Την ημέρα της Πρωτομαγιάς επέλεξε ο Τσάβες για να ανακοινώσει σε συγκέντρωση χιλιάδων εργατών της κρατικής πετρελαιοβιομηχανίας Petroleos de Venezuela (PDVSA) ότι οι τέσσερις τελευταίες ιδιωτικές εγκαταστάσεις παραγωγής και διύλισης αργού πετρελαίου στη λεκάνη Ορινόκο περνούν υπό τον έλεγχο του κράτους και ότι η PDVSA θα αποκτήσει τουλάχιστον το 60% των μετοχών σ’ αυτές. Παράλληλα κάλεσε τις ξένες εταιρίες να μείνουν και να συμβάλλουν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Το σκηνικό συμπλήρωναν δύο καινούργια τζετ Sukhoi, ρωσικής κατασκευής, που έσχιζαν τον ουρανό καθώς ο Τσάβες απευθυνόταν στους εργάτες, με αντιαμερικάνικες, μεταξύ άλλων, διακηρύξεις και συνθήματα.
Οι εταιρίες που αντλούν και επεξεργάζονται το αργό πετρέλαιο στη λεκάνη Ορινόκο είναι η BP, η ConocoPhillips, η Exxon Mobil, η Chevron, η Total και η Statoil, οι οποίες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν κατ’ αρχήν την παραχώρηση ποσοστού 60% στην PDVSA, όμως οι διαπραγματεύσεις για τους όρους παραμονής τους και τις αποζημιώσεις που διεκδικούν θα συνεχιστούν μέχρι τις 26 Ιουλίου και είναι σκληρές, γιατί πιέζουν την κυβέρνηση Τσάβες επειδή εκτιμούν ότι δεν μπορεί η κρατική πετρελαιοβιομηχανία να μετατρέψει το βαρέος τύπου αργό πετρέλαιο της λεκάνης Ορινόκο σε εμπορεύσιμο χωρίς τις δικές τους επενδύσεις και εμπειρία. Μέρος των αποζημιώσεων που διεκδικούν οι εμπλεκόμενες εταιρίες φημολογείται ότι θα καλυφθεί με πετρέλαιο και με απαλλαγή από φόρους.
Παλιότερα, οι ξένες πετρελαϊκές εταιρίες πλήρωναν μόνο 1% δικαίωμα εκμετάλλευσης για το πετρέλαιο που αντλούσαν στη λεκάνη Ορινόκο επικαλούμενες το υψηλό κόστος επεξεργασίας. Ο Τσάβες ανέβασε το δικαίωμα εκμετάλλευσης στο 33,2% και τη φορολογία από 34% σε 50%. Τα μέτρα αυτά και γενικότερα η πολιτική των κρατικοποιήσεων (μεικτές επιχειρήσεις υπό κρατικό έλεγχο στη Βενεζουέλα) είναι κλασσικές σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που δεν ανοίγουν φυσικά κανένα δρόμο προς το σοσιαλισμό, όπως διακηρύσσει ο Τσάβες. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θίγουν τα συμφέροντα των πετρελαϊκών κολοσσών και περιορίζουν τα κέρδη τους. Παρόλα αυτά, επιλέγουν να αποδεχθούν τους όρους της κυβέρνησης Τσάβες, προσδοκώντας καλύτερες μέρες, όχι μόνο γιατί έχουν επενδύσει σε εγκαταστάσεις στη λεκάνη Ορινόκο περίπου 30 δις δολάρια, αλλά κυρίως γιατί η λεκάνη Ορινόκο, η οποία δεν έχει ακόμη ερευνηθεί πλήρως, διαθέτει τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα στο νότιο ημισφαίριο. Η κυβέρνηση Τσάβες ελπίζει να πιστοποιήσει μέχρι το τέλος του 2008 ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα στη λεκάνη Ορινόκο είναι γύρω στα 1,3 τρις βαρέλια, από τα οποία το 20% μπορεί να αντληθεί με τη σημερινή τεχνολογία. Στην περίπτωση αυτή, η Βενεζουέλα θα ξεπεράσει τη Σαουδική Αραβία και θα καταλάβει την πρώτη θέση σε πετρελαϊκά κοιτάσματα στον κόσμο.
Την παραμονή της Πρωτομαγιάς ο Τσάβες ανακοίνωσε επίσης ότι η Βενεζουέλα θα αποχωρήσει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, γιατί δεν χρειάζεται πλέον αυτά τα ιδρύματα, και ότι έδωσε εντολή στον υπουργό Οικονομικών να ξεκινήσει τις διαδικασίες για την αποχώρηση. Ταυτόχρονα, ως έμπρακτη απόδειξη της αντίθεσής του στην πολιτική της σκληρής λιτότητας που επιβλήθηκε από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ανακοίνωσε την αύξηση κατά 20% του κατώτερου μισθού και βαθμιαία μείωση της εργάσιμης μέρας στις 6 ώρες.
Από το 1999 που ο Τσάβες εκλέχτηκε πρόεδρος περιόρισε τη συνεργασία της χώρας του με τα ιδρύματα αυτά, ενώ τα έσοδα από τις ψηλές τιμές του πετρελαίου έδωσαν στην κυβέρνησή του τη δυνατότητα να πληρώσει την τελευταία δόση των δανείων στην Παγκόσμια Τράπεζα τον Απρίλιο. Και δεν είναι μόνο ο Τσάβες που ακολουθεί την πολιτική αυτή. Στις 26 Απριλίου, μεταδόθηκε η είδηση ότι ο πρόεδρος του Εκουαντόρ Ραφαέλ Κορέα, που βγήκε πανίσχυρος από το πρόσφατο δημοψήφισμα, κερδίζοντας το 80% των ψήφων υπέρ των συνταγματικών αλλαγών που προτείνει, διέταξε την αποπομπή από τη χώρα του εκπροσώπου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το Εκουαντόρ έχει εξοφλήσει τα χρέη του στο ΔΝΤ και χρωστάει ακόμη 748 εκατομμύρια δολάρια στην Παγκόσμια Τράπεζα.
Η αποχώρηση της Βενεζουέλας από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, που εντάσσεται στα πλαίσια του σχεδίου για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής τράπεζας από χώρες της Λατινικής Αμερικής, της αποκαλούμενης Τράπεζας του Νότου, έχει όχι μόνο οικονομική αλλά και μεγάλη πολιτική σημασία. Γιατί αποτελεί πλήγμα στην αμερικάνικη οικονομική και πολιτική κηδεμονία στη Λατινική Αμερική. Αλλά και γιατί αποτυπώνει την τάση μιας σειράς κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής να περιορίσουν, κάτω από την πίεση λαϊκών κινημάτων, τη ληστρική εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και τη οικονομική και πολιτική εξάρτηση των χωρών τους από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, για να μπορέσουν να δώσουν κάποια ψίχουλα στους λαούς τους, να αμβλύνουν τις τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις και να αποτρέψουν τις κυοφορούμενες κοινωνικές εκρήξεις.