Από τη μια πλευρά, η καταστροφική εξέγερση των κολασμένων. Των γόνων των Αφρικανών μεταναστών, αυτών των Γάλλων πολιτών τρίτης κατηγορίας, που σόκαραν τη γαλλική κοινωνία. Ακόμα και την εργατική τάξη, που δε θέλησε να την αγκαλιάσει. Μια εξέγερση που κατέστειλε άγρια η γαλλική «δημοκρατία», με τη σιωπηρή συναίνεση ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης.
Από την άλλη, το κύμα των απεργιών της βδομάδας που πέρασε, με την παράλυση των σιδηροδρόμων απ’ την 24ωρη απεργία τη Δευτέρα, οι απεργίες των καθηγητών και των εργαζομένων στο μετρό τις επόμενες μέρες και η μεγάλη πορεία στο Παρίσι 30.000 εργαζόμενων την προηγούμενη Παρασκευή, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, που ξεκινούν από τη γαλλική ΔΕΗ. Κινητοποιήσεις που οργανώθηκαν από τα ίδια συνδικάτα που έδειχναν αδιάφορα ή και εχθρικά απέναντι στην εξέγερση των προαστίων. Πράγμα που φαίνονταν ανάγλυφα απ’ τις ανακοινώσεις τους που αποκήρυσσαν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά κι απ’ τα ρεπορτάζ γύρω απ’ την εξέγερση, που εμφάνιζαν (ή μάλλον δεν εμφάνιζαν) στις ιστοσελίδες τους (για μας που βλέπουμε τα γεγονότα από μακριά), την ίδια στιγμή που έγραφαν εκτενή άρθρα και ρεπορτάζ γύρω απ’ τους «καθαρούς εργατικούς αγώνες».
Δεν έχουμε καμία διάθεση να λοιδορήσουμε όλον αυτό τον κόσμο που κατέβηκε στους δρόμους ή απήργησε βλέποντας ότι κινδυνεύει να δει τα δικαιώματά του να τσαλαπατιούνται. Ομως, δε μπορούμε να μη σημειώσουμε το αδιέξοδο που θα βρει μπροστά του όσο ακολουθεί την ίδια τακτική. Να ακολουθεί, δηλαδή συνδικαλιστικές ηγεσίες που το όριο του αγώνα τους δεν ξεπερνά τα πλαίσια ανοχής της κυρίαρχης τάξης. Και των απεργιών τους, που «κορυφώνονται» με κάποιες 24ωρες (εκτός φυσικά αν υπάρχει σοβαρή εργατική πίεση που τους αναγκάζει να ακολουθήσουν άλλη τακτική). Αυτών που πίνουν νερό στο όνομα του «δημόσιου συμφέροντος» και του δημόσιου τομέα που ανάγεται σε «ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής συνοχής», όπως δήλωσε η γενική γραμματέας και βουλευτίνα του «Κ»Κ Μαρί-Ζορζ Μπυφέ. Λες και δεν αποτελεί κι αυτό συνιστώσα της ίδιας καπιταλιστικής οικονομίας, που με το γκρέμισμα του «κράτους πρόνοιας» μπορεί να λειτουργήσει κάλλιστα με καθαρά «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια». Αυτών που βρίσκονται μίλια μακριά από μια πραγματικά αντικαπιταλιστική λογική, πόσο μάλλον αντικαπιταλιστικό αγώνα.
Κι οι άλλοι, οι κολασμένοι, δε βρίσκονται σε αδιέξοδο, δηλαδή; Τί πέτυχε η εξέγερσή τους, πέρα απ’ το να συλληφθούν μαζικά και να κάψουν τα αυτοκίνητα των γειτόνων τους; Θα αναρωτηθεί ο καθώς πρέπει αγωνιστής, που στην καλύτερη περίπτωση έχει μεταθέσει την κοινωνική επανάσταση σε χρόνο κάπου μετά τη… δευτέρα παρουσία.
Η διαφορά σίγουρα δε μπορεί να μετρηθεί χειροπιαστά. Οι πρώτοι – τα «αποβράσματα», κατά τον υπουργό Εσωτερικών Ν. Σαρκοζί, για να μην ξεχνιόμαστε – ίσως κερδίσουν κάποια ψίχουλα. Οι δεύτεροι ίσως καθυστερήσουν κάποιες ιδιωτικοποιήσεις, για ορισμένες απ’ τις οποίες (π.χ. των σιδηροδρόμων) η γαλλική κυβέρνηση έσπευσε να δηλώσει, διά στόματος υπουργού Μεταφορών, ότι δεν υπάρχουν σχέδια για ιδιωτικοποίησή τους.
Η κοινωνική θέση και των δύο όμως θα χειροτερεύσει σε τελική ανάλυση, αν δεν γεννηθεί πραγματικό αντικαπιταλιστικό κίνημα. Ενα κίνημα που δεν θα έχει τελικό στόχο ένα «δίκαιο μεροκάματο», αλλά την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας. Μόνο που αυτό το αντικαπιταλιστικό κίνημα θα μπορέσει να πετύχει μόνο αν υιοθετήσει τη λαϊκή αντιβία των κολασμένων και όχι την ειρηνική διαμαρτυρία των συνδικάτων. Εδώ είναι η διαφορά και η πρόκληση που τίθεται στην εργατική τάξη, όχι μόνο της Γαλλίας αλλά παγκόσμια.