Η περιοδεία του Μπους στη Λατινική Αμερική και ο εναγκαλισμός του με τον «σοσιαλιστή» πρόεδρο της Βραζιλίας Λούλα Ντα Σίλβα, μετά από τη συνυπογραφή μνημόνιου συνεργασίας από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών για τα βιοκαύσιμα, έβγαλε ξανά στο προσκήνιο τη μεσαιωνική εκμετάλλευση των εργατών στα ζαχαροκάλαμα της Βραζιλίας, που η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Λούλα κάνει πως δεν βλέπει. 200.000 αγροτοεργάτες δουλεύουν για πάνω από 12 ώρες την ημέρα στις φυτείες των ζαχαροκάλαμων κερδίζοντας μόλις 1 δολάριο για κάθε τόνο ζαχαροκάλαμου που θα κόψουν, όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα Guardian (9/3). Εξαναγκασμένοι από την ανεργία που μαστίζει τις περιοχές των άνυδρων βορειοανατολικών περιοχών της χώρας, οι αγροτοεργάτες μεταναστεύουν στις περιοχές που καλλιεργούνται τα ζαχαροκάλαμα, αναζητώντας καλύτερη μοίρα. Βρίσκονται όμως αντιμέτωποι με άθλιες συνθήκες δουλειάς σε υψηλές θερμοκρασίες που ορισμένους θα τους στείλουν ακόμα και στο θάνατο.
Σύμφωνα με το «Pasto-ral do Migrante» (δίκτυο της Καθολικής Εκκλησίας για τους μετανάστες) μόνο στο Σάο Πάολο καταγράφηκαν 17 θάνατοι εργατών από υπερβολική εργασία στα χρόνια 2004 – 2006. Αυτός ο αριθμός όμως είναι πολύ μικρός αν συγκριθεί με τον αριθμό των νεκρών εργατών που αναφέρονται στις εκθέσεις της κρατικής Περιφερειακής Αντιπροσωπείας Εργασίας, η οποία κατέγραψε 416 θανάτους εργατών μόνο το 2005. Οσοι επιβιώνουν θα πρέπει να καταφέρουν να ζήσουν με τον πενιχρό μισθό κάτω των 200 δολαρίων το μήνα, χωρίς δικαιώματα και στοιβαγμένοι στα ασφυκτικά σπίτια που αναγκάζονται να νοικιάσουν σε εξωφρενικές τιμές από αδίστακτους ιδιοκτήτες.
Αυτά δεν τα καταγγέλλει μόνο ο Guardian. Παρόμοιες καταγγελίες κάνει και το Κίνημα των Ακτημόνων, που στην επίσημη ιστοσελίδα του αναδημοσιεύει άρθρο της Isabella Kenfield από το καναδέζικο «Κέντρο Ερευνών της Παγκοσμιοποίησης» (Centre for Research on Globalisation) (βλ. https://www.mstbrazil. org/?q=kenfieldonethanolquestion2007). Στο άρθρο αυτό αναφέρεται ότι το χαμηλό κόστος παραγωγής του ζαχαροκάλαμου (από την επεξεργασία του οποίου παράγεται η αιθανόλη που χρησιμοποιείται στο 80% των νέων βραζιλιάνικων αυτοκινήτων) προέρχεται από τη μαζική δουλεία των εργατών και την άρνηση εφαρμογής περιβαλλοντικών κανονισμών. Ετσι, στο Σάο Πάολο το κόστος παραγωγής είναι μόλις 165 δολάρια τον τόνο, όταν στην Ευρώπη φτάνει στα 700 δολάρια τον τόνο! Η εντατικοποίηση της εργασίας έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στη δεκαετία του ’80, ο μέσος όρος της ποσότητας των ζαχαροκάλαμων που απαιτούνταν να κόβουν καθημερινά οι αγροτοεργάτες ήταν 5 με 8 τόνοι. Σήμερα η ποσότητα που απαιτείται είναι 12 με 15 τόνοι, δηλαδή 2 με 3 φορές μεγαλύτερη. Η ανάπτυξη της παραγωγής συνοδεύτηκε από συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε λιγότερα χέρια με συνέπεια εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις. Ενώ πριν από 15 χρόνια υπήρχαν 43 εργοστάσια άλεσης ζαχαροκάλαμων και διύλισης αιθανόλης στο Περναμπούκο (την περιφέρεια της Ανατολικής Βραζιλίας όπου καλλιεργείται το ζαχαροκάλαμο), σήμερα έμειναν μόλις 25, με αποτέλεσμα να χαθούν 150.000 θέσεις εργασίας.
Αν σ’ αυτά προστεθεί η τεράστια οικολογική καταστροφή που καταγγέλλουν περιβαλλοντικές οργανώσεις από τη μονοκαλλιέργεια ζαχαροκάλαμου (με την καταστροφή χιλιάδων στρεμμάτων δασών) και τη μεγάλη κατανάλωση νερού για τη διύλιση της αιθανόλης (πάνω από 4 λίτρα νερού για την παραγωγή 1 λίτρου αιθανόλης), τότε η εικόνα αυτής της «ανάπτυξης» ολοκληρώνεται. Κι όλα αυτά στο βωμό της μεγάλης μπίζνας που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70 (την περίοδο της βραζιλιάνικης χούντας) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας μετατρέψει τη Βραζιλία στον κύριο προμηθευτή αιθανόλης στον κόσμο (κατέχει το 70% των παγκόσμιων εξαγωγών, από τις οποίες το 58% προορίζεται για τις ΗΠΑ).
ΥΓ: Μπορεί η Ράις με τον Βραζιλιάνο ομόλογό της να συνυπέγραψαν το μνημόνιο συνεργασίας για την παραγωγή αιθανόλης, όμως το αμερικάνικο κεφάλαιο δεν ενδιαφέρθηκε ούτε καν να συζητήσει την άρση των δασμών που επιβάλλει το αμερικάνικο κράτος στις εισαγωγές αιθανόλης από τη Βραζιλία (54 σεντς ανά γαλόνι). Κι αυτό γιατί αιθανόλη παράγεται και στις ΗΠΑ οπότε κατά παράβαση των νόμων της περιβόητης… παγκοσμιοποίησης, οι «υπέρμαχοι» του «ελεύθερου εμπορίου» δίνουν ένα ακόμα παράδειγμα προστασίας των δικών τους καπιταλιστών έναντι των Βραζιλιάνων ανταγωνιστών τους. Φίλοι, φίλοι αλλά η τσέπη, τσέπη!