Ο «αέρας της δημοκρατίας» ξαναφύσηξε στην Τουρκία. Μιας «δημοκρατίας» που γεννήθηκε ομαλά μέσα από τη στρατιωτική χούντα της δεκαετίας του ’80, γι’ αυτό και έχει έντονο το στίγμα της ισχύος των στρατηγών, που εξακολουθούν να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Αν και ακούγεται παράδοξο, ο Ερντογάν, παρά την σαρωτική του νίκη και την κατά το 1/3 αύξηση του ποσοστού του κόμματός του στις τελευταίες εκλογές (από 34.3% το 2002, έφτασε στο 46.8%) είναι ο μεγαλύτερος χαμένος από το εκλογικό αποτέλεσμα. Γιατί αυτό που μετράει στην αντιπαράθεσή του με τους στρατηγούς δεν είναι ο αριθμός των ψήφων αλλά οι έδρες που έχει στο κοινοβούλιο, οι οποίες έπεσαν από 363 σε 341, εξαιτίας της εισόδου του Εθνικιστικού Κόμματος του Μπαχτσελί στη νέα Βουλή. Ετσι, ο Ερντογάν στερείται της απαραίτητης πλειοψηφίας (2/3 της Βουλής, δηλαδή 367 ψήφους) για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και όλα θα παιχτούν στο Δημοψήφισμα που θα γίνει το Φθινόπωρο για εκλογή απ’ ευθείας από το λαό.
Αυτά όμως αφορούν τη διαμάχη του Ερντογάν με τους στρατηγούς και όχι τα πραγματικά λαϊκά προβλήματα. Γιατί αυτά δεν λύθηκαν με τη διακυβέρνηση του «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP) του πολλά υποσχόμενου «άφθαρτου ισλαμιστή» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρά την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη που σημειώθηκε στα χρόνια της «μαντίλας».
«Η οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο όρο 7.3% ετησίως από τότε που το ΑΚΡ πήρε την εξουσία το Νοέμβριο του 2002, ενώ ο πληθωρισμός έπεσε από πάνω από 50% σε κάτω από 10% και το έλλειμμα του προϋπολογισμού διατηρείται κάτω από το 1%. Η σταθερή ανάπτυξη ώθησε το ανά κάτοικο εισόδημα της χώρας στο εντυπωσιακό επίπεδο των 5000 δολαρίων. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Τουρκίας ξεπέρασε τα 400 δισ. δολάρια, οι εξαγωγές εκτινάσσονται στα ύψη και το χρηματιστήριο ξεπερνάει όλα τα ρεκόρ. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ έφερε εις πέρας επιτυχώς ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Για πρώτη φορά, σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα έδωσαν αξιοπιστία στον εξασθενημένο οικονομικό τομέα. Οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν από 6 δισ. δολάρια το 2002 σε 88 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης του ΑΚΡ», αναφέρουν οι «Asia Times» σε δημοσίευμά τους το περασμένο Σάββατο (21/7). Κι όμως, αυτή η «εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη» δεν οδήγησε σε μείωση των οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Συμπληρώνει η ίδια εφημερίδα: «Αχίλλειος πτέρνα του ΑΚΡ έχει γίνει η εισοδηματική διαφορά που το οικονομικό της πρόγραμμα δημιούργησε. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ πήρε μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για τη στήριξη των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας, αλλά αυτά ήταν μόνο καταπραϋντικά μέτρα. Για ένα κόμμα όπως το ΑΚΡ, το οποίο ισχυριζόταν ότι αντιπροσώπευε τους φτωχούς ανθρώπους, αποτελεί αντιφατικό ρεκόρ ότι η αναπτυσσόμενη οικονομία οδήγησε στη δημιουργία περισσότερου πλούτου για τα πιο εύρωστα τμήματα της κοινωνίας. Η “δημοτικότητα” του ΑΚΡ στην εργατική τάξη, παρολαυτά, εξηγείται κυρίως από την έλλειψη έμπνευσης από τις σοσιαλδημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις» (Asia Times, 21/7/07).
Οι «ισλαμιστές» αποδείχθηκαν στην Τουρκία τόσο «εκσυγχρονιστές» που πολλοί εδώ θα τους ζήλευαν. Και οι «εκσυγχρονιστές» ή θιασώτες του «κοσμικού κράτους» (διάβαζε Μπαϊκάλ) φάνηκαν τόσο οπισθοδρομικοί όσο κανείς δεν θα φανταζόταν, αφού στη διαμάχη Ερντογάν-Στρατού συντάχτηκαν με τον δεύτερο. Η μόνη ίσως πολιτική δύναμη που είχε συνέπεια ήταν οι φασίστες του Μπαχτσελί, που κατόρθωσαν να μπουν με τον τσαμπουκά στη Βουλή κερδίζοντας πάνω από 14%.
Ο «αέρας της δημοκρατίας» φύσηξε λοιπόν στην Τουρκία. Πνίγοντας την ταξική συνείδηση, πνίγοντας ακόμα και την κουρδική αντίσταση που της έδωσε (έστω και υπό την έννοια των «ανεξάρτητων υποψηφίων») την ψευδεπίγραφη ελευθερία έκφρασής της στη νέα βουλή (με 20 έδρες παρακαλώ). Οι λαοί της Τουρκίας, με πάνω από 80% συμμετοχή στις εκλογές, δυστυχώς ακολούθησαν το δρόμο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, αναθέτοντας την επίλυση των προβλημάτων τους σε έναν από τους εραστές της αστικής εξουσίας και βιαστές ταυτόχρονα των αναγκών των εργαζόμενων στρωμάτων. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ομως, οι κοινωνικές αντιθέσεις καραδοκούν κι αυτό δε μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας. Αντιθέσεις που για την ώρα φαίνεται ότι μπορούν να τις διαχειρίζονται οι έχοντες και κατέχοντες το χρήμα και την εξουσία. Αυτό, όμως, δε θα μπορέσουν να το κάνουν εσαεί.