα δεν δείχνει ότι υπάρχει διέξοδος σταθεροποίησης της κατάστασης στη χώρα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση.