Με ποσοστό 77.2% (14.1 εκατομμύρια ψηφοφόροι) εγκρίθηκε το πακέτο των 8 συνταγματικών τροποποιήσεων στο δημοψήφισμα της 19ης Μαρτίου. Το 22.8 % (4 εκατομμύρια ψηφοφόροι) τάχθηκε κατά των συνταγματικών τροποποιήσεων, ενώ η συμμετοχή στο δημοψήφισμα έφτασε στο 41% στα 45 εκατομμύρια του εκλογικού σώματος. Πρωτοφανές ποσοστό για τα δεδομένα της Αιγύπτου, όπου η συμμετοχή στις εκλογές κατά κανόνα δεν ξεπερνού-σε μέχρι τώρα το 10 – 15%. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό υπέρ του ΟΧΙ προήλθε από το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και άλλες μεγάλες πόλεις, όπου απλώθηκε η λαϊκή εξέγερση, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό υπέρ του ΝΑΙ προήλθε από τις επαρχίες. Το επόμενο βήμα είναι οι βουλευτικές και οι προεδρικές εκλογές μετά από έξι μήνες.
Υπέρ του ΝΑΙ είχαν ταχθεί η Μουσουλμανική Αδελφότητα, με τη δικαιολογία ότι πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα οι εκλογικές διαδικασίες για να μη μείνει για πολύ η εξουσία στα χέρια του στρατού, και το κόμμα του Μουμπάρακ, το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα.
Υπέρ του ΟΧΙ τάχθηκε το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, τα κόμματα Wafd και Tagammu, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτικές, κοινωνικές και νεολαιίστικες συλλογικότητες που συμμετείχαν στην εξέγερση, με το επιχείρημα ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν θίγουν τις απόλυτες εξουσίες του προέδρου, ότι το σύνταγμα του 1971 είναι παράνομο και απαιτείται νέο σύνταγμα.
Το υψηλό ποσοστό υπέρ του ΝΑΙ αποδίδεται στη μεγάλη πολιτική επιρροή και στις οργανωτικές δυνατότητες της Μουσουλμανικής αδελφότητας, η οποία κατηγορείται από διάφορες πλευρές ότι παρουσίασε το ΝΑΙ στις τροποποιήσεις λίγο-πολύ ως θρησκευτικό καθήκον. Η Μουλμανική Αδελφότητα, η οποία ίδρυσε πρόσφατα πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Ελευθερία και Δικαιοσύνη», μετά και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, θεωρείται από πολλούς πολιτικούς αναλυτές ο ισχυρότερος παίχτης στην πολιτική αρένα της Αιγύπτου, που ευνοείται ακόμη περισσότερο αν οι εκλογές γίνουν γρήγορα, με πολλές πιθανότητες να αναδειχθεί σε πρώτη δύναμη και να σχηματίσει κυβέρνηση.