Μπορεί το πρώτο σοκ που προκάλεσε η δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο να έχει περάσει και οι ταραχές που ξέσπασαν, με στόχο κυρίως το δικτάτορα Μουσάραφ, να έχουν περιοριστεί με ένα όργιο καταστολής από το στρατό, όμως οι επιπτώσεις της δολοφονίας αυτής είναι πολύ σοβαρές και πολλαπλές, με διεθνείς προεκτάσεις, γιατί συνδέεται άμεσα με τον αμερικάνικο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
♦ Σοβαρό πλήγμα κατά των ΗΠΑ
Καταρχάς, αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην αμερικάνικη πολιτική για το Πακιστάν. Η επιστροφή της Μπούτο, η συμμετοχή της στις βουλευτικές εκλογές και η κυβερνητική συνεργασία της με το Μουσάραφ ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής Μπους για το Πακιστάν τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο. Η συνεργασία αυτή και το μοίρασμα της εξουσίας με το μισητό από την πλειοψηφία της πακιστανικής κοινωνίας Περβέζ Μουσάραφ θα του πρόσφερε τη «νομιμοποίηση» και το δημοκρατικό προσωπείο που χρειαζόταν για να μπορέσει να κρατηθεί στην εξουσία και να συνεχίσουν από κοινού, με τη «λαϊκή εντολή» πλέον, πιο αποφασιστικά τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», όπως είχε επανειλημμένα διακηρύξει η Μπούτο.
Η Μπούτο ήταν άνθρωπος των Αμερικάνων και είχαν ασκήσει μεγάλη πίεση στο Μουσάραφ προκειμένου να δώσει αμνηστεία για τις κατηγορίες περί διαφθοράς που τη βάρυναν για να μπορέσει να επιστρέψει στο Πακιστάν, να πάρει μέρος στις εκλογές και να συνεργαστεί μαζί της. Η ίδια είχε στενές σχέσεις με τις αμερικάνικες και βρετανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και πολύμηνες διαβουλεύσεις με κορυφαίους αξιωματούχους του υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα με την «Ουάσιγκτον Ποστ» (28/12/07), «Για την Μπεναζίρ Μπούτο, η απόφαση να επιστρέψει στο Πακιστάν επισφραγίστηκε κατά τη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος από την υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις μόλις μια βδομάδα προτού η Μπούτο επιστρέψει στην πατρίδα τον Οκτώβριο. Το τηλεφώνημα ήταν το αποκορύφωμα μυστικής διπλωματίας για περισσότερο από ένα χρόνο και ήρθε μόνο όταν έγινε ξεκάθαρο ότι η κληρονόμος της ισχυρότερης πολιτικής δυναστείας του Πακιστάν ήταν η μόνη που μπορούσε να εγγυηθεί για τον κρίσιμο σύμμαχο της Ουάσιγκτον στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας….Καθώς το πολιτικό μέλλον του προέδρου Περβέζ Μουσάραφ διαγραφόταν αβέβαιο αυτή τη χρονιά, η Μπούτο ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να τον βοηθήσει να παραμείνει στην εξουσία». Στη συνέχεια, μεταξύ αρκετών λεπτομερειών για τις επαφές και τις διαβουλεύσεις που είχε η Μπούτο με αμερικάνους αξιωματούχους, ο συντάκτης του άρθρου αναφέρει: «Η κρίσιμη καμπή για το Μουσάραφ ήταν ένα ταξίδι τον περασμένο Σεπτέμβριο του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Τζον Νεγκροπόντε στο Ισλαμαμπάντ. Αυτός βασικά παρέδωσε ένα μήνυμα στο Μουσάραφ ότι θα σταθούμε στο πλάι του, αλλά ότι χρειάζεται ένα δημοκρατικό προσωπείο για την κυβέρνηση και ότι εμείς πιστεύουμε ότι η Μπεναζίρ ήταν η σωστή επιλογή γι αυτό…».
♦ Χωρίς εναλλακτική κυβερνητική λύση
Το καθεστώς Μουσάραφ αποτελεί πολύτιμο σύμμαχο της Ουάσιγκτον στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στο μέτωπο του Αφγανιστάν. Ομως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αποσταθεροποίησε το Πακιστάν, συνέβαλε στην κατακόρυφη αύξηση του αντιαμερικανισμού (πάνω από το 70% του πληθυσμού τάσσονται κατά των Αμερικάνων) και της επιρροής του ριζοσπαστικού Ισλάμ, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε ένα ακόμη μέτωπο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Η δολοφονία της Μπούτο κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα για το Λευκό Οίκο τόσο μέσα στο Πακιστάν όσο και στο Αφγανιστάν. Η Ουάσιγκτον είναι αναγκασμένη να στηριχτεί τώρα πολύ περισσότερο στο Μουσάραφ, παρόλο που γνωρίζει ότι η παραμονή του στην εξουσία, όποιο προσωπείο κι αν φορέσει, θα πυροδοτεί συνεχώς την πολιτική κρίση και την αστάθεια στη χώρα. Γιατί δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, που να μπορεί να καλύψει το κενό που προκάλεσε η δολοφονία της Μπούτο. Ο σύζυγός της, Αλί Ζαρντάρι, πρώην παίχτης του πόλο, βουλευτής και υπουργός Περιβάλλοντος επί πρωθυπουργίας Μπεναζίρ Μπούτο μεταξύ 1988 και 1996, που ανέλαβε προσωρινά, στη θέση του ανήλικου γιου της, την αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν, είναι έντονα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, με πολλούς αντιπάλους μέσα στις γραμμές του. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπούτο το 1996, κατηγορήθηκε για υποθέσεις δωροδοκιών και διαφθοράς και έμεινε στη φυλακή μέχρι το 2004. Στο Πακιστάν είναι γνωστός ως ο «κύριος 10%», γιατί κατηγορήθηκε ότι έκανε το μεσάζοντα και έπαιρνε μίζες ίσες με το 10% των μεγάλων κυβερνητικών συμφωνιών επί πρωθυπουργίας Μπούτο, αποχτώντας μ’ αυτό τον τρόπο μια τεράστια οικογενειακή περιουσία, καταθέσεις πολλών εκατομμυρίων δολαρίων σε ελβετικές τράπεζες και μεγάλης αξίας ακίνητα σε ευρωπαϊκές χώρες. Οι κατηγορίες σε βάρος του έφτασαν μέχρι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Οι πιο σημαντικές υποθέσεις για δωροδοκίες και ξέπλυμα παράνομου χρήματος σε βάρος του άπληστου ζεύγους που έφτασαν σε ευρωπαϊκά δικαστήρια είναι, σύμφωνα με τους «Los Angeles Times» (4/01/08), μία σε ελβετικά και μία σε βρετανικά δικαστήρια. Η πρώτη αφορά σε δύο ελβετικές εταιρίες, την Cotecna και τη SGS, οι οποίες το 1995, αφού έκλεισαν με απόφαση της Μπεναζίρ Μπούτο δύο μεγάλες συμφωνίες, πλήρωσαν σε μίζες 11,9 εκατομμύρια δολάρια σε τρεις offshore εταιρίες, τα οποία κατέληξαν σε ελβετικές τράπεζες. Ιδιοκτήτες των τριών εταιριών αυτών ήταν η μητέρα της Μπούτο, ο γαμπρός της και ο σύζυγός της, όπως προέκυψε από τη δικαστική έρευνα. Η δεύτερη αφορά μια αγωγή που κατέθεσε η πακιστανική κυβέρνηση εναντίον του Αλί Ζαρντάρι, με την κατηγορία ότι χρησιμοποίησε παράνομα αποκτηθέντα χρήματα για να αγοράσει ένα κτήμα, έκτασης 1500 περίπου στρεμμάτων στο Rockwood, μιά έπαυλη, ρυθμού Τυδώρ, αξίας 6.5 εκατομμυρίων δολαρίων και δύο διπλανές φάρμες στην περιοχή Surrey. Οι δυο αυτές υποθέσεις εκκρεμούν ακόμη και πολύ πιθανόν μετά τη δολοφονία της Μπούτο, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, να μπουν στο αρχείο.
Σε περίπτωση νίκης του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν στις εκλογές της 18ης Φεβρουαρίου, για τη θέση του πρωθυπουργού προορίζεται ο Μακχντούμ Αμίν Φαχίμ, αρχηγός του κόμματος κατά τη διάρκεια της 8χρονης εξορίας της Μπούτο. Ενας άχρωμος φεουδάρχης γαιοκτήμονας, χωρίς λαϊκή απήχηση, αδύναμος και ευάλωτος στις πιέσεις τόσο του Ζαρντάρι όσο και του Μουσάραφ, σύμφωνα με τα διεθνή πρακτορεία. Συνεπώς, ανίκανος να παίξει το ρόλο που είχαν αναθέσει οι Αμερικάνοι στη Μπεναζίρ Μπούτο.
Εξίσου ακατάλληλος για το ρόλο αυτό, αλλά για διαφορετικούς λόγους, είναι ο πρώην πρωθυπουργός και ο ισχυρότερος τώρα ηγέτης της αντιπολίτευσης, ο Ναουάζ Σαρίφ, αρχηγός της «Ισλαμικής Λίγκας», ο οποίος ανατράπηκε με πραξικόπημα από το στρατηγό Μουσάραφ το 1999. Για το Λευκό Οίκο, δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη για τα συμφέροντά του εναλλακτική λύση, όχι μόνο λόγω της εχθρότητάς του απέναντι στο Μουσάραφ, που κάνει σχεδόν αδύνατη τη μεταξύ τους συνεργασία, αλλά και γιατί παρουσιάζεται ως ένας μετριοπαθής ισλαμιστής και εθνικιστής, χωρίς πολεμοχαρείς διακηρύξεις εναντίον των «τρομοκρατών» και των Πακιστανών Ταλιμπάν στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές.
♦ Πλήγμα στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»
Παρά τις προσπάθειες που θα καταβάλλει ο Μουσάραφ να ενισχύσει τη θέση του στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τις εκλογές της 18ης Φεβρουαρίου, οι ελπίδες να τις κερδίσει το κόμμα του είναι ανύπαρκτες, εκτός κι αν καταφύγει σε μεγάλη νοθεία. Νικητές κατά πάσα πιθανότητα θα αναδειχθούν η Μουσουλμανική Λίγκα του Σαρίφ και το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν της Μπούτο. Στην περίπτωση αυτή, είτε το ένα από τα δύο διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού, που είναι και το πιθανότερο, η συνεργασία τους με τον πρόεδρο Μουσάραφ, που έχει ενισχυμένες εξουσίες, θα είναι στις σημερινές συνθήκες από πολύ δύσκολη έως προβληματική. Η προοπτική αυτή και με δεδομένα τα αντιαμερικάνικα αισθήματα του πακιστανικού λαού και την αντίθεσή του στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», που δεν μπορεί να τα αγνοήσει όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει από τις εκλογές, σημαίνει ότι δεν θα είναι εύκολο για το Μουσάραφ να συνεχίσει τον πόλεμο αυτό με τους όρους που του επιβάλλουν οι Αμερικάνοι.
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται στο Πακιστάν με το θάνατο της Μπεναζίρ Μπούτο ανατρέπουν επίσης το σχέδιο του Λευκού Οίκου να αναπτύξει άμεσα αμερικάνικα στρατεύματα στις παραμεθόριες ημιαυτόνομες φυλετικές περιοχές του Πακιστάν για να τις εκκαθαρίσουν από τους πακιστανούς Ταλιμπάν και τους αφγανούς ισλαμιστές μαχητές που τις χρησιμοποιούν ως κρησφύγετο και ορμητήριο. Οι περιοχές αυτές, από τις οποίες περνούν οι δρόμοι για το 75% του ανεφοδιασμού των 26.000 Αμερικάνων στρατιωτών στο Αφγανιστάν, βρίσκονται ουσιαστικά υπό τον πλήρη έλεγχο των Πακιστανών Ταλιμπάν. Το σχέδιο αυτό θεωρείται από την Ουάσιγκτον κρίσιμης σημασίας όχι μόνο για την εξέλιξη και την έκβαση του πολέμου στο Αφγανιστάν, αλλά και για τη σταθεροποίηση της κατάστασης και το μέλλον του Πακιστάν. Σύμφωνα με την «Ουάσιγκτον Ποστ», η συμφωνία για την υλοποίησή του ολοκληρώθηκε τον περασμένο Νοέμβρη και τα πρώτα αμερικάνικα στρατεύματα επρόκειτο να αναπτυχθούν στο πακιστανικό έδαφος στις αρχές του 2008. Στις σημερινές συνθήκες, ενδεχόμενη συγκατάθεση του Μουσάραφ σε αμερικάνικες επιχειρήσεις στο έδαφος του Πακιστάν θα προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Γι’ αυτό και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών έσπευσε να διαβεβαιώσει στις 7 Ιανουαρίου, απαντώντας σε σχετικό δημοσίευμα των «New York Times» την προηγούμενη μέρα, ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει ούτε θα γίνουν αμερικάνικες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πακιστανικό έδαφος. Προφανώς για να προλάβει τις αντιδράσεις και την επιδείνωση της πολιτικής κρίσης. Ενδεικτική του αδιεξόδου που βρίσκεται η πακιστανική πολιτική ηγεσία είναι η δήλωση ενός ανώτερου Πακιστανού στρατιωτικού στους «Asia Times» (8/01/08): «Εχουμε στην πραγματικότητα πέσει σε ένα βαθύ βάλτο όπου δεν μας έχουν μείνει πολλές επιλογές. Η παρουσία της CIA στο Πακιστάν έχει κάνει αδύνατο για το Πακιστάν να χειριστεί το πρόβλημα των Ταλιμπάν ανεξάρτητα και μέσω διαλόγου. Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά στρατιωτική λύση στον ορίζοντα ενάντια στους Ταλιμπάν και μια ακόμη επιχείρηση του Πακιστανικού στρατού εναντίον των μαχητών θα προκαλούσε κάτι περισσότερο από σοβαρές επιπτώσεις».
Οι εξελίξεις αυτές θα έχουν προφανώς επιπτώσεις και στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στο Αφγανιστάν, όπου τα αμερικανονατοϊκά στρατεύματα με τη δύναμη πυρός που διαθέτουν και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς πετυχαίνουν κάποιες τακτικές νίκες, αλλά δε φαίνεται να κερδίζουν τον πόλεμο. Εκκαθαρίζουν κάποιες περιοχές, οι Ισλαμιστές μαχητές φεύγουν ή ανακατεύονται με τον ντόπιο πληθυσμό και επιστρέφουν μόλις οι «νικητές» αποχωρήσουν, ενώ διαθέτουν, όπως παραδέχονται και οι νατοϊκοί στρατηγοί, αστείρευτες εφεδρείες νέων μαχητών.
Παραθέτουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από σχετικό άρθρο των «Αsia Times on line» (3/01/08), που δίνει μια αρκετά σαφή εικόνα της κατάστασης.
«…Στο μεταξύ, οι Ταλιμπάν κινούνται προς την περιοχή της Αμού Ντάρια στο βόρειο Αφγανιστάν.Φαίνεται ότι ουσιαστικά επαναλαμβάνουν τη στρατηγική που εφάρμοσαν στην περίοδο 1996 – 1998, δηλαδή προωθούνται βόρεια σε σχήμα τανάλιας. Ενας βραχίονας των Ταλιμπάν κινείται προς την Καμπούλ από τα προπύργιά τους στη Χέλμαντ και στις νοτιοανατολικές επαρχίες, ενώ άλλες ομάδες κινούνται προς τα πάνω από την Κανταχάρ προς στις περιοχές κατά μήκος των Ιρανικών συνόρων και προς στις δυτικές επαρχίες της Χεράτ, Μπαντγκίς και Φαϊράμπ.
Τον Οκτώβριο, οι Ταλιμπάν τάραξαν τα νερά καταλαμβάνοντας μερικές περιοχές στις επαρχίες Φαριάμπ και Μπαντγκίς. Οι περιοχές Γκορμάκ, Μουργκάμπ και Καντές της επαρχίας Μπαντγκίς είναι ουσιαστικά υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Στρατολογούν ανθρώπους στην ύπαιθρο. Εχουν εγκαταστήσει δίκτυα πληροφοριών και επιχειρήσεων στα περισσότερα περιφερειακά κέντρα στις βορειοδυτικές επαρχίες. Το 1997, οι Ταλιμπάν χρησιμοποίησαν την Μπαντγκίς σαν βάση για τις επιχειρήσεις τους στις επαρχίες προς ανατολάς.
Εχουν αρχίσει επίσης να παρενοχλούν τη δύναμη των 400 Γερμανών στρατιωτών στη βόρεια επαρχία της Κοντούζ με σποραδικά πυρά, ενέδρες, νάρκες και εκτοξεύοντας ρουκέτες και χειροβομβίδες σε γερμανικά στρατόπεδα…
Ολα δείχνουν ότι η πολεμική προσπάθεια επιδεινώνεται. Αυτό που συμβαίνει είναι το σύνδρομο στο οποίο είχαν παγιδευτεί τα Σοβιετικά στρατεύματα κατοχής στη δεκαετία του ’80 – τακτικές επιτυχίες, αλλά λανθάνουσα στρατηγική αποτυχία. Η πρόσφατη νατοϊκή επιχείρηση στην πόλη της Μούσα Κάλα, μια γούβα στη μέση του πουθενά στην εκτεταμένη άγονη περιοχή της Χέλμαντ, είναι ένας οδυνηρός δείκτης. Το ΝΑΤΟ την παρουσίασε ως μια αποφασιστική μάχη, ένα πραγματικό Βατερλό για τους Ταλιμπάν, όταν έτρεψε σε φυγή τους Ταλιμπάν, που είχαν υπό την κατοχή τους την πόλη σχεδόν ένα χρόνο.
Ομως είναι προφανές ότι τα αφγανικά κυβερνητικά στρατεύματα που παραμένουν στη Μούσα Κάλα θα περάσουν δύσκολες μέρες τη στιγμή που οι Ταλιμπάν κυριαρχούν σε εκτεταμένες περιοχές στην επαρχία Χέλμαντ, όπως στη Γκρέσκ, στη Σανγκίν και στη Γκαρμσέρ. Επιπλέον, οι δολοφονίες και οι λεηλασίες που συνόδευσαν τη νατοϊκή επιχείρηση έχουν προκαλέσει οργή και αγανάκτηση που οι Ταλιμπάν θα εκμεταλλευτούν εύκολα. Ολες οι αναφορές μαρτυρούν ότι τα νατοϊκά στρατεύματα κατέφυγαν σε αδιάκριτη χρήση πυροβολικού και αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον αμάχων.
Οι νατοϊκές δυνάμεις ελέγχουν μεγάλες πόλεις, αλλά η ύπαιθρος, όπου ζουν τα τρία τέταρτα του αφγανικού πληθυσμού, είναι έξω από τον έλεγχό τους. Οι «Sunday Times» του Λονδίνου δημοσίευσαν τον Νοέμβριο ένα αποστομωτικό άρθρο, το οποίο διακωμωδούσε τα γερμανικά στρατεύματα στο σχετικά ήσυχο βόρειο Αφγανιστάν που αρνούνται να βγουν έξω από τα στρατόπεδά τους όταν νυχτώνει. Ενδεικτικά, αναφέρεται σε μια περίπτωση στην οποία γερμανικά στρατεύματα που συμμετείχαν σε μια επιχείρηση κοντά στην Κοντούζ εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης το απόγευμα, ώστε να επιστρέψουν στην ασφάλεια του στρατοπέδου τους μέχρι τη δύση του ηλίου. Και ακόμη ότι τα γερμανικά στρατεύματα περνούν τον περισσότερο χρόνο τους σε μια τεράστια βάση, με πολλές μπυραρίες και νάιτ κλαμπ.
Σε αντίθεση με τη νατοϊκή προπαγάνδα, οι Ταλιμπάν φαίνεται να μην αντιμετωπίζουν καμιά δυσκολία στη στρατολόγηση νέων εθελοντών από μια τεράστια δεξαμενή δυσαρεστημένων Αφγανών. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, αφού, σύμφωνα με μια έρευνα του «Asia Foundation» το Δεκέμβριο, το 80% περίπου των Αφγανών είναι απογοητευμένοι από την κυβέρνηση της Καμπούλ..».
Είναι φανερό ότι η δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο έγινε τη χειρότερη στιγμή για το Λευκό Οίκο. Τα πράγματα τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Πακιστάν πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» καρκινοβατεί, οι Ισλαμιστές μαχητές και στις δύο χώρες έχουν σταθεροποιήσει με μεγάλες περιοχές την παρουσία τους, επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους και οι όποιες απώλειες δε φαίνεται να επηρεάζουν τους σχεδιασμούς και τη δράση τους. Ο Λευκός Οίκος έχει παγιδευτεί σε ένα βάλτο, από τον οποίο δε φαίνεται να διαθέτει τρόπο εξόδου, ενώ οι νατοϊκοί σύμμαχοί του δεν είναι διατεθειμένοι να του δώσουν χέρι σοβαρής βοήθειας, για να μη βρεθούν μαζί του αγκαλιά πιο βαθιά μέσα στο βάλτο.