Αϊτή, Νιγηρία, Σενεγάλη, Καμερούν, Μπουρκίνα Φάσο, Μαυριτανία, Ακτή Ελεφαντοστού, Αίγυπτος, Μαρόκο, Υεμένη, Μπαγκλαντές και Μεξικό είναι μερικές από τις 33 χώρες που ο ΟΗΕ προβλέπει ότι θα ξεσπάσει διατροφική κρίση και στις οποίες είχαμε μικρότερες ή μεγαλύτερες διαδηλώσεις, συγκρούσεις ή εξεγέρσεις για ένα και μόνο λόγο: την πείνα.
Σε μια εποχή που η τεχνολογική ανάπτυξη έχει πάρει ασύλληπτες για την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας διαστάσεις, σε μια εποχή που η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας έχει πιάσει ασύλληπτα νούμερα, ξεπερνώντας εκατοντάδες φορές τα επίπεδα παλαιότερων ιστορικών περιόδων, το φάσμα της πείνας όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί, αλλά απειλεί ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στον πλανήτη, πυκνώνοντας τα σύννεφα της εξαθλίωσης όλο και πιο κοντά στον «πολιτισμένο» κόσμο.
Η έλλειψη τροφίμων έχει οδηγήσει τις τιμές σε επίπεδα ρεκόρ: κατά 130% αυξήθηκε η παγκόσμια τιμή του σταριού τον περασμένο χρόνο, κατά 74% η τιμή του ρυζιού (10% αυξήθηκε μόνο μέσα σε μία μέρα, την προηγούμενη Παρασκευή, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης της ζήτησης από τα ασιατικά και αφρικανικά κράτη, προκειμένου να προλάβουν κοινωνικές εξεγέρσεις), κατά 87% η τιμή της σόγιας, κατά 57% αυξήθηκαν συνολικά τον τελευταίο χρόνο οι τιμές των τροφίμων παγκόσμια (83% μέσα στην τελευταία τριετία)[1].
Ο ΟΗΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου καλώντας τις κυβερνήσεις να πάρουν άμεσα μέτρα για τη μείωση των τιμών, η Παγκόσμια Τράπεζα ζητά ένα νέο «Νιου Ντιλ» για την ενίσχυση των καθυστερημένων οικονομιών, τη στιγμή που η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) προβλέπει ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για την επόμενη δεκαετία.
Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, η «ξεχασμένη» θεωρία του Μάλθους, ότι η Γη δε μπορεί να θρέψει τους κατοίκους της; Μήπως η ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού αποτελεί πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί (με μερικές ατομικές βόμβες ίσως); Αν και κανείς δεν τολμά να ενστερνιστεί τα παραπάνω, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού εμφανίζεται ακόμα και από τα πιο «έγκυρα» έντυπα και «αξιοσέβαστους» αναλυτές σαν μια από τις αιτίες της διατροφικής κρίσης που απειλεί τη σύγχρονη ανθρωπότητα.
Και όμως, μια ματιά να ρίξει κανείς στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύει η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), θα δει ότι τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Γιατί η αυξανόμενη ζήτηση που προέρχεται από την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού υπερκαλύπτεται από την αύξηση της παραγωγής. Ο Πίνακας 1, που φτιάξαμε από τα στοιχεία που βρήκαμε στην ιστοσελίδα της FAO (https://faostat.fao.org/site/339/default.aspx), δείχνει ότι η αύξηση της παραγωγής των κυριότερων ειδών διατροφής (κρέας, δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, ψάρια) μέσα στην τελευταία 25ετία (1980-2004) ξεπερνά κατά πολύ την αύξηση του πληθυσμού (με εξαίρεση τα δημητριακά που φαίνεται να είναι κατά μία εκατοστιαία μονάδα μικρότερη).
Σύμφωνα με την FAO[2], η παγκόσμια παραγωγή κρέατος (από το 1960 μέχρι το 2002) τριπλασιάστηκε, του γάλακτος διπλασιάστηκε και των αυγών τετραπλασιάστηκε. Για το ίδιο χρονικό διάστημα ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά δύο φορές. Δυστυχώς, ο χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει να επεκταθούμε κι άλλο.
Ομως, κι από αυτά τα στοιχεία που περιληπτικά αναφέραμε παραπάνω προκύπτει ότι η αύξηση της παραγωγής τροφίμων έχει υπερκαλύψει την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Κι αυτό παρά την τεράστια σπατάλη εργατικής δύναμης σε καθαρά αντιπαραγωγικούς τομείς (αντιπαραγωγικούς για την κοινωνία κι όχι για το κεφάλαιο, φυσικά), όπως η πολεμική βιομηχανία. Κι όμως, η αύξηση της παραγωγής δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει την αύξηση των πεινασμένων ανθρώπων, που το 2004 γίνονταν 5 εκατομμύρια περισσότεροι το χρόνο, για να φτάσουν στα 842 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή το 1/7 του παγκόσμιου πληθυσμού[3].
Ο στόχος για εξάλειψη της πείνας μέσα σε μία δεκαετία, που τέθηκε από τους ηγέτες των ισχυρότερων χωρών στο πρώτο παγκόσμιο διατροφικό συνέδριο το 1974, μετατράπηκε σε στόχο για τη μείωση στο μισό των πεινασμένων μέσα σε είκοσι χρόνια (μέχρι το 2015), στο ίδιο συνέδριο το 1996, για να ανατραπεί κι αυτός από την ίδια τη ζωή.
Η πείνα δεν κατανέμεται το ίδιο σε όλες τις χώρες. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα[4], το 60% των υποσιτιζόμενων είναι από την Ασία και το 28% από την Αφρική. Η ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού στον πλανήτη μπορεί να έφερε μια μεγάλη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της παραγωγής, όμως σε καθαρά ανισόμετρη και στρεβλή βάση. Ανισόμετρη, γιατί μια σειρά «αναπτυσσόμενες» χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας, την ίδια στιγμή που αυξάνονται οι υπέρβαροι άνθρωποι στις ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες. Σύμφωνα με τη FAO, «σημειώθηκε μια μεγάλη αύξηση στην παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων από τις φάρμες κι αυτό αναμένεται να συνεχιστεί στο μέλλον… Ωστόσο, αυτή η συνολική αύξηση συσκοτίζει το γεγονός ότι η αυξημένη παραγωγή περιορίζεται σε συγκεκριμένες χώρες και περιοχές και δε συμβαίνει στις φτωχότερες αφρικανικές χώρες. Η κατανάλωση των προϊόντων κρέατος μειώνεται σ’ αυτές τις χώρες, από ένα ήδη χαμηλό επίπεδο, όσο ο πληθυσμός αυξάνεται. Παρά το ότι υπάρχει υπερκατανάλωση κρέατος στις αναπτυγμένες περιοχές, υπάρχει ξεκάθαρα η ανάγκη για την προώθηση της ανάπτυξης της κτηνοτροφικής παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων με βάση το κρέας σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες»[2].
Ομως, η ανάπτυξη εκτός από ανισόμετρη είναι και στρεβλή. Στρεβλή όχι μόνο γιατί προσανατολίζεται σε καθαρά αντιπαραγωγικούς για την κοινωνία κλάδους (π.χ. πολεμική βιομηχανία), αλλά και γιατί, ακόμα κι όταν αφορά στην αγροτική παραγωγή, αυτή δε γίνεται για την ικανοποίηση των διαρκώς αυξανόμενων λαϊκών αναγκών, αλλά για το μέγιστο κέρδος των καπιταλιστών. Μιλάμε για τις «πράσινες» μπίζνες, που έχουν πάρει τεράστια έκταση με τη ραγδαία ανάπτυξη της καλλιέργειας των λεγόμενων «βιοκαυσίμων».
Μιλώντας για «βιοκαύσιμα» εννοούμε τα καύσιμα που παράγονται από φυτικές πρώτες ύλες (κυρίως σιτηρά, ζαχαροκάλαμο, καλαμπόκι, κτλ) και χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι το βιοντίζελ (παράγεται από φυτικά έλαια αγροτικής παραγωγής και αγροτικά παραπροϊόντα και απόβλητα) και η βιοαιθανόλη (παράγεται από την αλκοολική ζύμωση της ζάχαρης που βρίσκεται στο ζαχαροκάλαμο, το καλαμπόκι, το σιτάρι κτλ). Η παραγωγή βιοαιθανόλης απαιτεί μεγάλη κατανάλωση νερού για τη διύλιση της αιθανόλης (πάνω από 4 λίτρα νερού για την παραγωγή 1 λίτρου αιθανόλης) και δεσμεύει τμήμα της αγροτικής παραγωγής που θα χρησιμοποιούνταν για τη διατροφή. Ηδη, στις ΗΠΑ, το 20% της παραγωγής καλαμποκιού δεσμεύτηκε το 2006 για την παραγωγή αιθανόλης, σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας[5]. Σύμφωνα με τη FAO, η ποσότητα του καλαμποκιού που θα χρησιμοποιηθεί στις ΗΠΑ για την παραγωγή «βιοκαυσίμων» θα διπλασιαστεί, φτάνοντας τους 110 εκατ. τόνους μέχρι το 2016. Στην Ευρώπη, η ποσότητα του σταριού θα δωδεκαπλασιαστεί στους 18 εκατ. τόνους για το ίδιο χρονικό διάστημα[6].
Μιλώντας πέρσι στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στη σίτιση, Ζαν Ζινκλέρ, αποκάλεσε «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» την παραγωγή «βιοκαυσίμων» και ζήτησε πενταετές μορατόριουμ στα προγράμματα ανάπτυξής τους, προκειμένου να αποφευχθεί επέκταση της πείνας στον κόσμο[7]. «Η βιασύνη για την παραγωγή βιοκαυσίμων απειλεί την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων και τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων», δήλωσε και ο επικεφαλής επιστημονικός σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης, καθηγητής Τζον Μπέντιγκτον[8]. Η αύξηση της παραγωγής των «βιοκαυσίμων» είναι όμως επιλογή των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών και αποτελεί στόχο τόσο ευρωπαϊκό όσο κι αμερικάνικο. Η Κομισιόν εμμένει στην απόφασή της το 10% των καυσίμων να προέρχονται από «βιοκαύσιμα» μέχρι το 2020, ενώ ο Μπους έχει δηλώσει ότι εμμένει στο στόχο το 15% των αμερικάνικων αυτοκινήτων να κινούνται με βιοκαύσιμα μέχρι το 2017.
Οι καπιταλιστές γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι τις προειδοποιήσεις για διατροφική κρίση και προωθούν με τα χίλια τα «βιοκαύσιμα». Αποτέλεσμα; Η αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, που ήδη έχει επιβαρυνθεί από άλλους παράγοντες (όπως η ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου, οι κλιματολογικές αλλαγές με την αύξηση των πλημμυρών κτλ). Αν αναλογιστούμε ότι το 60-80% των καταναλωτικών δαπανών στις «αναπτυσσόμενες χώρες» αφορούν στη διατροφή (σε αντίθεση με τις βιομηχανικές, όπου το ποσοστό πέφτει στο 10-20%)[9], τότε μπορούμε να καταλάβουμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται εκατομμύρια άνθρωποι που βλέπουν τις τιμές να ανεβαίνουν σε δυσθεώρητα ύψη.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές:
[1] Εφημερίδα Independent 12 & 16/4/2008
[2] «Παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων βασισμένων στο κρέας», άρθρο στελέχους της FAO, που παρουσιάστηκε σε συνέδριο τον Ιούνη του 2002 (https://jn.nutrition. org/cgi/content/full/133/11/4048S#FN1).
[3] Ινστιτούτο «Ψωμί για τον Κόσμο» – 14η ετήσια διατροφική έκθεση, 2004.
[4] «Γεωργική και Αγροτική ανάπτυξη: Πείνα και υποσιτισμός», άρθρο στελέχους της Παγκόσμιας Τράπεζας, 18/1/2006 (https://siteresources.worldbank.org/EXTABOUTUS/Resources/KevinCleaver-paper.pdf).
[5] Εκθεση στελέχους του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ στην αμερικάνικη Γερουσία, 10/1/2007 (https://www.usda.gov/oce/newsroom/congressional_testimony/Collins_011007.pdf).
[6] Camberra Times, 26/12/07.
[7] BBC, 27/10/07.
[8] Τάιμς, 7/3/2008.
[9] Εφημερίδα Independent 16/4/2008.