Η εν ψυχρώ δολοφονία δύο εργατών και ο τραυματισμός άλλων έξι, κατά τη διάρκεια εφόδου της αστυνομίας σε κατειλημμένο εργοστάσιο της Μιτσουμπίσι στη Βενεζουέλα, δεν αποτελεί «είδηση» μόνο για το γεγονός αυτό καθαυτό. Οτι δηλαδή η αστυνομία σκοτώνει αγωνιζόμενους εργάτες. Αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη είδηση, εξαιτίας δύο γεγονότων που συνδέονται με αυτή τη δολοφονία. Το πρώτο είναι ότι η δολοφονία έγινε σε μία φιλοτσαβική επαρχία (στην περιφέρεια της Anzoategui, που διοικείται από τον κυβερνήτη Tarek Saab που δηλώνει οπαδός του Τσάβες). Το δεύτερο έχει να κάνει με τη στάση των Αρχών απέναντι στις καταλήψεις εργοστασίων. Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά.
Στις 12 Γενάρη, οι εργάτες του εργοστασίου της Μιτσουμπίσι αποφασίζουν κατάληψη με συντριπτική πλειοψηφία (863 υπέρ, 21 κατά και 3 αποχές). Ο λόγος ήταν η άρνηση της διεύθυνσης του εργοστασίου να επαναπροσλάβει 135 συμβασιούχους εργάτες της Induservis, ενός εργολάβου που παρείχε υπηρεσίες συντήρησης στο εργοστάσιο. Οι εργάτες ζητούσαν να προσληφθούν οι απολυμένοι ως υπάλληλοι της Μιτσουμπίσι. Ταυτόχρονα, συνέδεσαν τον αγώνα τους με αγώνες που δίνονται αυτό τον καιρό σε άλλα εργοστάσια, όπως το εργοστάσιο ανταλλακτικών αυτοκινήτων Vivex, όπως και τα εργοστάσια Franelas Gotcha, INAF και Acerven, που ζητούν εθνικοποίηση και εργατικό έλεγχο. Σημειώνουμε ότι οι επικεφαλής των σωματείων των εργοστασίων της Μιτσουμπίσι και της Vivex (Felix Martinez και Yeant Sabino) δηλώνουν υπέρ της μπολιβαριανής επανάστασης και ανήκουν στο τροτσκιστικό Revolutionary Marxist Current, ενώ τα αφεντικά της Μιτσουμπίσι είναι δηλωμένοι αντίπαλοι του Τσάβες.
Στις 29 Γενάρη, σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Venezuelanalysis (30/1/09), έξω από την πύλη του εργοστασίου εμφανίζονται διοικητικά στελέχη μαζί με την τοπική αστυνομία. Τα στελέχη αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα κατά της κατάληψης και να απαιτούν από τους εργάτες να τη σταματήσουν. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίζονται και τρεις δικαστές, οι οποίοι ξεκινούν «διάλογο» με τους εργάτες. Ο «διάλογος» όσο περνάει η ώρα γίνεται όλο και πιο έντονος, με τους εργάτες να αρνούνται κάθε σκέψη για αποχώρηση. Αφού οι δικαστές είδαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πείσουν τους εργάτες να τερματίσουν την κατάληψη, έδωσαν το πράσινο φως για πιο σκληρά μέτρα. Στην πύλη φτάνει άτομο με κόφτη για να σπάσει το λουκέτο, ενώ καμιά πενηνταριά μπάτσοι παίρνουν θέσεις για να μπουκάρουν στο εργοστάσιο και ρίχνουν χημικά μέσα σ’ αυτό. Οι εργάτες αντεπιτίθενται με βροχή από πέτρες. Λίγο αργότερα ακούγονται πυροβολισμοί και ο 36χρονος Javier Mercano, εργάτης της Μιτσουμπίσι, και ο 23χρονος Pedro Suarez, αλληλέγγυος από άλλο εργοστάσιο, πέφτουν νεκροί.
Οι συγκρούσεις διαρκούν δυο ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η αστυνομία δείχνει τέτοιο «υπερβάλλοντα ζήλο» που επιτίθεται ακόμα και σε αυτοκίνητα που μεταφέρουν τραυματισμένους εργάτες, όπως αναφέρει η ανταπόκριση του Revolutionary Marxist Current. Αναγκάζεται όμως να υποχωρήσει, όταν στο σημείο της σύγκρουσης καταφτάνουν εκατοντάδες εργάτες από γειτονικά εργοστάσια. Μετά το γεγονός, ο κυβερνήτης Tarek θέτει σε διαθεσιμότητα και τους 50 μπάτσους του σώματος άμεσης επέμβασης της αστυνομίας της Anzoategui και στέλνει ομάδα της εγκληματολογικής υπηρεσίας να ερευνήσει το περιστατικό. Εξι μπάτσοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες (σε αντίθεση με τις αρχικές δηλώσεις των Αρχών, ότι οι μπάτσοι δεν πυροβόλησαν). Ο Τσάβες δηλώνει σε τηλεοπτικό του μήνυμα «συντετριμμένος» και «υπέρ των αδύνατων». Ταυτόχρονα, όμως, αφήνει αιχμές, ότι ίσως να υπήρχαν και οπλισμένοι εργάτες που δημιούργησαν τα γεγονότα!
Ισως οι έξι μπάτσοι να καταδικαστούν τελικά για να κατασιγαστεί η λαϊκή αγανάκτηση. Ομως, το γεγονός ότι η «σοσιαλιστική» Αστυνομία και Δικαιοσύνη λειτούργησαν σαν προστάτης των καπιταλιστών δεν αλλάζει. Αυτό που εξέπληξε τους πάντες ήταν η αγριότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι εργάτες, οι οποίοι περίμεναν ότι οι δικαστές θα δώσουν μία προειδοποίηση και θα φύγουν, όπως έκαναν μερικές εβδομάδες πριν στην Vivex. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε περίπτωση να είναι οπλισμένοι, γιατί δεν περίμεναν τέτοια αντιμετώπιση. Οι δικαστές έδωσαν το πράσινο φως στην αστυνομία να επέμβει και επέμειναν στη θέση τους ακόμα κι όταν έμαθαν ότι υπήρξαν νεκροί! Ο,τι και να γίνει από δω και πέρα, τίποτα δεν αλλάζει αυτή την πραγματικότητα.
Εντεκα χρόνια μετά την επικράτηση του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» στη Βενεζουέλα του Ούγο Τσάβες, οι εργάτες εξακολουθούν να ματώνουν για το δίκιο τους. Μπορεί ο Τσάβες να εμφανίζεται σαν υπερασπιστής των δικαιωμάτων των εργατών και να τους καλεί ακόμα και να κάνουν καταλήψεις (σε χρεοκοπημένα εργοστάσια πάντα), όμως αρνείται πεισματικά να εθνικοποιήσει εργοστάσια στα οποία οι εργάτες μάχονται ακόμα και επί μήνες για την εθνικοποίησή τους, ή όταν εθνικοποιεί κάποια το κάνει μετά από πολύ σκληρό αγώνα (όπως, στην περίπτωση της χαρτοβιομηχανίας Venepal που εθνικοποιήθηκε μετά από πάνω από ένα χρόνο αγώνες και καταλήψεις κι αφού είχε χρεοκοπήσει και απολύσει το ένα τρίτο των εργατών που ποτέ δεν επαναπροσλήφθηκαν). Ταυτόχρονα, όπως είχε καταγγείλει τον περασμένο Δεκέμβρη ο πρόεδρος του σωματείου των εργατών της Μιτσουμπίσι, Felix Martinez, έξι βιομηχανίες ανταλλακτικών αυτοκινήτων έκλεισαν και ξανάνοιξαν με τους ίδιους ιδιοκτήτες ως «κοπερατίβες», με μόνο στόχο να σπάσουν τις συμβάσεις με τους εργάτες. Ο… σοσιαλισμός στο απόγειό του!