11/7/2010
Στην άλλοτε ήσυχη βόρεια επαρχία Κουντούζ, τουλάχιστον 11 αστυνομικοί και ένας κυβερνητικός αξιωματούχος με το σωματοφύλακά του σκοτώθηκαν από επιθέσεις ανταρτών. Επίσης, δύο γερμανοί στρατιώτες τραυματίστηκαν, όταν το αυτοκίνητό τους χτυπήθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο οδόστρωμα. Συνολικά, 23 αφγανοί αστυνομικοί σκοτώθηκαν και 69 τραυματίστηκαν από επιθέσεις ανταρτών μέσα σε μια βδομάδα, σύμφωνα με ανακοίνωση του αφγανικού υπουργείου Εσωτερικών.
Την ίδια μέρα, έγιναν διαδηλώσεις σε δύο πόλεις του Αφγανιστάν. Περίπου 1.000 διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους της πόλης Πούλι Αλάμ της επαρχίας Λογκάρ και άλλοι τόσοι στην πόλη Μαζάρ-Ι-Σαρίφ της επαρχίας Κουντούζ, φωνάζοντας συνθήματα κατά των δυνάμεων κατοχής και της κυβέρνησης Καρζάι και εκφράζοντας την οργή τους για τη δολοφονία 17 πολιτών στη νοτιοανατολική επαρχία Πάκτια και 2 ακόμη στη Μαζάρ-Ι-Σαρίφ από νατοϊκά πυρά..
13/7/2010
Τρεις αμερικάνοι στρατιώτες και ένας αφγανός αστυνομικός σκοτώθηκαν από επίθεση αυτοκτονίας σε συγκρότημα της αφγανικής αστυνομίας στην Κανταχάρ.
Την ίδια μέρα, 3 βρετανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και τέσσερις ακόμη τραυματίστηκαν, όταν ένας αφγανός στρατιώτης εκτόξευσε μια ρουκέτα εναντίον τους στη νότια επαρχία Χέλμαντ, ανεβάζοντας στους 356 τον αριθμό των νεκρών βρετανών στρατιωτών στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Ο αφγανός στρατιώτης κατέφυγε σε περιοχή που ελέγχεται από τους Ταλιμπάν και βρίσκεται υπό την προστασία τους, όπως ανακοίνωσε εκπρόσωπός τους.
14/7/2010
Πέντε αμερικάνοι στρατιώτες σκοτώθηκαν στο νότιο Αφγανιστάν. Οι τέσσερις από έκρηξη βόμβας και ο πέμπτος από «ελαφρά πυρά».
Συνολικά, 12 νατοϊκοί στρατιώτες σκοτώθηκαν σε 48 ώρες στο νότιο Αφγανιστάν.
Ιδού ένα ελάχιστο πρόσφατο δείγμα της εξέλιξης του αμερικανονατοϊκού πολέμου στο Αφγανιστάν. Αξίζει να σημειωθεί το περιστατικό της επίθεσης του αφγανού στρατιώτη εναντίον των βρετανών στρατιωτών, το δεύτερο παρόμοιο μέσα σε 8 μήνες, γιατί επιβεβαιώνει ένα αποκλειστικό δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Independent» (11/7/10), το οποίο αποκαλύπτει ότι η αμερικάνικη στρατηγική συγκρότησης ισχυρών και αξιόμαχων αφγανικών δυνάμεων Ασφάλειας, που θα πάρουν τη θέση των κατοχικών στρατευμάτων όταν αρχίσει η αποχώρηση των τελευταίων, βρίσκεται ουσιαστικά στον αέρα.
Σύμφωνα με την έρευνα του «Independent», «το στρατηγικό σχέδιο δημιουργίας μιας αφγανικής δύναμης ασφάλειας για να αντικαταστήσει τα αμερικάνικα και βρετανικά στρατεύματα που πολεμούν στο Αφγανιστάν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, με τις τοπικές δυνάμεις να είναι ένα μικρό μόνο μέρος από τον αριθμό που δηλώνεται, με τους Ταλιμπάν να έχουν διεισδύσει σε ανώτερα κλιμάκια, ενώ μαστίζονται από τη διαφθορά και τη ναρκοεξάρτηση».
Η έρευνα επικαλείται την έκθεση του Arnold Field, του αμερικάνου Ειδικού Επιθεωρητή για την Ανοικοδόμηση στο Αφγανιστάν, o οποίος χαρακτηρίζει «αναξιόπιστη» τη μέθοδο με την οποία εκτιμάται η ικανότητα του αφγανικού στρατού και της αστυνομίας και προειδοποιεί ότι οι «επιχειρησιακές τους ικανότητες έχουν υπερεκτιμηθεί» και ότι ακόμη και οι μονάδες τους που κατατάσσονται στην κορυφή της κλίμακας δεν είναι ικανές να κάνουν επιχειρήσεις ανεξάρτητα.
Η έρευνα του «Independent» αποκαλύπτει επίσης ότι «η πραγματική δύναμη των αφγανικών δυνάμεων Ασφάλειας – αυτών που έχουν εκπαιδευτεί και έχουν κριθεί ικανές να επιχειρούν ανεξάρτητα – είναι μόλις 34.000, δηλαδή σχεδόν το ένα έβδομο του αριθμού των 236.000 που δηλώνεται επίσημα». Επισημαίνει επίσης ότι, εκτός των άλλων, οι Ταλιμπάν έχουν διεισδύσει σε ανώτερα κλιμάκια και επικαλείται δύο περιπτώσεις, οι οποίες αναφέρονται και σε πρόσφατη έκθεση του Πενταγώνου. Την περίπτωση ενός αστυνομικού διοικητή, ο οποίος βρέθηκε να έχει αναμειχθεί σε μια σειρά επιθέσεων εναντίον των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων καθώς και στην απαγωγή και τη δολοφονία ενός αμερικάνου πολίτη, και την περίπτωση ενός γνωστού διοικητή των Ταλιμπάν, που ανακαλύφθηκε να υπηρετεί στον αφγανικό στρατό.
Τη ζοφερή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικάνοι στο Αφγανιστάν δίνει πληθώρα πρόσφατων δημοσιευμάτων του διεθνούς τύπου, από τα οποία επιλέγουμε, λόγω έλλειψης χώρου, να κλείσουμε με λίγα αποσπάσματα από σχετικό άρθρο της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» (9/7/10), με τίτλο «Το Αφγανιστάν είναι καταστροφή».
Το άρθρο αυτό γράφτηκε μετά την ανακοίνωση της βρετανικής κυβέρνησης, στις 6 Ιουλίου, ότι τα βρετανικά στρατεύματα θα αποχωρήσουν από την περιοχή Σανγκίν της επαρχίας Χέλμαντ, όπου έχουν χάσει 101 στρατιώτες, το ένα τρίτο του συνόλου των απωλειών τους, μέχρι το τέλος της χρονιάς και θα αντικατασταθούν από αμερικάνικα. Η απόφαση αυτή χαρακτηρίστηκε από τους Ταλιμπάν ως ήττα του βρετανικού στρατού και προειδοποίησαν ότι η ίδια τύχη περιμένει και τα αμερικάνικα στρατεύματα. Το άρθρο αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Καθένας που εμπλέκεται σ’ αυτό τον άθλιο πόλεμο γνωρίζει ότι έχει αποτύχει, μόνο οι ηγέτες πρέπει να μας λένε το αντίθετο….
Ο Ντέιβιντ Κάμερον και ο υπουργός του άμυνας, Λίαμ Φοξ, δεν τολμούν να πουν την αλήθεια την ώρα που τα στρατεύματά τους βρίσκονται στο πεδίο της μάχης. Λένε ότι θα αποχωρήσουν «όταν οι αφγανικές δυνάμεις μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους», που είναι λόγια του αέρα, ή «όταν οι δρόμοι του Λονδίνου είναι ασφαλείς», δηλαδή ποτέ. Μιλάνε επίσης για αποχώρηση μέχρι το 2015, ενώ η βρετανική κυβέρνηση χορηγεί άφθονη βοήθεια στο αφγανικό καθεστώς, γνωρίζοντας ότι η περισσότερη κλεβεται μέσα σε λίγες μέρες…
Και ο Μπάρακ Ομπάμα και ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν μιλάνε για νίκη, παρά μόνο για χρήματα και ημερομηνίες αποχώρησης. Ακούγονται κραυγές για «συνομιλιες με τους Ταλιμπάν», που δηλώνουν προφανώς ηττοπάθεια. Γιατί πρέπει να διαπραγματευτούν οι Ταλιμπάν όταν ετοιμαζόμαστε να αποχωρήσουμε;».