Το κείμενο που ακολουθεί είναι αναδημοσίευση αποσπασμάτων από την Le Monde (7/11/05), όπως τα βρήκαμε μεταφρασμένα στο Indymedia. Το παραθέτουμε γιατί δείχνει μια εικόνα απ’ την αντίπερα όχθη, αυτή της καθωσπρέπει γαλλικής κοινωνίας.
Κυριακή 6 Νοεμβρίου: 8 μ.μ. Ο Αμπντέλ, ο Μπιλάλ, ο Γιουσέφ, ο Ουσμάν, ο Ναντίρ και ο Λοράν (τα ονόματα έχουν αλλαχθεί) συναντιούνται μπροστά από το δεκαόροφο ογκόλιθο της εργατικής πολυκατοικίας υπ’αριθμόν 112 στο Ομπερβιλιέρ (σ.τ.μ. εργατικό προάστιο βόρεια του Παρισιού). Καθώς έρχεται να τους συναντήσει, ο Ρασίντ, ντυμένος μ’ ένα χοντρό μπουφάν, ανάβει ένα τσιγάρο και βάζει φωτιά εκεί που βρίσκονται οι κάδοι των απορριμμάτων. «Είναι θλιβερό, αλλά δεν έχουμε επιλογή», λέει ο Ναντίρ.
Εδώ και δέκα μέρες, το έργο ξαναπαίζεται καθημερινά. Η μικρή παρέα απ’ αυτή την εργατική πολυκατοικία της οδού Ελέν-Κοσενέκ, στην οποία ζουν πάνω από χίλιοι ενοικιαστές, θέλει «να τα σπάσει όλα». Αυτοκίνητα, αποθήκες, γυμναστήρια είναι στόχοι αυτής της οργής που δεν ανταποκρίνεται σε κανένα σύνθημα και σε καμία οργάνωση. «Αν μια μέρα οργανωθούμε, θα έχουμε χειροβομβίδες, εκρηκτικά, καλάσνικοφ… Θα δώσουμε ραντεβού στη Βαστίλη και θα γίνει πόλεμος», απειλούν. Ούτε ντόπιοι μαφιόζοι ούτε ισλαμιστές φαίνεται να τους καθοδηγούν και ακόμα λιγότερο να τους χειραγωγούν.
Για την ώρα, η παρέα του 112 δρα μόνη στην περιοχή της: η «οργάνωση» μοιάζει μάλλον με ξαφνικό πάρτι παρά με πολεμική επιχείρηση. «Καθένας φέρνει και από κάτι», εξηγεί ο Αμπντέλ. «Εχουμε πιο πολύ διάθεση για εξέγερση μέσα μας παρά μίσος», λέει ο Γιουσέφ, ο πιο μεγάλος της συμμορίας. Στα 25 του, δηλώνει ωστόσο ότι έχει «ηρεμήσει» από τότε που αρραβωνιάστηκε. Κι όμως, νιώθει πάντα «λύσσα». Λύσσα που στοχεύει πάνω απ’ όλα στον Νικολά Σαρκοζί και το «πολεμικό» του λεξιλόγιο: «Αφού είμαστε αποβράσματα, θα δείξουμε σ’αυτό το ρατσιστή τι να καθαρίσει με το Kaercher (σ.τ.μ. Ο Σαρκοζί είχε δηλώσει σε μια επίσκεψή του σε εργατικές συνοικίες ότι χρειάζονται ένα καλό πλύσιμο με Κaercher, μηχανήματα για πλύσιμο αυτοκινήτων κλπ).
Οι λέξεις πληγώνουν πιο πολύ από τα χτυπήματα. «Ο ‘‘Σαρκό’’ πρέπει να παραιτηθεί. Οσο δεν ζητά συγγνώμη, θα συνεχίζουμε». Σ’αυτή τη «λύσσα» προστίθεται και το επεισόδιο με το δακρυγόνο στο τζαμί του Κλισί-σου-Μπουά, εδώ και μια βδομάδα: «Βλασφημία», σύμφωνα με τον Γιουσέφ. «Δεν γίνεται να ρίχνεις δακρυγόνα σε πιστούς την ώρα που προσεύχονται. Προσβάλλουν τη θρησκεία μας». Η ανάκριση θα διαπιστώσει αν το δακρυγόνο ρίχτηκε στο εσωτερικό του τζαμιού ή μπροστά από την είσοδό του.
Ολοι αυτοί οι νέοι έχουν συσσωρεύσει «υπερβολικά πολλή πίκρα» για ν’ ακούσουν στις εκκλήσεις για ηρεμία. «Είναι όπως όταν στριμώχνεις ένα σκυλί, γίνεται επιθετικό. Δεν είμαστε σκυλιά, αλλά αντιδρούμε σαν ζώα», υποστηρίζει ο Ουσμάν. Ο Λοράν, 17 ετών, ο βενιαμίν της παρέας, ισχυρίζεται ότι «έκαψε» ένα Πεζό 607, δυο βήματα από ‘δω, μόλις πριν από δυο ώρες. Τίποτα πιο εύκολο γι’ αυτούς. Αρκεί ένα γυάλινο μπουκάλι γεμάτο με βενζίνη, ένα κομμάτι πανί για φυτίλι, να σπάσεις ένα απ’ τα τζάμια και να πετάξεις μέσα το μπουκάλι: Σε δυο λεπτά το αυτοκίνητο αρπάζει φωτιά, καμιά φορά ανατινάζεται.
Γιατί καίνε αυτά τ’ αυτοκίνητα που συνήθως ανήκουν σε γνωστούς τους; «Δεν έχουμε επιλογή. Είμαστε έτοιμοι να τα θυσιάσουμε όλα, αφού δεν έχουμε τίποτα», δικαιολογείται ο Μπιλάλ. «Κάψαμε ακόμα και το αυτοκίνητο ενός κολλητού. Τα πήρε στο κρανίο, αλλά κατάλαβε».
Ο «κολλητός» για τον οποίο γίνεται λόγος είναι εκεί. Είναι 21 ετών, δουλεύει σαν βοηθός μάγειρα σ’ ένα εστιατόριο στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού και δεν το αρνείται. Βγάζει το κινητό του και δείχνει με καμάρι την οθόνη του κινητού του: η φωτογραφία ενός περιπολικού στις φλόγες που πάρθηκε εδώ και λίγους μήνες σε άλλα επεισόδια, μετά από το θάνατο ενός νέου στο Ομπερβιλιέρ. «Ξέρεις, όταν πετάμε μια μολότοφ, φωνάζουμε βοήθεια. Δεν έχουμε λόγια για να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε. Μπορούμε μόνο να μιλάμε βάζοντας φωτιά».
Κανένας τρόπος εμπρησμού δεν τους είναι άγνωστος. Οπως οι αυτοσχέδιες «βόμβες με οξύ που αγοράζουν στο σούπερ μάρκετ», παραγεμισμένες με αλουμινόχαρτο, που τις χρησιμοποιούν πιτσιρίκια 13 ως 15 χρόνων. «Οταν έχεις το μυαλό σου στην εξέγερση σε τέτοια ηλικία, το πρόβλημα είναι σοβαρό», τονίζει ο Αμπντέλ, που ομολογεί ότι «φοβάται να κάνει παιδιά που θα μεγαλώσουν με τέτοια λύσσα».
Στις οκτώ και είκοσι, ακούγεται μια σειρήνα πυροσβεστικού. «Ερχονται οι μπάτσοι. Πάμε μέσα», διατάζει ο Γιουσέφ. Η παρέα χώθηκε στην είσοδο. Εδώ το ασανσέρ δεν εξυπηρετεί παρά μόνο δύο απ’ τους δέκα ορόφους του κτιρίου: τον τέταρτο και τον ένατο. Στον τέταρτο όροφο, νιώθουν προφυλαγμένοι από έναν ενδεχόμενο έλεγχο της αστυνομίας. Ο Μπιλάλ, 23 ετών, κάτι ξέρει από τέτοια: «Σήμερα, με έλεγξαν δυο φορές. Οι μπάτσοι με έριξαν στο έδαφος χώνοντάς μου ένα flash-ball πιστόλι με σφαίρες από καουτσούκ στο στόμα και με έβρισαν». Εξάλλου, δεν κατανοούν γιατί η κυβέρνηση ξοδεύει «εκατομμύρια ευρώ για τον εξοπλισμό της αστυνομίας, όταν αρνείται να δώσει δυο δεκάρες για να ανοίξει ένα χώρο για τους νέους».
Ο Γιουσέφ και η παρέα του δεν είναι αφελείς. Ξέρουν ότι η βία που εξαπολύουν τους ζημιώνει. «Δεν τα σπάμε, ξεσηκωνόμαστε», υπερασπίζονται τους εαυτούς τους. «Συμμετέχουμε όλοι για να μαθευτεί η εξέγερσή μας», υποστηρίζουν. Και για να φωνάξουν ότι δεν αντέχουν άλλο. «Στην παρέα είμαστε όλοι άνεργοι και σύντομα θα μας κόψουν τα επιδόματα», λέει ο Ναντίρ, 24 ετών. Οπως κι οι άλλοι, σταμάτησε το σχολείο στα 16, αφού απέτυχε στις εξετάσεις για επαγγελματικό απολυτήριο με ειδικότητα ηλεκτροτεχνίτη. Από τότε δεν έκανε παρά μικροδουλειές σε αποθήκες, φόρτωνε παλέτες. «Τελικά, τί άλλο θες να κάνουμε;», ξεσπάει. «Στα 100 βιογραφικά που έστειλα είχα τρεις συνεντεύξεις. Ακόμα κι όταν έχω μέσο με διώχνουν», λέει πικραμένος. Γι’ αυτούς το σχολείο δεν χρησίμευσε ποτέ σε τίποτα. «Γι’ αυτό τα καίμε», φώναξε ο Μπιλάλ.
Κι αν οι προκλητικές δηλώσεις του Νικολά Σαρκοζί ήταν μόνο η αφορμή που περίμεναν; Δεν ήταν αυτές που επέτρεψαν να απελευθερωθεί αυτή η «λύσσα» που μέχρι τότε συγκρατιόταν; «Πνιγόμαστε και αντί να μας πετάξουν σωσίβιο, μας δίνουν μια να βουλιάξουμε. Βοηθήστε μας», ανταπαντούν. Αυτοί οι νέοι αποκαλούν τους εαυτούς τους «χωρίς πυξίδα», «παρεξηγημένους», «θύματα ρατσιστικών διακρίσεων», «καταδικασμένους να ζουν σε ανθυγιεινές σιτέ» (σ.τ.μ. συγκροτήματα με τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες) και «απορριπτέους». Δεν κρύβουν ούτε την ικανοποίησή τους ούτε την «περηφάνεια» τους που οι ταραχές επεκτείνονται σε όλη την επικράτεια: «Δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στις σιτέ. Πρόκειται για καθαρή αλληλεγγύη».
9 μ.μ. Η παρέα ξαναβγαίνει μπροστά στο κτίριο. Οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά στους κάδους. Ο Γιουσέφ και οι φίλοι του αναρωτιούνται: «Τί καθόμαστε, θα πάμε να κάψουμε τίποτε άλλο;»